Ἔφτασαν στὴν ὕβρη, στὴν ἀπόλυτη θρασύτητα.
Τότε…
Λίγο καιρὸ μετὰ τὸν φοβερὸ κατακλυσμό.
Τότε ποὺ θὰ ἔπρεπε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νὰ ταπεινοφρονοῦν.
Ἀντὶ γι᾿ αὐτὸ ἀποθρασύνθηκαν. Θέλησαν νὰ οἰκοδομήσουν πύργο πανύψηλο. Τέτοιο ποὺ ἡ κορυφή του νὰ φτάνει στὸν οὐρανό. Ἤθελαν, εἶπαν, νὰ κάνουν ὄνομα. «Ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα»! Νὰ μείνουν στὴν ἱστορία ὡς μεγάλοι. Καὶ μάλιστα μὴ ἔχοντες ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε φόβο ἀπὸ νέο κατακλυσμό· ἀφοῦ, νόμιζαν, θὰ μποροῦσαν νὰ καταφύγουν στὸν πανύψηλο πύργο τους.
Ἔτσι προχώρησαν. Ἔψησαν πλίνθους, χρησιμοποίησαν τὰ καλύτερα ὑλικὰ καὶ ἄρχισαν νὰ οἰκοδομοῦν. Μέχρι ποῦ θὰ φθάσουν;
Τότε ἐπῆλθε ἡ «νέμεσις». Φοβερή! Ἡ ἐπέμβαση τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ ἦταν ἄμεση: «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν» (Γεν. ια΄ 7).
Σύγχυση γλωσσῶν. Ἄλλη γλώσσα ὁ ἕνας, ἄλλη ὁ ἄλλος. Ἀσυνεννοησία.
Σκόρπισαν, διαλύθηκαν. Τὸ ἔργο τους ματαιώθηκε.
Ὅμως τὸν πρῶτο στόχο τους τὸν πέτυχαν.
Ἔκαναν ὄνομα! Ἔμειναν στὴν ἱστορία…
Ἀλλὰ μὲ τί ὄνομα…
Βαβέλ!
Βαβὲλ σημαίνει σύγχυση. Σύγχυση γλωσσῶν… Σύγχυση φρενῶν. Σύγχυση προσανατολισμοῦ.
Πέρασαν αἰῶνες, χιλιετίες.
Ἦρθε μία μέρα ποὺ ἡ σύγχυση καταλύθηκε. Οἱ γλῶσσες ἑνοποιήθηκαν. Ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε ποὺ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι πιστοὶ δέχθηκαν τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ ἐμπόδια τῶν γλωσσῶν ἐξαφανίστηκαν. Οἱ πνευματοφόροι μιλοῦσαν σ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Τὸ θαῦμα ἦταν ἀσύλληπτο.
Τὸ ἴδιο Πνεῦμα ποὺ τότε ἐπέφερε τὴ σύγχυση, τώρα δημιουργεῖ ὑπερθαύμαστη ἑνότητα: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε».
Στὴ διάρκεια τῶν δύο χιλιετιῶν τῆς ἱστορίας της ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πέρασε ἀρκετὲς φορὲς ἀπὸ τὴ Βαβὲλ καὶ τὴν Πεντηκοστή.
Ὑπῆρξαν περιστάσεις στὶς ὁποῖες ἡ ἀνθρώπινη αὐθάδεια («ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα») ἀνάγκαζε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ ἐπεμβαίνει καὶ νὰ δημιουργεῖ σύγχυση γλωσσῶν. Μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ οἰκοδομήσουν πύργους πλανεμένων δοξασιῶν κατέληγαν σὲ ἀσυμφωνία – «Βαβὲλ ἀντιλήψεων καὶ ματαιοδοξιῶν» – καὶ διαλύονταν.
Ἔρχονταν πάλι ἄλλες περιστάσεις, στὶς ὁποῖες ἡ διάθεση τῶν ἀνθρώπων νὰ ὑποταγοῦν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δημιουργοῦσε νέα Πεντηκοστή. Τὸ Πνεῦμα ἔπνεε, ἐνέπνεε, φώτιζε, καθοδηγοῦσε καὶ οἱ ὁμόφρονες ἅγιοι Πατέρες μὲ μιὰ φωνὴ ὁμολογοῦσαν: «Πάντες οὕτω πιστεύομεν· μία πίστις, μία γνώμη· πάντες τὸ αὐτὸ φρονοῦμεν. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων· αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων· πάντες Ὀρθόδοξοί ἐσμεν· αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἔσωσεν»! (ΣΤ΄ Πράξη τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου).
Καὶ τότε ἀποκτοῦσαν τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, τὸ δοξασμένο ὄνομα. Παρέδιδαν τὸ «μυστήριον τῆς θεολογίας» στὶς ἑπόμενες γενιὲς ἀπαραχάρακτο, γνήσιο, ἀληθινό, καὶ αὐτὲς τοὺς ἀποδίδουν αἰώνιο χρέος εὐγνωμοσύνης, ἀναφωνώντας: «Τῶν ἀοιδίμων καὶ μακαρίων Πατριαρχῶν… αἰωνία ἡ μνήμη»!
Στοὺς δυσχείμερους καιρούς μας ἡ ἀνθρώπινη ἀπόνοια ἐπιχειρεῖ μὲ τὴν ἴδια θρασύτητα νὰ οἰκοδομήσει καὶ πάλι πύργο βαβέλιο. Ὄχι μὲ ψημένους πλίνθους καὶ πήλινη ἄσφαλτο ἀλλὰ μὲ τὰ ψευδεπίγραφα συνθήματα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Οἰκοδομοῦν πύργο Οἰκουμενισμοῦ καὶ Πανθρησκείας. «Ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα». Νὰ γίνουμε ὀνομαστοί, νὰ ἀφήσουμε ἐποχή, νὰ θεωρηθοῦμε πρωτοπόροι τοῦ μεγάλου ὁράματος τῆς παγκόσμιας ἑνότητας.
Ἔτσι νομίζουν, ἔτσι πιστεύουν, ἔτσι ἐνεργοῦν.
Χτίζουν τὴ νέα χιλιετία!
Καὶ δὲν βλέπουν ὅτι ἐπέρχεται ἡ «νέμεσις»!
Ἡ Βαβέλ!
Σύγχυση φρενῶν, γλωσσῶν, ἀντιλήψεων.
Διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σώζει καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.