Ἡ καύχηση δείχνει ἐγωισμό, ἔλλειψη ἀρετῆς. Ὅταν καυχιέται κανεὶς γιὰ τὴ δύναμή του, τὴν ὀμορφιά, τὸν πλοῦτο, τὶς γνωριμίες, τὶς γνώσεις του, γιὰ ὁποιοδήποτε προσὸν διαθέτει ἢ νομίζει ὅτι διαθέτει, σημαίνει ὅτι ἔχει ὑψηλὸ φρόνημα, ὅτι πιστεύει πὼς οἱ ἄλλοι εἶναι κατώτεροί του, πὼς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ κάποια γνωρίσματα, τὰ ὁποῖα μάλιστα θέλει νὰ προβάλει γιὰ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ αὐτὰ ἀξία καὶ ἀναγνώριση.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ καύχηση ποὺ δείχνει πλοῦτο ἀρετῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐν Κυρίῳ καύχηση. Τί σημαίνει ἐν Κυρίῳ καύχηση; Μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν καταλάβουμε ἐκεῖνοι ποὺ τὴ βίωσαν.
Ἂς ἀκούσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων – τὸ 1050 π.Χ. περίπου – τὴ φωνὴ μιᾶς ἁπλῆς ἀλλὰ βαθύτατα εὐσεβοῦς γυναίκας, τῆς προφήτιδος Ἄννης. Ἡ δικαία Ἄννα ἦταν ἄτεκνη. Ἀντιμετώπιζε τὴν ἀτεκνία της, ποὺ τότε ἐθεωρεῖτο ντροπή, μὲ πολὺ πόνο ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ πίστη. Προσευχήθηκε θερμὰ στὸ Θεό, κι Ἐκεῖνος τελικὰ τῆς ἔδωσε παιδί, τὸν Κριτὴ καὶ Προφήτη Σαμουήλ. Τότε γεμάτη εὐγνωμοσύνη ἔψαλε τὴν ὠδή της (βλ. Α´ Βασ. β´ 1-11), στὴν ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς» (Α´ Βασ. β´ 10). Δηλαδή: Ἂς μὴν καυχιέται ὁ σοφὸς γιὰ τὴ σοφία του, οὔτε ὁ δυνατὸς γιὰ τὴ δύναμή του, οὔτε ὁ πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του. Μόνο γιὰ ἕνα νὰ χαίρεται καὶ νὰ καυχιέται αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καυχιέται: γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὸν Ἑαυτό Του, τὸν ἀξίωσε νὰ Τὸν γνωρίσει· καὶ ὄχι νὰ Τὸν συναντήσει μιὰ φορὰ στὴ ζωή του, «ἀλλὰ συνιεῖν καὶ γινώσκειν»· δηλαδὴ συνεχῶς νὰ Τὸν γνωρίζει ὅλο καὶ περισσότερο, καὶ νὰ συνδέεται ὅλο καὶ στενότερα μαζί Του. «Καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς»: Ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ γνώση τοῦ Θεοῦ τὸν μεταμορφώνει, τὸν ἐξαγιάζει, τοῦ δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐφαρμόζει τὶς θεῖες ἐντολές, νὰ ζεῖ μὲ ἀρετὴ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ σαρώνει τὰ πάντα.
Ἂς ἀκούσουμε ἀκόμη τὸν μεγάλο ἀπόστολο Παῦλο: Ἂς μὴ συμβεῖ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔλαβε μορφὴ δούλου, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ σταυρώθηκε γιὰ μένα. Ἡ ἀγάπη Του αὐτὴ ἔχει γεμίσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν ψυχή μου, καὶ πλέον ὁ κόσμος ἔχει νεκρωθεῖ γιὰ μένα κι ἐγὼ γι᾿ αὐτόν (Γαλ. Ϛ´ 14).
Ἡ ἐν Κυρίῳ λοιπὸν καύχηση δείχνει ἀληθινὴ σοφία, μεγάλη ταπεινοφροσύνη καὶ βαθιὰ πίστη. Ὁ ἐν Κυρίῳ καυχώμενος ἀξιολογεῖ σωστὰ αὐτὰ ποὺ οἱ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦν τόσο πολὺ καὶ ἀγωνίζονται νὰ τὰ ἀποκτήσουν: τὴ σοφία, τὴ δύναμη, τὸν πλοῦτο κ.λπ. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα, μάταια, ἀτελή, ὅτι θὰ σβήσουν μὲ τὸν θάνατο ἢ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτόν.
Ὁ ἐν Κυρίῳ καυχώμενος οὐσιαστικὰ καυχιέται γιὰ τὸ ἔλεος, ποὺ τοῦ ἔχει δείξει ὁ Θεός. Ἀφενὸς μὲν συναισθάνεται τὴ μηδαμινότητά του, ἀφετέρου δὲ ἀναγνωρίζει τὸν Θεὸ ὡς πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Ἀναγνωρίζει εὐγνωμόνως τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχει δὲν εἶναι δικό του· ὅλα τοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔχει ἀπαρνηθεῖ τὸν ἐγωισμό του μὲ ὅλες του τὶς πλάνες καὶ ἔχει παραδώσει τὴ ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ζεῖ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι εὐτυχισμένος. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὴ χαρά του, τὴν καύχησή του· διότι αὐτὴ δὲν στηρίζεται στὶς δικές του περιορισμένες δυνάμεις καὶ ἱκανότητες, οὔτε προέρχεται ἀπὸ τὶς δικές του ταπεινὲς προσπάθειες, οὔτε ἔχει σχέση μὲ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή· ἀλλὰ ἡ καύχησή του ἔχει ἀσάλευτο στήριγμα τὸ ἀνεξιχνίαστο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα ἔλεός Του. Ἐπιπλέον, ἐφόσον χαίρεται τὶς ἀνεκτίμητες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, καμία μάταιη χαρὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἑλκύσει καὶ καμία θλίψη δὲν μπορεῖ νὰ τὸν καταβάλει, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος· ὁ ὁποῖος μάλιστα γίνεται τὸ μέσο γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ποθητός.
Εὐτυχισμένος ὅποιος ἀρνήθηκε κάθε ἐγωιστικὴ καύχηση· ὅποιος ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἔχει καύχημά του!