Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

Ποιός δέν τόν γνω­ρί­ζει; Ποιός ἔ­χει μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος ἀ­πό τά με­γά­λα του κα­τορ­θώ­μα­τα; Καί ποι­ός δέν ἐν­θου­σι­ά­ζε­ται ἀ­πό τίς πε­ρί­λαμ­πρες ἑ­ορ­τές, πού γί­νον­ται στόν με­γά­λο να­ό του στή Θεσ­σα­λο­νί­κη; Συ­να­γερ­μός με­γά­λος ὄ­χι μό­νο τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του, ἀλ­λά κά­θε ἑ­ορ­τή. Πλή­θη πυ­κνά σπεύ­δουν στόν πε­ρι­καλ­λῆ να­ό γιά νά ἀ­σπα­σθοῦν τήν εἰ­κό­να του, νά τι­μή­σουν τόν με­γά­λο ἀ­θλη­τή τῆς πί­στε­ως, νά ζη­τή­σουν τή με­σι­τεί­α του. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὁ Δη­μή­τριος ἀ­να­δεί­χθηκε μεγάλος ἀ­θλη­τής τῆς πί­στε­ως καί ἀ­ξί­ως οἱ πι­στοί τόν τι­μοῦν. Ποί­ος ὅ­μως ἦ­ταν ὁ Δη­μή­τριος; Καί πῶς ἀ­να­δεί­χθηκε ἀ­θλη­τής;

Ἡ εἰ­κό­να του συ­νή­θως τόν πα­ρου­σιά­ζει ἔ­φιπ­πο, ὁ­πλι­σμε­νο, καί μέ τό δό­ρυ του νά κτυ­πᾶ κά­ποι­ο γί­γαν­τα. Καί ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει νά βλέ­που­με ἔ­φιπ­πους τούς στρα­τη­γούς καί τούς στρα­τη­λά­τες, ὅ­σους ἔ­λαμ­ψαν καί δι­α­κρί­θη­καν στά πε­δί­α τῶν μα­χῶν, καί ἔ­δει­ξαν ἀν­δρεί­α ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­τι­πά­λων τους καί ­στε­φα­νώ­θη­καν μέ στε­φά­νια δάφ­νης. Ὁ Δη­μή­τριος ὅ­μως εἶ­χε ἕναν ἄλ­λο ὁ­πλι­σμό, τόν ὁ­πλι­σμό τοῦ Πνεύ­μα­τος, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο μι­λᾶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θέ­λει ὁ Κύ­ριος νά εἶ­ναι ὁ­πλι­σμε­νος κά­θε πιστός του.

Μ’ αὐ­τό τόν ὁ­πλι­σμό — τή θερ­μή πί­στη πρός τόν Θε­ό, τήν τε­λεί­α ὑ­πο­τα­γή στό θέ­λη­μά του τό ἅ­γιο καί τόν πό­θο νά ἐρ­γα­σθεῖ γιά νά γνω­ρί­σουν πολ­λοί τή χρισ­τι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια — ὁ­πλι­σμέ­νος ὁ νέος στήν ἠλικία Δη­μή­τριος, ἔ­βα­λε σκο­πό στή ζω­ή του νά συγ­κεν­τρώ­νει καί ἄλ­λους νέ­ους κον­τά του καί νά τούς μιλάει γιά τόν Χρι­στό.

Δέν τόν ἐμ­πό­δι­ζε γιά νά ἐ­πι­τε­λεῖ τό ἔρ­γο του αὐ­τό οὔ­τε ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή κα­τα­γω­γή του, οὔ­τε τό ὑ­ψη­λό ἀ­ξί­ω­μά του, οὔ­τε οἱ κίν­δυ­νοι, στούς ὁ­ποί­ους κα­θη­με­ρι­νῶς ἐ­ξέ­θε­τε τόν ἑ­αυ­τό του στή δύ­σκο­λη ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή πού ζοῦ­σε. Δι­ό­τι αὐ­το­κρά­τορες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ἀνα­το­­λή ἦ­ταν ὁ σκλη­ρός δι­ώ­κτης τῶν Χρι­στια­νῶν Δι­ο­κλη­τια­νός καί ὁ Μαξιμιανός Γαλέριος, οἱ ὁποῖ­οι εἶ­χαν βά­ψει κά­θε γω­­­­νί­α τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του μέ ἄ­φθο­νο χρι­στι­α­νι­κό αἷ­μα. Καί ὁ Δημήτριος ἔ­γι­νε πράγ­μα­τι χει­ρα­γω­γός πολ­λῶν νέ­ων τῆς ἐ­πο­χῆς του στόν Χρι­στό καί σπου­δαι­ό­τα­το στέ­λε­χος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἐρ­γά­σθηκε μέ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή συ­νέ­πεια τό ἔρ­γο του αὐ­τό καί δέν δί­στα­σε νά προ­σφέ­ρει ἀ­κό­μη καί τόν ἑ­αυ­τό του θυ­σί­α στόν Χρι­στό γιά χά­ρη τῶν ὡ­ραί­ων του ἰ­δα­νι­κῶν.

