Ἡ νεότητα! «Εὐεξαπάτητη καί εὐόλισθη» τήν ὀνομάζει πολύ χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Κι ἔτσι εἶναι! Ὅταν ὅμως αὐτή ἡ νεότητα ἐνστερνισθεῖ ἱερά καί ἅγια ἰδανικά, ὅταν καταυγασθεῖ ἀπό τό φῶς τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, τότε «τό εὐεξαπάτητον καί εὐόλισθον» γίνεται σταθερό καί ἡρωϊκό. Ἀπόδειξη ἡ μεγάλη παράταξη τῶν νέων στήν ἡλικία ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μέ τόν ζῆλο τῆς πίστεως καί τόν ἐνθουσιασμό τῆς νεότητος ἀντιμετώπισαν τήν ἀναίδεια καί πρόκληση τῶν εἰδωλολατρῶν καί ἀθέων, ὁμολόγησαν τόν Χριστό καί ἔδωσαν τόν ἐαυτόν τούς ὁλοκαύτωμα ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ ὀνόματος Ἐκείνου. Τέτοιος ὑπῆρξε καί ὁ Νέστωρ.
Ἀνῆκε κι αὐτός στούς νέους ἐκείνους, τούς ὁποίους ὁ ἀνθύπατος καί κατόπιν μεγαλομάρτυς καί πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης Δημήτριος ἀναστρεφόταν καί μέ ἀγάπη πολλή κατεύθυνε στή ζωή τοῦ Χρίστου. Παρά τή νεότητα τῆς ἡλικίας τοῦ εἶχε κατανοήσει ὅτι δύναμη καί θησαυρός καί δόξα γιά τή νεότητα εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Γι’ αὐτό καί αἰσθανόταν ἱερό πόθο νά κηρύξει καί νά ὁμολογήσει στούς εἰδωλολάτρες τόν Χριστό. Καί τοῦ δόθηκε ἡ μεγάλη εὐκαιρία, ἡ ὁποία καί τόν ἔκανε γνωστό ἀνά τούς αἰῶνες ὡς ὁμολογητή καί ἥρωα.
Εἶναι ἡ ἐποχή πού ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανός Γαλέριος βρισκόταν στή Θεσσαλονίκη. Καί οἱ εἰδωλολάτρες τῆς πόλεως, ἐνθουσιασμένοι γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ αὐτοκράτορος, διοργανώνουν πρός τιμή του διάφορες λαμπρές ἑορτές. Μεταξύ αὐτῶν καί ἀθλητικούς ἀγῶνες στό στάδιο τῆς πόλεως. Κι ὅταν ἡ ὥρα ἔφθασε, τό μεγάλο στάδιο γεμίζει ἀπό ἐνθουσιώδεις θεατές, πολιτικούς καί στρατιωτικούς ἄρχοντες καί λαό πολύ, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μαξιμιανό Γαλέριο. Ὅλοι παρακολουθοῦν μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τά ἐντυπωσιακά ἀγωνίσματα.
Κάποια στιγμή τά κλασσικά γυμνάσματα διακόπτονται. Ὁ κήρυκας ἀναγγέλλει ὅτι ὁ γνωστός σέ ὅλους Λυαῖος ζητᾶ ἀντίπαλο. Κι ὅταν αὐτός, γίγαντας ὁλόκληρος, ἀσύγκριτα μεγαλύτερος στό μέγεθος τοῦ σώματος του καί στή δύναμη, ἐμφανίζεται ἐνώπιον ὅλων, κανείς δέν τολμᾶ νά ἀνταγωνισθεῖ. Ὁ κήρυκας ἀναλαμβάνει, ἀλλά κανένας δέν ἀποκρίνεται. Τότε ἐμπνεύσθηκαν κάτι, τό ὁποῖο καί ὁ διώκτης αὐτοκράτωρ μέ χαρά ἐνέκρινε: Νά προκαλέσουν δηλαδή τούς Χριστιανούς! Θά τολμήσει ἄραγε κανείς ἀπό αὐτούς νά ἀντιπαλαίψει πρός τόν γίγαντα Λυαῖο; Κι ἄν τολμήσει, θά συντριβεῖ. Καί τότε ὁ Θεός τους θά φανεῖ ἀνίσχυρος νά ὑπερασπισθεῖ τούς πιστούς του. Ὁ κήρυκας τό τόνισε. Ποιός ἀπό ἐκείνους πού πιστεύουν στόν Χριστό ἔχει τό θάρρος νά παλαίψει μέ τόν Λυαῖο, τόν ὁποῖο βοηθοῦν οἱ θεοί; Τά βλέμματα ὅλων στράφηκαν πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἀλλά δέν εἶδαν νά κινεῖται κανείς.
