ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016

Γ΄ Λουκᾶ: ΙΣΤ΄ Κυριακῆς: Β΄ Κορ. ς΄ 1-10

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς — λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας — μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

1. Καιρὸς σωτηρίας

Μὲ συνοχὴ ψυχῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου μὲ σκοπὸ νὰ καταδείξει τὴν καίρια σημασία τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, τὸ ὁποῖο διακονοῦν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ τὴν εὐθύνη τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θείου λόγου.

Λέγει λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι συν­εργαζόμαστε μὲ τὸν Θεὸ στὸ ἔργο τῆς καταλλαγῆς, δηλαδὴ τῆς συμφιλιώσεως τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ φροντίσετε νὰ μὴν πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκατε. Διότι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς: Στὸν κατάλληλο καιρὸ σὲ ἄκουσα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ σοῦ δόθηκε εὐκαιρία σωτηρίας σὲ βοήθησα· «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρό­σδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σω­τηρίας». Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας.

Οἱ ἀφυπνιστικοὶ αὐτοὶ λόγοι καλοῦν καὶ ἐμᾶς νὰ ἀναλάβουμε τὶς εὐθύνες μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς χαρίζει ἀναρίθμητες εὐκαιρίες ποὺ μᾶς καλοῦν στὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία: χριστιανικὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ γιὰ νὰ μελετοῦμε τὸν θεῖο λόγο, συνάξεις μὲ ὁμιλίες πνευματικῆς οἰκοδομῆς, ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ ἅγια Μυστήρια, πρωτίστως δὲ τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία. Ἆραγε ἀξιοποιοῦμε αὐτὲς τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς παρέχονται τόσο πλουσιοπάροχα ἢ μήπως ἀναβάλλουμε γιὰ ἀρ­γότερα;… Ἀλίμονο! Καὶ ποῦ ξέρουμε ἂν θὰ ἔχουμε κι αὔριο αὐτὲς τὶς εὐκαιρίες; Ποῦ ξέρουμε ἂν θὰ ἔχουμε αὔριο τὴν ὑγεία μας καὶ θὰ μποροῦμε νὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ νὰ ἐξομολογηθοῦμε; Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τὸ τονίζει: Τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία! Σήμερα! Μὴν περιφρονεῖτε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ! Ἀκοῦστε μας… Γιὰ τὸ καλό σας πασχίζουμε ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι!

2. Πλούσιοι πνευματικὰ

Καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὶς γνήσιες προθέσεις τῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος προχωρεῖ σὲ περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων:

Ἐμεῖς, λέγει, προσπαθοῦμε νὰ μὴ δίνουμε ποτὲ κάποια ἀφορμὴ σκανδάλου, ὥστε νὰ μὴ βρεθεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήσει τὴ διακονία τοῦ κηρύγματος.

Ἀντίθετα, ἐπιδιώκουμε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐργαζόμαστε «ὡς Θεοῦ διάκονοι» δείχνοντας πολλὴ ὑπομονὴ σὲ ὅλα: ἀντιμετωπίζουμε θλίψεις, στερήσεις καὶ στενοχώριες, ἀλλὰ δὲν ἀπογοητευόμαστε. Μᾶς πληγώνουν οἱ ἄνθρωποι μὲ βίαια μέσα, μᾶς φυλακίζουν καὶ μᾶς καταδιώκουν διαρκῶς, ἀλλὰ δὲν ὑποχωροῦμε. Κοπιάζουμε καθημερινά, μένουμε ἄγρυπνοι ἢ καὶ νηστικοὶ πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν ἀ­ποκάμνουμε. Μὲ ὅλα αὐτὰ καλλιεργοῦμε τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς.

Παράλληλα ὅμως τὸ ἔργο μας φροντίζουμε νὰ τὸ ἐπιτελοῦμε μὲ ἁγνότητα, μὲ ὀρθὴ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμία καὶ καλοσύνη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μὲ λόγο ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπὸ θαυμαστὰ σημεῖα. Ἐπιπλέον χρησιμοποιοῦμε ὅπλα πνευματικά, ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά, γιὰ νὰ φέρουμε τὴ δικαιοσύνη.

Διαρκῶς βιώνουμε ἔντονες ἀντιθέσεις: Ἄλλοι μᾶς δοξάζουν, ἄλλοι μᾶς προσβάλλουν, ἄλλοι μᾶς συκοφαντοῦν κι ἄλλοι μᾶς ἐπαινοῦν, ὥστε νὰ θεωρούμαστε ἄλ­­λοτε ἀπατεῶνες κι ἄλλοτε γνήσιοι διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλοὶ μᾶς ἀγνοοῦν, πολλοὶ ὅμως μᾶς γνωρίζουν καλά. Πολλὲς φορὲς φτάνουμε μέχρι τὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, κι ὅμως τελικὰ εἴμαστε ζων­τανοί! Μᾶς παιδαγωγεῖ μὲ δοκιμασίες ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε. Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἡ ζωή μας φαίνεται ἀξιολύπητη, ἐμεῖς ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε γιὰ ὅλα. Μᾶς θεωροῦν φτωχούς, στὴν πραγματικότητα ὅ­μως εἴμαστε πάμπλουτοι· ζοῦμε «ὡς μη­δὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες», ὡ­σὰν νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα ποὺ νὰ μᾶς ἀν­ήκει, ἐνῶ οὐσιαστικὰ κατέχουμε τὰ πάν­τα!

Εἶναι παράδοξες οἱ ἀντιθέσεις ποὺ καταγράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ἀλλὰ τόσο ἀληθινές! Πράγματι, ἔχει δίκαιο νὰ λέγει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι κατέχουν τὰ πάντα κι ἂς μὴν ἔχουν καμία περιουσία. Διότι, ἐνῶ δὲν εἶχαν τίποτε, εἶχαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ὁμολογοῦσαν ὅτι θὰ ἔβγαζαν καὶ τὰ μάτια τους καὶ τὴν ἴδια τους τὴ ζωὴ θὰ ἔδιναν γιὰ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσουν.

Ἂν ἤθελαν οἱ Ἀπόστολοι, θὰ μποροῦ­σαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὰ χαρίσματά τους καὶ νὰ πλουτίσουν. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαιτοῦν νὰ πληρώνονται γιὰ τὶς ὁμιλίες τους, τὶς θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν, τὴν ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, τὰ ταξίδια τους γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ποτὲ ὅμως δὲν θέλησαν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα. Κι αἰσθάνονταν πραγματικὰ πλούσιοι. Ὄχι μόνο διότι καλύπτονταν οἱ ὑλικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ κυρίως διότι εἶχαν μέσα στὴν καρδιά τους τὸν κρυμμένο πολύτιμο μαργαρίτη, τὸν ἀληθινὸ θησαυρό, τὰ ἀμύθητα πλούτη τοῦ Χριστοῦ.

Ἂς τὸ μάθουμε λοιπὸν καλά: Ἀληθινὰ πλούσιο δὲν σὲ κάνουν οὔτε τὰ χρήματα οὔτε τὰ κτήματα. Εἶσαι πλούσιος πραγματικά, ἂν ζεῖς ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό. Διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, «ὅποιος κατέχει τὸν Χριστό, κατέχει τὸ πᾶν»!