Ὁ Μαξιμιανός Γαλέριος βρισκόταν τόν και­ρό ἐ­κεῖ­νο στή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μ­πο­ρεῖ κα­νείς εὔ­κο­λα νά φαν­τα­σθεῖ, τί ­σή­μαι­νε γιά τόν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό ὄχλο τῆς ὡ­ραί­ας πό­λε­ως νά β­ρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σά του ὁ Αὐ­το­κρά­τορας. Ἑορ­τές με­γά­λες δι­ορ­γα­νώ­θηκαν γιά χά­ρη του καί ἐκ­δη­λώ­σεις ὑ­πο­τα­γῆς πολ­λές ἐκ μέ­ρους τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ὁ σκλη­­ρός Μαξιμιανός Γαλέριος ἀ­πό τίς ἐκ­δη­λώ­σεις ἐ­κεῖ­νες τῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως, δέν ­πε­ρί­με­νε ὅ­τι θά ­δο­κί­μα­ζε ἔκ­πλη­ξη καί ὅ­τι ὁ αὐ­το­κρα­το­ρι­κός του ἐ­γω­ι­σμός θά ­πλη­γωνόταν τό­σο βα­θειά ἀ­πό τήν ἡ­ρω­ί­κη ἀν­τίσ­τα­ση ἑ­νός νέου Χρι­στια­νοῦ.

Πράγ­μα­τι ὁ­δη­γεῖ­ται μπροστά του ὁ Δη­μή­τριος, μέ τήν ἀ­πό­φα­ση νά δώ­σει ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος τή με­γά­λη μά­χη. Χω­ρίς πολ­λές πε­ρι­στρο­φές ὁ Μαξιμιανός Γαλέριος δι­α­τάζει τόν Δη­μή­τριο νά λά­βει μέ­ρος σέ μί­α εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή ἑ­ορ­τή χά­ρη τῶν θε­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν βο­ή­θη­σαν νά φέ­ρει σέ πέ­ρας μά­χες σκλη­ρές καί νά ἐ­πι­βλη­θεῖ στούς ἐ­χθρούς του. Καί πε­ρί­με­νε ἀ­σφα­λῶς χω­ρίς καμ­μί­α ἀν­τίρ­ρη­ση νά ὑ­πα­κού­σει ὁ Δημήτριος στήν προ­στα­γή του. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἀ­παν­τᾶ στα­θε­ρά, ὅ­τι ἀρ­νεῖ­ται νά ὑ­πα­κού­σει στήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή δι­α­τα­γή. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον, τοῦ εἶ­πε, νά ὑ­πα­κού­σω στήν ἐν­το­λή σου. Στούς ψεύτικους θε­ούς, πού ὑ­πο­θάλ­πουν τήν ἁ­μαρ­τί­α καί δι­α­λύ­ουν τήν οἰ­κο­γέ­νεια, πο­τέ δέν θά προ­σφέ­ρω τι­μή. Ἀντίθετα, ὁ,­τι­δή­πο­τε καί ἄν μοῦ συμ­βεῖ, θά μεί­νω πι­στός μέ­χρι τέ­λους στόν Κύ­ριό μου, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Θε­ός καί αὐ­τόν θά λα­τρεύ­ω, ὅ­σον θά μ’ ἀ­φή­νει νά ζῶ.

Μέ ἕ­να νεῦ­μα τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα ὁ πι­στός καί τολ­μη­ρός νέος ὁδη­γή­θηκε σέ μιά ὑ­γρή φυ­λα­κή, ὅ­που σύμφωνα μέ τήν ἐν­το­λή του θά ἀ­φηνόταν νά ­πε­θά­νει ἀ­πό τήν πεῖ­να καί τίς κα­κου­χίες. Ἕ­να φῶς, θεῖ­ο καί οὐ­ρά­νιο φῶς ­γέ­μι­σε τήν καρ­δί­α καί ­φώ­τι­σε τό πρό­σω­πο τοῦ ἀ­θλη­τοῦ, ἐ­νῶ ὁδη­γοῦ­νταν στή σκο­τει­νή φυ­λα­κή. Ἀλλά δέν ἐ­πρό­κει­το νά πε­θά­νει ἀ­πό θά­να­το φυ­σι­κό. Ὁ Θε­ός τοῦ ἑ­τοι­μά­ζει στεφάνι λαμ­πρό­τε­ρο καί ὡ­ραι­ό­τε­ρο.

Τί δη­λα­δή συ­νέ­βη; Τό εὐ­ρύ­χω­ρο στά­διο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης εἶ­ναι γε­μά­το ἀ­πό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό ὄ­χλο. Δι­ε­ξά­γον­ται ἀ­γῶ­νες γιά χά­ρη τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος. Τούς τι­μᾶ καί ὁ ἴ­διος μέ τήν πα­ρου­σί­α του. Ὁ ὄ­χλος ἔ­ξαλ­λος ἀ­πό ἱ­κα­νο­ποί­η­ση γιά τήν πα­ρου­σί­α του ἐκ­δη­λώ­νει τή χα­ρά του μέ κά­θε τρό­πο. Ξαφνικά ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ στα­δί­ου ἔ­πει­τα ἀ­πό με­ρι­κά ἀ­γω­νί­σμα­τα ἀλ­λά­ζει. Ἄλ­λου εἴ­δους ἀγώνας πρό­κει­ται νά γί­νει τώ­ρα. Ὄ­χι μο­νο­μα­χί­α ἀ­θλη­τῶν. Ἀλλά μο­νο­μα­χί­α ἰ­δε­ῶν. Ἦ­ταν δυ­να­τόν ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός νά μεί­νει χω­ρίς νά προ­κλη­θεῖ; Ἀλλά καί προ­κα­λού­με­νος μπο­ροῦ­σε νά ἀρ­νη­θεῖ τή μά­χη;

Δέν εἶ­ναι ἄ­γνω­στο τό ἐ­πει­σό­διο. Ὁ γι­γαν­τό­σω­μος καί ἀ­νί­κη­τος Λυα­ῖος προ­κα­λεῖ τόν Χρι­στια­νό Νέ­στο­ρα. Δέν νο­μί­ζε­τε, ὅ­τι κά­τω ἀ­πό τόν ὄγ­κο τοῦ Λυ­αί­ου ­κρυβόταν ὁ ὄγ­κος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας; Ὄγ­κος ὅ­μως πού κά­τω ἀ­πό τά συ­νε­χῆ κτυ­πή­μα­τα τῆς πί­στε­ως ἐ­πρό­κει­το νά δι­α­λυ­θεῖ. Ποιός θά ­τολ­μοῦ­σε, ἀν­θρώ­πι­να σκε­πτό­με­νος, νά ἀν­τι­με­τώ­πι­σει τόν γί­γαν­τα; Καί ὅ­μως ἡ πί­στις αὐ­τά δέν τά λο­γα­ριά­ζει. Ἡ πί­στις στή­νει τρό­παι­α ἐ­κεῖ πού οἱ ἀν­θρώ­πι­νοι ὑ­πο­λο­γι­σμοί βλέ­πουν φρού­ρια ἀ­κα­τά­βλη­τα. Ποιός θά μπο­ρέ­σει νά με­τρή­σει τήν πί­στη τοῦ νε­α­ροῦ ἀ­θλη­τοῦ, τοῦ μα­θη­τοῦ τοῦ Δη­μη­τρί­ου, τοῦ Νέ­στο­ρος, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος βγαί­νει ἀ­πό τό στά­­διο καί τρέ­χει πρός τή φυ­λα­κή τοῦ δι­δα­σκά­λου; Καί ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος γο­να­τι­στός προ­σεύ­χε­ται καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν βο­ή­θεια τοῦ Δυ­να­τοῦ πάνω στόν μα­θη­τή, ἡ πί­στη καί τῶν δυ­ό πο­τι­σμέ­νη ἀ­πό τή θερ­μή προ­σευ­χή γι­γαν­τώ­νε­ται. Τί τό πα­ρά­δο­ξο ἐ­άν ὅ­λα τά ἀλ­λά ἐ­ξε­λί­χθηκαν σύμ­φω­να μέ τή δύ­να­μή της;

Τί λό­γος ὑ­πάρ­χει νά ­μι­λοῦμε γιά τά γνω­στά; Ἔκ­πλη­κτος ὁ ὄ­χλος βλέ­πει τόν νε­α­ρό ἀ­θλη­τή νά β­ρί­σκε­ται ἀν­τι­μέ­τω­πος τοῦ γί­γαν­τα. Αἰ­σθή­μα­τα μᾶλ­λον οἴ­κτου καί συμ­πά­θει­ας κι­νεῖ. Ἄλλ’ ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ­πλι­σμέ­νος μέ τήν πί­στη ὁρ­μᾶ ἐναντίον τοῦ γί­γαν­τα καί τόν νικᾶ, τά αἰ­σθή­μα­τα τῆς συμ­πα­θεί­ας με­τα­τρέ­πον­ται σέ ὀρ­γή καί ἀ­γα­νά­κτη­ση καί ἐκ­δί­κη­ση φο­βε­ρή. Τί ση­μα­σί­α ὅ­μως ἔ­χει αὐ­τό; Ἡ νί­κη ­κερ­δή­θηκε. Νί­κη τό­σο λαμ­πρή. Ἄς δι­α­πε­ρά­σει ἡ λόγ­χη τοῦ δη­μί­ου τό ἁ­γνό σῶ­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος. Ἡ ἁ­γί­α του ψυ­χή πε­τᾶ στούς οὐ­ρα­νούς στόν στε­φα­νο­δό­τη. Τό ὄ­νο­μα του πο­τέ δέν θά λη­σμο­νη­θεῖ ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς. Εἶ­ναι νι­κη­τής.

Ἀλλά τί λέ­ξεις ἦταν ἐ­κεῖ­νες, μέ τίς ὁ­ποῖες ἐ­πι­τέ­θηκε κα­τά τοῦ Λυ­αί­ου; «Ὁ Θε­ός Δη­μη­τρί­ου, βο­ή­θει μοι», εἶ­πε. Ὥ­στε αὐ­τός, λοι­πόν, εἶ­ναι ὁ με­γά­λος ἔ­νο­χος; Αὐ­τός, ποῦ τόλ­­μη­σε νά ἀν­τι­τα­χθεῖ στόν αὐ­το­κρά­το­ρα; Ἐκεῖ, λοι­πόν, πῆ­γε τρέ­χοντας ὁ ἀ­θλη­τής; Θά­να­τος στό Δη­μή­τριο, ἀ­κού­σθηκε ἀ­πό χι­λιά­δες στό­μα­τα εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί ἀν­τή­χη­σε ἡ φω­νή στό με­γά­λο στά­διο.

Ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο ἡ σκη­νή στή φυ­λα­κή. Λογ­χο­φό­ροι δή­μιοι μ­πή­γουν τίς λόγ­χες τους στό σῶ­μα τοῦ ἁ­γί­ου, τρυ­ποῦν καί τήν πλευ­ρά καί ἐ­νῶ τό αἷ­μα βά­φει τό χῶ­μα τῆς φυ­λα­κῆς, ἡ πι­στή καί ἁ­γί­α ψυ­χή του πε­τᾶ στούς οὐ­ρα­νούς. Πη­γαί­νει κον­τά στόν Κύ­ριο, πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε.

Τά ἅ­για λεί­ψα­να καί τῶν δυ­ό ἀ­θλη­τῶν τά συ­νέ­λε­ξαν εὐ­λα­βι­κά χέ­ρια Χρι­στια­νῶν καί τά ἐ­ν­τα­φί­α­σαν. Ἀρ­γό­τε­ρα να­ός λαμ­πρός ­κτί­σθηκε ­πά­νω στόν τά­φο, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­βλυ­ζε μύ­ρο θε­ρα­πευ­τι­κό τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν. Αἰῶ­νες ­πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό­τε. Ὁ Δη­μή­τριος πα­ρα­μέ­νει στίς καρ­διές ὅ­λων τῶν πι­στῶν τό πρό­τυ­πο τοῦ γεν­ναί­ου ἀ­γωνιστοῦ. Αὐ­τόν ἔ­χουν πρό­τυ­πο οἱ νέ­οι, ἰδιαιτέρως τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, στόν χρι­στι­α­νι­κό τους ἀ­γώ­να. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ προ­στά­της τῆς ὡ­ραί­ας πό­λε­ως. Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη ἐ­λευ­θε­ρώ­θηκε ἀ­πό τό ξε­νι­κό ζυ­γό. Ἥ­ρωας ἐ­κεῖ­νος τῆς πί­στε­ως, βο­η­θᾶ μέ τίς προ­σευ­χές του τούς ἀ­γω­νι­ζό­με­νους τούς ὡ­ραί­ους καί εὐ­γε­νεῖς ἀ­γῶ­νες γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν ὑ­ψη­λῶν ἰ­δα­νι­κῶν. Σ’ ὅ­λες τίς δύ­σκο­λες ὧρες ἄς τόν ἐ­πι­κα­λοῦν­ται οἱ πι­στοί μέ τήν τό­σο ὡραία προ­σευ­χή, πού ἀ­κού­γε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του:

«Δεῦρο, μάρ­τυς Χρι­στοῦ πρός ἡ­μᾶς, σοῦ δε­ο­μέ­νους συμ­πα­θοῦς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως, καί ρῦ­σαι κε­κα­κω­μέ­νους τυ­ραν­νι­καῖς ἀ­πει­λαῖς καί δει­νῇ μα­νίᾳ τῆς αἱ­ρέ­σε­ως».

 

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου