ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (5/10)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. ιστ΄  ἑβδ. ἐπιστ. (Γαλ. στ΄ 2 – 10):

2 Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπλη­ρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χρι­στοῦ. 3 εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρενα­πα­τᾷ. 4 τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ εἰς τὸν ἕτερον· 5 ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει. 6 Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγα­θοῖς. 7 Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει· 8 ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰ­­­ώνιον. 9 τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν· καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι. 10 Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγα­θὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

 2 Γιά νά προστατεύεστε λοιπόν ἀπό τόν κίνδυνο νά πέ­σετε κι ἐσεῖς, νά ὑπομένετε ὁ ἕνας τίς ἐνοχλήσεις τοῦ ἄλ­λου, πού ὀφείλονται στά ἐλαττώματα καί τίς ἐλλεί­­ψεις του· κι ἔτσι, μέ τήν ὑπομονετική αὐτή ἀνοχή, ἐκ­πλη­­­ρῶστε τελείως τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἐντο­­­λή τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος πού δέν ὑπομένει μέ ἀγά­πη τήν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, δέν συναισθάνεται ὅτι ἔχει κι αὐτός ἐλαττώματα, ἀλλά ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυ­τό του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτή εἶναι ψεύτικη. 3 Διότι ἄν νομίζει κανείς ὅτι εἶναι κάτι, αὐτός μέ τήν ἰδέα αὐτή χάνει κάθε ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· εἶναι μηδέν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξαπατᾶ συνεπῶς τόν ἑαυτό του. 4 Γιά νά μήν καταντᾶ λοιπόν κανείς σέ τέτοιο ἀπατηλό καί ψεύτικο φρόνημα γιά τόν ἑαυτό του, ἄς ἐξετάζει κα­λά ὁ καθένας τά ἔργα του ἄν εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τότε, ὅταν τά βρεῖ πράγματι θεάρεστα, θά ἔχει τό λόγο τῆς καυχήσεώς του μόνο στόν ἑαυτό του κι ὄχι στίς ἐλλείψεις τοῦ ἄλλου. 5 Διότι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ καθένας θά σηκώσει τό φορτίο τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν κι ὄχι τῶν ξένων. 6 Ἄς σᾶς δώσω τώρα καί μερικές ἄλλες ὁδηγίες καί συμ­­βουλές, γιά νά κλείσω μ’ αὐτές τήν ἐπιστολή μου. Ἐκεῖ­­νος πού κατηχεῖται καί διδάσκεται τό λόγο τῆς ἀλήθει­­ας, ἄς δίνει ἀπ’ ὅλα τά ἀγαθά του στόν κατηχητή καί διδάσκαλό του. 7 Μήν ξεγελιέστε. Ὁ Θεός τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως δέν ἐξα­πατᾶται, οὔτε μπορεῖ κανείς νά τόν ἐμπαίξει. Διότι ἐκεῖ­νο πού θά σπείρει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό καί θά θερί­σει. 8 Ἔτσι, ὅποιος σπέρνει στή σάρκα του, ὅπως ὁ γεωργός στό χωράφι, καί ἐνεργεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες της, αὐτός ἀπό τά ἔργα τῆς σάρκας θά θερίσει τή φθορά καί τήν αἰώνια κόλαση. Ἐνῶ ὅποιος ἐργάζεται ἔτσι ὥστε τά ἔργα του νά εἶναι καρπός τοῦ Πνεύματος, αὐ­­­τός ἀπό τά ἔργα τοῦ Πνεύματος θά θερίσει αἰώνια ζωή. 9 Ἄς μή χάνουμε ὅμως τό κουράγιο μας ὅταν κάνουμε τό καλό. Διότι στόν κατάλληλο καιρό θά θερίσουμε τούς καρπούς τῶν κόπων μας, ἐάν δέν ἀποκάμνουμε τώρα, ἀλλά εἴμαστε ἀκούραστοι στό καλό. 10 Συνεπῶς, γιά ὅσο καιρό βρισκόμαστε ἀκόμη στή ζωή αὐτή, καθώς μόνο σ’ αὐτήν ἔχουμε καιρό γιά ἀγα­θο­­­ερ­­­γία, ἄς ἐργαζόμαστε τό καλό σέ ὅλους, καί μάλιστα σ’ ἐκείνους πού ἡ πίστη τούς κατέστησε σέ μᾶς οἰκεί­ους καί ἀδελφούς.