Στὶς ἱερὲς ὧρες τῆς προσευχῆς μας, ὅταν στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ διατυπώνουμε τὰ αἰτήματά μας, ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτὲ τὸ μεγαλεῖο, τὴ δύναμη καὶ τὴ δόξα Ἐκείνου πρὸς τὸν Ὁποῖο ἀπευθυνόμαστε. Μιλοῦμε στὸν παντοκράτορα Κύριο, σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα, σ᾿ Αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ κατέχει τὰ πάντα καὶ μπορεῖ τὰ πάντα, στὸν πάνσοφο καὶ παντοδύναμο καὶ πανάγαθο Θεό.
Ἡ σκέψη αὐτὴ βοηθεῖ τὴν ψυχὴ νὰ παίρνει τὴ σωστὴ στάση κατὰ τὴν προσευχή, νὰ στέκεται μὲ δέος ἐνώπιόν Του, συγχρόνως νὰ χαίρεται, διότι Αὐτός, ὁ παντέλειος καὶ πανάγιος Θεός, εἶναι Πατέρας ποὺ ἀγαπᾶ μὲ ἄπειρη ἀγάπη τὰ παιδιά Του.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἐνώπιον Ποίου στέκεται κατὰ τὴν προσευχή, μπορεῖ νὰ ρυθμίζει σωστὰ καὶ τὰ αἰτήματά του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάει κάποιος σ᾿ ἕνα μεγάλο ἄρχοντα γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει εὐτελέστατα πράγματα, ποὺ καὶ ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὰ δώσει ἢ καὶ ποὺ μόνος του θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βρεῖ. Ἀπὸ ἕναν ἐπίσημο, πλούσιο καὶ μεγάλο ἄρχοντα θὰ ζητήσει κανεὶς κάτι ἀνάλογο. Ἀπὸ τὸν ἅγιο καὶ παντοδύναμο καὶ ἄπειρο Θεὸ τί πρέπει ἄραγε νὰ ζητοῦμε;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέει ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς πιὸ πολὺ εὐχαριστεῖται νὰ δίνει ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι εὐχαριστοῦνται νὰ λαμβάνουν, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ προσέξουμε «μὴ μικρολογίαν καταγνωσθῶμεν τοῦ μικρὰ αἰτεῖν καὶ τοῦ διδόντος ἀνάξια», νὰ μὴν κατηγορηθοῦμε γιὰ μικροπρέπεια, μὲ τὸ νὰ ζητοῦμε πράγματα μικρὰ καὶ ἀνάξια Ἐκείνου ποὺ δίνει (ΕΠΕ 4, 336).
Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Ἀξιωματικώτατός ἐστιν ὁ βασιλεὺς ἡμῶν καὶ ἀγανακτεῖ, ἐάν τις αὐτὸν μικρόν τι αἰτήσῃ, ἐάν τις ἡμῶν περὶ τῶν οὐδὲν προσηκόντων αὐτὸν αἰτῇ». Ὁ Βασιλιάς μας ἔχει ἀξιώσεις μεγάλες καὶ ἀγανακτεῖ ἂν κανεὶς Τοῦ ζητήσει κάτι μικρό, ἂν κάποιος ἀπὸ μᾶς Τὸν παρακαλεῖ γι᾿ αὐτὰ ποὺ καθόλου δὲν Τοῦ ταιριάζουν. Μὴ λοιπὸν στὴν προσευχή σου προκαλέσεις τὴν ἀγανάκτηση γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ ζήτησε γιὰ σένα «ἄξια τοῦ βασιλέως Θεοῦ». Ὅταν δὲ ζητεῖς τὰ ἄξια τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματήσεις τὴν προσευχή σου ὥσπου νὰ λάβεις αὐτὸ ποὺ ζητεῖς (ΕΠΕ 9, 406).
Κάποτε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, ἕνας ζητιάνος, ὁ Λεύκιος, πλησίασε τὸν μεγάλο καὶ ἔνδοξο βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας Ἀλέξανδρο καὶ τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ τοῦ δώσει μία πόλη τοῦ βασιλείου του. Ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος γέλασε, διότι νόμισε ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀστειευόταν. Τότε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε: «Δὲν ἀστειεύομαι, Λεύκιε. Μὴ σκέπτεσαι ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ ζητεῖς, ἀλλὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ δίνει».
Λοιπόν; «Ἄξια τοῦ βασιλέως Θεοῦ» πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας. Δηλαδή; Νὰ ζητοῦμε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ταλαιπωροῦν τὴν ἀθάνατη ψυχή μας, νὰ μᾶς στολίσει μὲ τὶς ἅγιες ἀρετές Του, νὰ μᾶς δίνει τὰ πολύτιμα δῶρα τῆς δικῆς Του εἰρήνης καὶ χαρᾶς, νὰ μᾶς ἀναδεικνύει τίμια μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ μετέχουμε στὰ ἱερὰ Μυστήρια, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ σωτηρία, νὰ μᾶς χαρίσει τὰ ἀληθινὰ καὶ αἰώνια, τὴν ἄφθαρτη δόξα Του καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρά Του, νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ἀπολαύσουμε τὴ μακαριότητα τῆς Βασιλείας Του στὸν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ.
Μάλιστα! Αὐτὰ εἶναι αἰτήματα ἄξια τοῦ παμβασιλέως Κυρίου. Μᾶς τὸ δίδαξε στὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» Του: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ», μᾶς εἶπε (Ματθ. ς΄ 33). Νὰ ζητεῖτε πρωτίστως νὰ ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ κύριο αἴτημά σας. Καὶ ἐπίσης, τὸ νὰ ἀποκτήσετε τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀρετή.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι δὲν θὰ διατυπώνουμε στὶς προσευχές μας καὶ μικρότερα αἰτήματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ προβλήματα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Δὲν εἶπε ὁ Κύριος «ζητεῖτε μόνον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ…», ἀλλὰ «ζητεῖτε πρῶτον». Δὲν μᾶς ἀπαγόρευσε νὰ ζητήσουμε καὶ κάτι ἁπλό, κάτι ἀπὸ τὰ καθημερινά, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ ὑλικά. Εἶναι καὶ αὐτὰ μέσα στὴ ζωή μας καὶ φυσικὰ μᾶς ἀπασχολοῦν σὲ κάποιο βαθμό. Ἐκεῖνο ποὺ θέλει ὁ Κύριος εἶναι νὰ μὴν ἔχουν τὴν πρώτη θέση στὶς προσευχές μας. Νὰ μὴν ἀπασχολοῦν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ τὶς ψυχές μας τὰ πρόσκαιρα καὶ ὑλικὰ ζητήματα, ὥστε νὰ λησμονοῦμε τὰ βασικὰ καὶ κύρια. Ἡ πρώτη μας σκέψη καὶ φροντίδα καὶ ἡ πιὸ θερμή μας προσευχὴ νὰ εἶναι γιὰ τὰ αἰώνια, τὰ μόνιμα καὶ ἀληθινά. Τότε θὰ προσευχόμαστε σωστὰ καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Καὶ ὁ Θεὸς τίποτε δὲν θὰ μᾶς στερεῖ. Ὅλα πλούσια θὰ μᾶς τὰ χαρίζει. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑποσχέθηκε: «καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ς΄ 33).
Ὁ Κύριος θέλει νὰ εἴμαστε ἀπαιτητικοὶ στὴν προσευχή μας, νὰ ἔχουμε μεγάλα κυρίως αἰτήματα. Σὲ μᾶς θὰ φαινόταν πολὺ μεγάλο ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος μᾶς ἑτοιμάζει βασιλεία οὐράνια καὶ αἰώνια καὶ αὐτὴν θέλει νὰ Τοῦ ζητοῦμε.
Ὅταν στεκόμαστε σὲ προσευχή, μὴ λησμονοῦμε ποτὲ ποιὸς εἶναι Αὐτός, στὸν Ὁποῖο μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς μας ἀπευθυνόμαστε. Ὥστε νὰ μὴ φερόμαστε ἀσύνετα καὶ ἐπιπόλαια. Ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε ἀνάλογα τῆς δυνάμεως καὶ τοῦ πλούτου Του. Νὰ ἀνεβάζουμε τὰ αἰτήματά μας. Νὰ ζητοῦμε πολύτιμα. Νὰ ζητοῦμε μεγάλα. Αὐτὸ θέλει ὁ Θεός.