Νωρὶς εἶχε μείνει ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα ὁ Πέτρος. Ἡ μάνα του ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ ἄντρα της. Ἀφοσιώθηκε στὸ γιό της. Εἶχε καλὴ θέση στὴν Τράπεζα καὶ τὰ ἔβγαζαν πέρα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Πέτρος τά ’παιρνε τὰ γράμματα, ἀποφάσισε νὰ τὸν σπουδάσει σ’ ὅποια ἐπιστήμη θὰ διάλεγε ὁ ἴδιος.
–Χαρά μου καὶ καμάρι μου θά ’ναι, Πέτρο μου, τοῦ ’πε ἕνα ἀπόγεμα, καθὼς κάθονταν στὸ σαλόνι τους, νὰ γίνεις ἕνας ἐπιστήμονας σπουδαῖος, ὅ,τι λαχταράει ἡ ψυχή σου. Θὰ χαίρεται καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ μακαρίτη τοῦ πατέρα σου ἀπὸ ψηλά. Ἐγὼ θὰ εἶμαι στὸ πλευρό σου πάντα. Ὅ,τι θὰ χρειασθεῖς, θὰ τὸ ἔχεις. Ἐσὺ μόνο ἀφοσιώσου στὶς σπουδές σου. Ὅσο μ’ ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ ζῶ, δὲν θὰ σ’ ἀφήσω, παιδί μου.
–Εὐχαριστῶ, μάνα μου, φώναξε δακρυσμένος ἐκεῖνος καὶ τὴν ἀγκάλιασε…
Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ Πέτρος πέρασε ἀπὸ τοὺς πρώτους στὴ Φυσικομαθηματικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης. Πῆρε μὲ «ἄριστα» τὸ πτυχίο του, τὸ ἔδειξε ὅλος χαρὰ στὴ μάνα του, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά της ἀπὸ τὴ συγκίνησή της καὶ τὸν φιλοῦσε συνέχεια. Ἔπειτα ἔκανε μεταπτυχιακὸ καὶ κατόπιν ἄνοιξαν μὲ κάποιο συνάδελφό του Φροντιστήριο. Τὸ Φροντιστήριό τους ἀπόκτησε σιγά-σιγὰ μεγάλη φήμη, ἔγινε ἀπὸ τὰ καλύτερα τῆς πόλης.
Ἕως ἐδῶ ὅλα πήγαιναν καλὰ γιὰ τὸν Πέτρο. Τὸ μόνο κακὸ καὶ πολὺ σοβαρὸ μάλιστα ἦταν ὅτι δὲν πίστευε στὸ Θεό. Εἶχε ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ δυό – τρεῖς καθηγητές του στὸ Πανεπιστήμιο, ποὺ μὲ τὶς θεωρίες τους τὸν ἔκαναν κι αὐτὸν ἄπιστο καὶ ἄθεο.
Τὸ εἶχε καταλάβει καὶ ἡ δόλια ἡ μάνα του, ποὺ δὲν τὸν εἶδε ποτέ της νὰ κάνει τὸν σταυρό του, ὅταν ἔτρωγαν μαζί, καὶ τοῦ τὸ ἔλεγε, μὰ ἐκεῖνος χαμογελοῦσε κάπως εἰρωνικά.
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὶς ἰδέες τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας τὶς περνοῦσε καὶ στὰ ἀνώριμα μυαλὰ τῶν μαθητῶν του στὸ Φροντιστήριο.
Ξαφνικὰ ὅμως, ἐνῶ ὅλα κυλοῦσαν ἤρεμα, κάτι σὰν κεραυνὸς χτύπησε τὸν Πέτρο. Πόνοι ἀβάσταχτοι στὴν κοιλιακὴ περιοχή. Σχεδὸν ἀναίσθητο τὸν πῆγε ἡ μάνα του ἀμέσως στὸ ἐφημερεῦον Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ ἔπεσαν πάνω του στὴ στιγμή. Ἄρχισαν ἐξετάσεις ἐπὶ ἐξετάσεων γιὰ νὰ βρεθεῖ ἡ αἰτία τοῦ πόνου ποὺ ἀνέβαζε καὶ ὑψηλὸ πυρετό. Τελικὰ εἶπαν ὅτι μᾶλλον εἶναι λοιμώξεις τοῦ ἐντέρου καὶ ἔστρεψαν πρὸς τὰ ἐκεῖ τὶς ἔρευνες καὶ φροντίδες τους. Σιγά-σιγὰ ὁ πόνος ὑποχωροῦσε, ὄχι ὅμως καὶ ὁ πυρετός. Ἡ περίπτωσή του ἦταν σπάνια καὶ πολὺ δύσκολη, εἶπαν οἱ γιατροὶ στὴ μάνα του.
Μιὰ μέρα μπῆκαν στὸ θάλαμό του τρεῖς κυρίες. Τοὺς χαιρέτισαν μὲ εὐγένεια.
–Εἴμαστε ὁμάδα ἀγάπης τῆς ἐνορίας μας καὶ περνᾶμε καὶ λέμε δυὸ λόγια Θεοῦ παρηγορητικὰ στοὺς ἀρρώστους. Θέλετε νὰ σᾶς διαβάσουμε μιὰ φράση ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή;
–Πόσο πληρώνεσθε; ρώτησε ὁ Πέτρος.
–Δωρεάν, κύριε. Αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνουμε μόνο ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό μας καὶ τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ πονοῦν.
–Ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω αὐτά, ἀλλά, τέλος πάντων, διαβάστε! Νὰ ξεχάσω λίγο τοὺς πόνους μου.
–«Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς», γράφει στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Κάτι φαίνεται ὅτι ἑτοιμάζει γιὰ σᾶς ὁ Θεός, ἀδελφέ μας… Τὸ ὄνομά σας;
–Ἐγὼ ξέρω ὅτι πονάω πολύ. Πέτρος, Πέτρος εἶναι τὸ ὄνομά μου.
–Κι ἐμεῖς οἱ γυναῖκες πρὶν καὶ κατὰ τὸν τοκετὸ σφαδάζουμε ἀπὸ τοὺς πόνους. Ὅταν ὅμως ἔλθει νέα ζωὴ στὸν κόσμο, τὰ ξεχνᾶμε ὅλα, κ. Πέτρο.
–Συμφωνῶ, ἀλλὰ σᾶς εἶπα, δὲν πιστεύω, ἁπλῶς ἡ εὐγένειά σας μὲ παρακινεῖ νὰ σᾶς ἀκούω.
–Τότε, κ. Πέτρο, ἂν μᾶς ἐπιτρέπετε, νὰ σᾶς ποῦμε καὶ κάτι ἄλλο γιὰ νὰ ξεχάσετε τοὺς πόνους σας: Στὴν Ἐκκλησία μας ὑπάρχει ἕνα ἱερὸ Μυστήριο ποὺ λέγεται Εὐχέλαιο. Τὸ τελοῦν οἱ ἱερεῖς. Ὅσοι λαμβάνουν μέρος μὲ πίστη, βλέπουν καὶ θαύματα. Θέλετε νὰ καλέσουμε τὸν ἱερέα τοῦ Νοσοκομείου νὰ τελέσει γιὰ σᾶς Εὐχέλαιο; Θὰ προσευχηθοῦμε γιὰ σᾶς.
Πέρασαν λίγα λεπτὰ κι ἔπειτα ὁ Πέτρος ἀπάντησε:
–Σᾶς εἶπα ἐξαρχῆς ὅτι δὲν εἶμαι πιστὸς Χριστιανός. Ἔχω νὰ πάω στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τότε ποὺ μὲ ἔπαιρνε μικρὸ μαζί της ἡ μάνα μου. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδα τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον σας γιὰ μένα, παρόλο ποὺ εἶμαι ἄγνωστός σας, ἀπαντῶ θετικὰ στὴν ἐρώτησή σας. Ἂς ἔλθει ὁ ἱερέας. Θὰ μιλήσω μαζί του.
Σὲ λίγο ἦλθε, εἰδοποιημένος κατάλληλα ἀπὸ τὴ μία ἀπὸ τὶς τρεῖς κυρίες, ὁ ἱερέας τοῦ Νοσοκομείου. Βγῆκαν ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸν θάλαμο καὶ ἔμειναν μόνοι τους ὁ ἱερέας μὲ τὸν ἄρρωστο. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμπειρος πνευματικὸς ἰατρὸς βοήθησε τὸν Πέτρο καὶ ἄνοιξε τὰ φυλλοκάρδια τῆς ψυχῆς του. Φανέρωσε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς του, κι ἀφοῦ τοῦ διάβασε τὴ συγχωρητικὴ Εὐχή, γαλήνεψε ἡ ψυχή του. Τώρα ἔνιωθε καλύτερα, κι ἂς πονοῦσε ἀκόμη.
Στὸ διάστημα ποὺ διαρκοῦσε ἡ Ἐξομολόγηση, οἱ κυρίες τηλεφώνησαν σὲ μερικὲς γνωστές τους ποὺ κάθονταν κοντά, νὰ φέρουν μιὰ πιατέλα μὲ ἀλεύρι γιὰ τὸ Εὐχέλαιο καὶ λίγο λάδι. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἦλθαν τέσσερις ἀκόμη πιστὲς κυρίες. Ἔφθασε στὸ μεταξὺ καὶ ἡ μητέρα τοῦ Πέτρου. Ἑτοιμάσθηκαν ὅλα καὶ τελέσθηκε σὲ λίγο ἀπὸ τὸν ἱερέα τὸ ἱερὸ Μυστήριο. Ὁ Πέτρος πρόσεχε μὲ σοβαρότητα κι ἔκανε μερικὲς φορὲς τὸν σταυρό του. Χρίσθηκε πρῶτος. Ἡ μάνα του καὶ οἱ κυρίες τὸν ἔβλεπαν δακρυσμένες.
Σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ κοινώνησε στὸ Ναὸ τοῦ Νοσοκομείου, μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι του ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του. Μιὰ νέα ζωὴ ἄρχιζε γιὰ τὸν Πέτρο. Τὸ ἴδιο ἀπόγευμα πῆγε στὸ Φροντιστήριό του. Θέλησε νὰ ἐκπληρώσει μιὰ ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε κατὰ τὴν Ἐξομολόγηση. Τὸν χάρηκαν ὁ συνέταιρος καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν εἶδαν. Μάζεψαν τὰ παιδιὰ σὲ μιὰ αἴθουσα, στάθηκε μπροστά τους, τοὺς ἀγκάλιασε ὅλους μὲ τὸ βλέμμα του καὶ εἶπε συγκινημένος:
–Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, παιδιά, ποὺ σᾶς ξαναβλέπω.
Τὰ παιδιὰ κοιτάζονταν μεταξύ τους ἀπὸ τήν – παράξενη – γι’ αὐτά, ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας του. Καὶ ὁ καθηγητὴς συνέχισε:
–Δακρύζει ἡ καρδιά μου, καθὼς σᾶς ἀντικρίζω καὶ πάλι. Κινδύνεψα νὰ πεθάνω, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε. Πολλὲς φορὲς μὲ ἀκούσατε νὰ σᾶς λέω «δὲν ὑπάρχει Θεός», ἔλεγα ὅτι εἶμαι ἄπιστος καὶ ἄθεος καὶ δηλητηρίαζα κατὰ κάποιον τρόπο τὸ μυαλό σας. Ἡ ἀθεΐα εἶναι μεγάλο ψέμα, παιδιά. Ζητῶ συγγνώμη γιὰ ὅσα σᾶς ἔλεγα. Στὸ Νοσοκομεῖο, παιδιά, διαπίστωσα ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι γίνονται θαύματα. Τὸ ὅτι ζῶ καὶ μὲ βλέπετε μπροστά σας ὀφείλεται σὲ θαῦμα. Ἐκεῖ γνώρισα ἀνθρώπους ἀληθινοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἀγαποῦν γνήσια καὶ εἰλικρινά. Σᾶς ἀγαπῶ ὅλους! Καλὴ πρόοδο! Ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί σας!
Τὰ χειροκροτήματα καὶ τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν διήρκεσαν ἀρκετὰ λεπτά. Ἦταν τὸ καλύτερό τους μάθημα.