Δέν εἶδαν! Κι ὅμως κάποιος κινήθηκε. Ἕνας νέος, ἔφηβος μόλις, ὁ Νέστωρ, θεατής κι αὐτός μεταξύ τῶν πολλῶν, ὅταν ἄκουσε τή βλάσφημη πρόκληση, ταράχθηκε. Πρόκληση, σκέφθηκε, ἐναντίον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου. Κι ὅμως ὁ Χριστός πρέπει νά δοξασθεῖ. Τρέχει λοιπόν στόν διδάσκαλό του Δημήτριο, πού εἶναι ἔγκλειστος στή φυλακή καί ζητᾶ ἄδεια καί εὐχή, γιά νά ἀποδείξει τήν σαθρότητα τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας καί τήν παντοδυναμία τοῦ Ἰησοῦ. Κανένα ἐχθρικό μάτι δέν τούς εἶδε. Τό βλέμμα μόνο τοῦ Κυρίου τούς ἐναγκαλίσθηκε καί τούς εὐλόγησε. Καί ὁ Νέστωρ μέ τήν εὐχή τοῦ Δημητρίου καί «λόγοις ἐνθέοις αὐτοῦ νευρούμενος» ἐπιστρέφει στό στάδιο γιά τό μεγάλο ἄθλημα.
Σέ λίγο ὅλο τό πλῆθος στρέφει περίεργα τά βλέμματά του, γιά νά δεῖ τό παλληκαράκι ἐκεῖνο, τό ὁποῖο τόλμησε νά ζητήσει νά ἀντιπαλαίψει μέ τόν γίγαντα. Παρατηροῦν τή σεμνότητά του, τό κάλλος τοῦ προσώπου του καί συμπαθοῦν τόν νέο. Κι αὐτός ἀκόμη ὁ Λυαῖος τό θεωρεῖ προσβλητικό νά παλαίψει μέ τόν μικρό Νέστορα. Εἶμαι ἀγωνιστής, εἶπε, καί ἀθλητής, καί ὄχι βέβαια φονιάς. Ἀλλά ἐφόσον ὁ νεανίας ἐπιμένει, ἡ πάλη ἀρχίζει. Ὅλων τά βλέμματα πλέον στρέφονται πρός τόν συμπαθῆ Νέστορα, τόν ὁποῖο ἀπό στιγμή σέ στιγμή περιμένουν νά δοῦν πληγωμένο νά πλέει στό αἷμα, νεκρό!
Ὁ ἀγώνας δέν εἶναι μόνο ἀγώνας σωματικῆς δυνάμεως καί σκοπευτικῆς ἤ παλαιστικῆς ἱκανότητος. Εἶναι συγχρόνως καί κυρίως μάχη ἰδεῶν. Στό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ καί λεπτοῦ Νέστορος ἀγωνίζεται ἡ Χριστιανική πίστη ἐναντίον τῆς προκλητικῆς θρασύτητος τῆς εἰδωλολατρίας. Κι ἐνῶ ὁ Δημήτριος στή φυλακή προσεύχεται, ὁ νεαρός Νέστωρ «τήν πανοπλίαν Χρίστου περιθέμενος, θώρακα νοητόν τόν τῆς πίστεως θέμενος καί τόν Σταυρόν ὡς δόρυ ἔχων ἐν χερσί», ἀλλά καί μέ τήν ἐνθουσιώδη ἐπίκληση: «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι», ἀμέσως μέ μιά κίνηση πλήττει θανάσιμα τόν θρασύ Λυαῖο. Ὁ γίγαντας ζαλίζεται, κλονίζεται καί βαρύς μέ γδοῦπο δυνατό πέφτει στή γῆ. Εἶναι νεκρός! Ὁ Νέστωρ μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου του ὁρατῶς μέν νίκησε τόν Λυαῖο, ἀοράτως ὅμως κατατρόπωσε τόν ἀόρατο Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος τή στιγμή ἐκείνη θέλησε νά θριαμβεύσει. Καταισχύνθηκε ὅμως οἰκτρά. Ἐπαναλήφθηκε ἡ παλιά ἐκείνη ἐνδοξη νίκη τοῦ Δαβίδ ἐναντίον τοῦ Γολιάθ.
Τί ἔπρεπε τώρα νά γίνει; Ὁ αὐτοκράτωρ, οἱ θεατές νά στεφανώσουν τό νικητή, ὅπως γινόταν πάντοτε. Αὐτοί ἄλλωστε δέν προκάλεσαν τό ἄθλημα; Ὄχι ὅμως! Αὐτοί λυσσοῦν, μαίνονται καί τό στάδιο σείεται ἀπό τίς φωνές: θάνατος στόν Χριστιανό! Τότε ὁ αὐτοκράτωρ δειλός καί φοβισμένος δίνει τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή νά σκοτώσουν τόν νικητή. Κι ἐνῶ σέ λίγο τό σῶμα τοῦ Νέστορα κείτονταν αἱμόφυρτο στή γῆ, ἀπό τόν οὐρανό «ὁ Μεγαλόδωρος τῆς νίκης διαδήματι τήν ἑαυτοῦ κάραν ἐστεφάνωσε». Ἡ ψυχή μέ χαρά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, διότι ἔγινε ἀφορμή νά ἀποδειχθεῖ γιά μία ἀκόμη φορά μπροστά σέ τόσους ἀνθρώπους ἡ δύναμη, ἀλλά καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Παντοδύναμου Κυρίου. Ποίος ξέρει ὁ ἡρωισμός καί ἡ ὁμολογία τοῦ νεαροῦ καί ἐνθουσιώδους Μάρτυρος πόσους εἰδωλολάτρες θεατές θά ἔβαλε σέ σωτηρίες σκέψεις!
Νέστωρ καί Δημήτριος! Δυό μορφές τῆς Θεσσαλονίκης, γιά τίς ὁποῖες ἡ πρωτεύουσα τῆς Βορείου Ἑλλάδος δικαίως σεμνύνεται. Καί οἱ νέοι της, οἱ νέοι της Θεσσαλονίκης, ἄς ἔχουν καύχημά τους τόν συμπατριώτη τους Νέστορα. Αὐτός τούς ἀνοίγει τό δρόμο πρός τόν ἀληθινό ἡρωισμό, ἐναντίον τῆς κακίας καί τοῦ Σατανᾶ, τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πίστεως. Ἡρωισμό γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν μεγάλων ἰδανικῶν τῆς φυλῆς μας. Σ’ αὐτόν τόν ἡρωισμό ὅλοι μποροῦν νά πρωτεύσουν.
Κάθισμα τοῦ Ἁγίου, Ἦχος δ΄.
Οὐ κατεπλάγης τῶν ἐχθρῶν τήν μανίαν, οὐκ ἐδειλίασας σαρκός ἀλγηδόνας,
ἀλλ’ ἀπτοήτως ἔδραμες πρός πάλην, σοφέ, φέρων τό ὑπέρμαχον τοῦ Σταύρου θεῖον ὅπλον
ὅθεν τόν ἀλάστορα παρευθύς θανατώσας, ἐθανατώθης, Νέστωρ, καί ζωῆς κατηξιώθης Χριστῷ παριστάμενος.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος δ΄.
Ὁ Μάρτυς Σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ τό στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἐκ Σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν,
ἔχων γάρ τήν ἰσχύν Σου τούς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καί δαιμόνων τά ἀνίσχυρα θράση.
Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη