Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ

Ἡ νε­ό­τη­τα! «Εὐ­ε­ξα­πά­τη­τη καί εὐ­ό­λι­σθη» τήν ὀ­νο­μά­ζει πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος. Κι ἔ­τσι εἶ­ναι! Ὅ­ταν ὅ­μως αὐ­τή ἡ νε­ό­τη­τα ἐν­στερ­νι­σθεῖ ἱ­ε­ρά καί ἅ­για ἰ­δα­νι­κά, ὅ­ταν κα­ταυ­γα­σθεῖ ἀ­πό τό φῶς τῆς πί­στε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, τό­τε «τό εὐ­ε­ξα­πά­τη­τον καί εὐ­ό­λι­σθον» γί­νε­ται στα­θε­ρό καί ἡ­ρω­ϊ­κό. Ἀ­πό­δει­ξη ἡ με­γά­λη πα­ρά­τα­ξη τῶν νέ­ων στήν ἡ­λι­κί­α ἁγί­ων Μαρ­τύ­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ τόν ζῆ­λο τῆς πί­στε­ως καί τόν ἐν­θου­σια­σμό τῆς νε­ό­τη­τος ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν τήν ἀ­ναί­δεια καί πρό­κλη­ση τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί ἀ­θέ­ων, ὁ­μο­λό­γη­σαν τόν Χρι­στό καί ἔ­δω­σαν τόν ἐ­αυ­τόν τούς ὁ­λο­καύ­τω­μα ὑ­πέρ τῆς δό­ξης τοῦ ὀ­νό­μα­τος Ἐ­κεί­νου. Τέ­τοι­ος ὑ­πῆρ­ξε καί ὁ Νέ­στωρ.

Ἀ­νῆ­κε κι αὐ­τός στούς νέ­ους ἐ­κεί­νους, τούς ὁ­ποί­ους ὁ ἀν­θύ­πα­τος καί κα­τό­πιν με­γα­λο­μάρ­τυς καί πο­λι­οῦ­χος τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης Δη­μή­τριος ἀ­να­στρε­φό­ταν καί μέ ἀ­γά­πη πολ­λή κα­τεύ­θυ­νε στή ζω­ή τοῦ Χρί­στου. Πα­ρά τή νε­ό­τη­τα τῆς ἡ­λι­κί­ας τοῦ εἶ­χε κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι δύ­να­μη καί θη­σαυ­ρός καί δό­ξα γιά τή νε­ό­τη­τα εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς. Γι’ αὐ­τό καί αἰ­σθα­νό­ταν ἱ­ε­ρό πό­θο νά κη­ρύ­ξει καί νά ὁ­μο­λο­γή­σει στούς εἰ­δω­λο­λά­τρες τόν Χρι­στό. Καί τοῦ δό­θη­κε ἡ με­γά­λη εὐ­και­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α καί τόν ἔ­κα­νε γνω­στό ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες ὡς ὁ­μο­λο­γη­τή καί ἥ­ρω­α.

Εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή πού ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Μαξιμιανός Γαλέριος βρι­σκό­ταν στή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Καί οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες τῆς πό­λε­ως, ἐν­θου­σι­α­σμέ­νοι γιά τήν ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, δι­ορ­γα­νώ­νουν πρός τι­μή του δι­ά­φο­ρες λαμ­πρές ἑ­ορ­τές. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί ἀ­θλη­τι­κούς ἀ­γῶ­νες στό στά­διο τῆς πό­λε­ως. Κι ὅ­ταν ἡ ὥ­ρα ἔ­φθα­σε, τό με­γά­λο στά­διο γε­μί­ζει ἀ­πό ἐν­θου­σι­ώ­δεις θε­α­τές, πο­λι­τι­κούς καί στρα­τι­ω­τι­κούς ἄρ­χον­τες καί λα­ό πο­λύ, μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν Μαξιμιανό Γαλέριο. Ὅ­λοι πα­ρα­κο­λου­θοῦν μέ ἀ­δι­ά­πτω­το ἐν­δι­α­φέ­ρον τά ἐντυ­πω­σιακά ἀ­γω­νί­σμα­τα.

Κάποια στιγ­μή τά κλασσικά γυ­μνά­σμα­τα δι­α­κό­πτον­ται. Ὁ κή­ρυκας ἀ­ναγ­γέλ­λει ὅ­τι ὁ γνω­στός σέ ὅ­λους Λυα­ῖος ζη­τᾶ ἀν­τί­πα­λο. Κι ὅ­ταν αὐ­τός, γί­γαν­τας ὁ­λό­κλη­ρος, ἀ­σύγ­κρι­τα μεγαλύτερος στό μέ­γε­θος τοῦ σώ­μα­τος του καί στή δύ­να­μη, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­νώ­πιον ὅ­λων, κα­νείς δέν τολ­μᾶ νά ἀν­τα­γω­νι­σθεῖ. Ὁ κή­ρυ­κας ἀ­να­λαμ­βά­νει, ἀλ­λά κα­νέ­νας δέν ἀ­πο­κρί­νε­ται. Τό­τε ἐμ­πνεύ­σθη­καν κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο καί ὁ δι­­ώ­κτης αὐ­το­κρά­τωρ μέ χα­ρά ἐ­νέ­κρι­νε: Νά προ­κα­λέ­σουν δη­λα­δή τούς Χρι­στια­νούς! Θά τολ­μή­σει ἄ­ρα­γε κα­νείς ἀ­πό αὐ­τούς νά ἀν­τι­πα­λαί­ψει πρός τόν γί­γαν­τα Λυα­ῖο; Κι ἄν τολ­μή­σει, θά συν­τρι­βεῖ. Καί τό­τε ὁ Θε­ός τους θά φα­νεῖ ἀ­νί­σχυ­ρος νά ὑ­πε­ρα­σπι­σθεῖ τούς πι­στούς του. Ὁ κή­ρυ­κας τό τό­νι­σε. Ποι­ός ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού πι­στεύ­ουν στόν Χρι­στό ἔ­χει τό θάρ­ρος νά πα­λαί­ψει μέ τόν Λυα­ῖο, τόν ὁ­ποῖ­ο βο­η­θοῦν οἱ θε­οί; Τά βλέμ­μα­τα ὅ­λων στρά­φη­καν πρός ὅ­λες τίς  κα­τευ­θύν­σεις, ἀλ­λά δέν εἶ­δαν νά κι­νεῖ­ται κα­νείς.

Δέν εἶ­δαν! Κι ὅ­μως κά­ποι­ος κι­νή­θη­κε. Ἕ­νας νέ­ος, ἔ­φη­βος μό­λις, ὁ Νέ­στωρ, θε­α­τής κι αὐ­τός με­τα­ξύ τῶν πολ­λῶν, ὅ­ταν ἄ­κου­σε τή βλά­σφη­μη πρό­κλη­ση, τα­ρά­χθη­κε. Πρό­κλη­ση, σκέ­φθη­κε, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ μου. Κι ὅ­μως ὁ Χρι­στός πρέ­πει νά δο­ξα­σθεῖ. Τρέχει λοι­πόν στόν δι­δά­σκα­λό του Δη­μή­τριο, πού εἶναι ἔγ­κλει­στος στή φυ­λα­κή καί ζη­τᾶ ἄ­δεια καί εὐ­χή, γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν σα­θρό­τη­τα τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς θρη­σκεί­ας καί τήν παν­το­δυ­να­μί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κα­νέ­να ἐ­χθρι­κό μά­τι δέν τούς εἶ­δε. Τό βλέμ­μα μό­νο τοῦ Κυ­ρί­ου τούς ἐ­ναγ­κα­λί­σθη­κε καί τούς εὐ­λό­γη­σε. Καί ὁ Νέ­στωρ μέ τήν εὐ­χή τοῦ Δη­μη­τρί­ου καί «λό­γοις ἐν­θέ­οις αὐ­τοῦ νευ­ρού­με­νος» ἐ­πι­στρέ­φει στό στά­διο γιά τό με­γά­λο ἄ­θλη­μα.

Σέ λί­γο ὅ­λο τό πλῆ­θος στρέ­φει πε­ρί­ερ­γα τά βλέμ­μα­τά του, γιά νά δεῖ τό παλληκαράκι ἐ­κεῖ­νο, τό ὁ­ποῖ­ο τόλ­μη­σε νά ζη­τή­σει νά ἀν­τι­πα­λαί­ψει μέ τόν γί­γαν­τα. Πα­ρα­τη­ροῦν τή σε­μνό­τη­τά του, τό κάλ­λος τοῦ προ­σώ­που του καί συμ­πα­θοῦν τόν νέ­ο. Κι αὐ­τός ἀ­κό­μη ὁ Λυα­ῖος τό θε­ω­ρεῖ προ­σβλη­τι­κό νά πα­λαί­ψει μέ τόν μι­κρό Νέ­στο­ρα. Εἶ­μαι ἀ­γω­νι­στής, εἶ­πε, καί ἀ­θλη­τής, καί ὄ­χι βέ­βαι­α φο­νιάς. Ἀλ­λά ἐ­φό­σον ὁ νε­α­νί­ας ἐ­πι­μέ­νει, ἡ πά­λη ἀρ­χί­ζει. Ὅ­λων τά βλέμ­μα­τα πλέ­ον στρέ­φον­ται πρός τόν συμ­πα­θῆ Νέ­στο­ρα, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πό στιγ­μή σέ στιγ­μή πε­ρι­μέ­νουν νά δοῦν πλη­γω­μέ­νο νά πλέει στό αἷ­μα, νε­κρό!

Ὁ ἀ­γώ­νας δέν εἶ­ναι μό­νο ἀ­γώ­νας σω­μα­τι­κῆς δυ­νά­με­ως καί σκο­πευ­τι­κῆς ἤ πα­λαι­στι­κῆς ἱ­κα­νό­τη­τος. Εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί κυ­ρί­ως μά­χη ἰ­δε­ῶν. Στό πρό­σω­πο τοῦ νε­α­ροῦ καί λε­πτοῦ Νέ­στο­ρος ἀ­γω­νί­ζε­ται ἡ Χρι­στι­α­νική πίστη ἐ­ναν­τί­ον τῆς προ­κλη­τι­κῆς θρα­σύ­τη­τος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Κι ἐ­νῶ ὁ Δη­μή­τριος στή φυ­λα­κή προ­σεύ­χε­ται, ὁ νε­α­ρός Νέ­στωρ «τήν πα­νο­πλί­αν Χρί­στου πε­ρι­θέ­με­νος, θώ­ρα­κα νο­η­τόν τόν τῆς πί­στε­ως θέ­με­νος καί τόν Σταυ­ρόν ὡς δό­ρυ ἔ­χων ἐν χερ­σί», ἀλ­λά καί μέ τήν ἐν­θου­σι­ώ­δη ἐ­πί­κλη­ση: «ὁ Θε­ός τοῦ Δη­μη­τρί­ου βο­ή­θει μοι», ἀ­μέ­σως μέ μιά κί­νη­ση πλήτ­τει θα­νά­σι­μα τόν θρα­σύ Λυα­ῖο. Ὁ γί­γαν­τας ζα­λί­ζε­ται, κλο­νί­ζε­ται καί βα­ρύς μέ γδοῦ­πο δυ­να­τό πέ­φτει στή γῆ. Εἶ­ναι νε­κρός! Ὁ Νέ­στωρ μέ τή δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου του ὁ­ρα­τῶς μέν νί­κη­σε τόν Λυα­ῖο, ἀ­ο­ρά­τως ὅ­μως κα­τα­τρό­πω­σε τόν ἀ­ό­ρα­το Σα­τα­νᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη θέ­λη­σε νά θρι­αμ­βεύ­σει. Κα­ται­σχύν­θη­κε ὅ­μως οἰ­κτρά. Ἐ­πα­να­λή­φθη­κε ἡ πα­λιά ἐ­κεί­νη ἐν­δο­ξη νί­κη τοῦ Δα­βίδ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Γο­λιάθ.

Τί ἔ­πρε­πε τώ­ρα νά γί­νει; Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ, οἱ θε­α­τές νά στε­φα­νώ­σουν τό νι­κη­τή, ὅ­πως γι­νό­ταν πάν­το­τε. Αὐ­τοί ἄλ­λω­στε δέν προ­κά­λε­σαν τό ἄ­θλη­μα; Ὄ­χι ὅ­μως! Αὐ­τοί λυσ­σοῦν, μαί­νον­ται καί τό στά­διο σεί­ε­ται ἀ­πό τίς φω­νές: θά­να­τος στόν Χρι­στια­νό! Τό­τε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ δει­λός καί φο­βι­σμέ­νος δί­νει τήν ἄ­δεια καί τήν ἐν­το­λή νά σκο­τώ­σουν τόν νι­κη­τή. Κι ἐ­νῶ σέ λί­γο τό σῶ­μα τοῦ Νέ­στο­ρα κεί­τον­ταν αἱ­μό­φυρ­το στή γῆ, ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό «ὁ Με­γα­λό­δω­ρος τῆς νί­κης δι­α­δή­μα­τι τήν ἑ­αυ­τοῦ κά­ραν ἐ­στε­φά­νω­σε». Ἡ ψυ­χή μέ χα­ρά ἀ­νέ­βη­κε στόν οὐ­ρα­νό, δι­ό­τι ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­δει­χθεῖ γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά μπρο­στά σέ τό­σους ἀν­θρώ­πους ἡ δύ­να­μη, ἀλ­λά καί ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Παν­το­δύ­να­μου Κυ­ρί­ου. Ποί­ος ξέ­ρει ὁ ἡ­ρω­ι­σμός καί ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ νε­α­ροῦ καί ἐν­θου­σι­ώ­δους Μάρ­τυ­ρος πό­σους εἰ­δω­λο­λά­τρες θε­α­τές θά ἔ­βα­λε σέ σω­τη­ρί­ες σκέ­ψεις!

Νέ­στωρ καί Δη­μή­τριος! Δυ­ό μορ­φές τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, γιά τίς ὁ­ποῖ­ες ἡ πρω­τεύ­ου­σα τῆς Βο­ρεί­ου Ἑλ­λά­δος δι­καί­ως σε­μνύ­νε­ται. Καί οἱ νέ­οι της, οἱ νέ­οι της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἄς ἔ­χουν καύ­χη­μά τους τόν συμ­πα­τρι­ώ­τη τους Νέ­στο­ρα. Αὐ­τός τούς ἀ­νοί­γει τό δρό­μο πρός τόν ἀ­λη­θι­νό ἡ­ρω­ι­σμό, ἐ­ναν­τί­ον τῆς κα­κί­ας καί τοῦ Σα­τα­νᾶ, τῶν ἐ­χθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς πί­στε­ως. Ἡ­ρω­ι­σμό γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῶν με­γά­λων ἰ­δα­νι­κῶν τῆς φυ­λῆς μας. Σ’ αὐ­τόν τόν ἡ­ρω­ι­σμό ὅ­λοι μπο­ροῦν νά πρω­τεύ­σουν.

Κά­θι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου, Ἦ­χος δ΄.

Οὐ κα­τε­πλά­γης τῶν ἐ­χθρῶν τήν μα­νί­αν, οὐκ ἐ­δει­λί­α­σας σαρ­κός ἀλ­γη­δό­νας,

ἀλλ’ ἀ­πτο­ή­τως ἔ­δρα­μες πρός πά­λην, σο­φέ, φέ­ρων τό ὑ­πέρ­μα­χον τοῦ Σταύ­ρου θεῖ­ον ὅ­πλον

ὅ­θεν τόν ἀ­λά­στο­ρα πα­ρευ­θύς θα­να­τώ­σας, ἐ­θα­να­τώ­θης, Νέ­στωρ, καί ζω­ῆς κα­τη­ξι­ώ­θης Χρι­στῷ πα­ρι­στά­με­νος.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ΄.

Ὁ Μάρ­τυς Σου, Κύ­ρι­ε, ἐν τῇ ἀ­θλή­σει αὐ­τοῦ τό στέ­φος ἐ­κο­μί­σα­το τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας ἐκ Σοῦ τοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν,

ἔ­χων γάρ τήν ἰ­σχύν Σου τούς τυ­ράν­νους κα­θεῖ­λεν ἔ­θραυ­σε καί δαι­μό­νων τά ἀ­νί­σχυ­ρα θρά­ση.

Αὐ­τοῦ ταῖς ἱ­κε­σί­αις Χρι­στέ ὁ Θε­ός, σῶ­σον τάς  ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη