Ὅταν μετὰ τὰ μεσάνυχτα τῆς 27ης πρὸς 28η Ὀκτωβρίου 1940 ὁ Ἕλληνας Πρωθυπουργὸς Ἰωάννης Μεταξᾶς, μόνος μέσα στὸ σαλόνι τῆς κατοικίας του στὴν Κηφισιά, ἀντιμέτωπος μὲ τὸν Ἰταλὸ πρέσβη, δήλωνε ἄρνηση στὶς ἰταμὲς ἀπαιτήσεις – προκλήσεις τοῦ τελεσιγράφου τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας, ἡ πράξη του αὐτὴ δὲν ἀντικατόπτριζε μόνο προσωπικὲς ἐπιλογές· ἦταν ἡ ἔκφραση ἑνὸς πνεύματος· τοῦ πνεύματος τῆς ἑλληνικῆς Φυλῆς· πράξη ταυτισμένη ἀπολύτως μὲ τὴν ἱστορία τριάντα αἰώνων, ἀφομοιωμένη πλήρως μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
Τὸ ΟΧΙ τοῦ 1940 ἦταν ἡ ἀπόδειξη τῆς ὀργανικῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως αὐτὸς ἀνδρώθηκε στὸ λίκνο τῆς ἱστορίας. Τὸ ΟΧΙ τοῦ ’40 δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἐπανάληψη σὲ νέα ἔκδοση τῶν ἱστορικῶν ἐκείνων ὁροσήμων, ποὺ κατὰ καιρούς, ἀπὸ τὴν πρώτη σύσταση τῆς Φυλῆς μέχρι τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐπαναβεβαίωναν καὶ ἐπικύρωναν τὴν ἑλληνίδα ψυχή:
– Στὸ ΟΧΙ τοῦ ’40 ξαναζοῦσε ἡ ἀπάντηση τοῦ Λεωνίδα καὶ τῶν τριακοσίων του στὶς Θερμοπύλες ἀπέναντι στὸν Ξέρξη καὶ τὴ μυρμηγκιὰ τῶν περσικῶν στρατευμάτων: «Μολὼν λαβέ».
– Στὸ ΟΧΙ τοῦ ’40 ζωντάνευε ξανὰ ἡ ἀπόκριση τοῦ τελευταίου τῆς Πόλης βασιλιᾶ στὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή: «Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι…». Τὸ νὰ σοῦ παραδώσουμε τὴν Πόλη δὲν μᾶς εἶναι δυνατόν, οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ κανέναν ἄλλο κάτοικό της. Διότι ὅλοι μας μὲ μιὰ ψυχή, μὲ τὴ θέλησή μας θὰ πεθάνουμε καὶ δὲν θὰ λυπηθοῦμε τὴ ζωή μας.
– Στὸ ΟΧΙ τοῦ ’40 ἀνασταίνονταν πάλι τὰ στήθη τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων τοῦ Μεσολογγίου, ὅταν στὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων πολιορκητῶν, γυμνοὶ αὐτοί, λιμασμένοι, ἀφανισμένοι ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ τὴν ἀνέχεια, ἀπαντοῦσαν: «Τὰ κλειδιὰ τῆς πόλης εἶναι κρεμασμένα στὶς μποῦκες τῶν κανονιῶν. Ἐλᾶτε νὰ τὰ πάρετε».
Αὐτὸ ἦταν τὸ ΟΧΙ καὶ τοῦ ’40. Γι’ αὐτὸ καὶ σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ἐκείνη, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν τρόμαξε. Τὸ ἀντίθετο: Πῆρε νὰ ξεφαντώνει. Μὲ τὴν αὐγὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ἄρχιζε ἕνα γλέντι, ἕνα πανηγύρι ὅμοιο μὲ αὐτὸ τοῦ 1821 καὶ τοῦ 1912-13. Αὐτοὶ οἱ στρατιῶτες, οἱ χυμένοι στοὺς δρόμους, οἱ πιασμένοι μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὰ τράμ, οἱ ἀνεβασμένοι πάνω στὰ τρένα, μόνο στὸν πόλεμο δὲν ἔλεγες ὅτι πηγαίνουν. Μὲ τὰ χέρια σηκωμένα ψηλά, τὰ δίκοχα νὰ ἀνεμίζουν καθὼς χαιρετοῦσαν, τὰ πρόσωπα φωτισμένα ἀπὸ τὰ χαμόγελα ποὺ σκόρπιζαν, λὲς πήγαιναν σὲ ξεφάντωμα, σὲ γλέντι, σὲ πανηγύρι. Ἰαχές, τραγούδια, ἀνέκδοτα, ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ἀλαλαγμοὶ ἀπὸ τὰ πλήθη… Ἔτσι ἄρχιζε ὁ πόλεμος τοῦ ’40. Ὁ πόλεμος τοῦ στρατοῦ τῶν 140.000 ἀνδρῶν ἔναντι τῶν 560.000 Ἰταλῶν μὲ ὑπεροχὴ ἑκατονταπλάσια σὲ μηχανικὰ μέσα.
Πῶς ἐξηγοῦνται αὐτά;
Τὸ ξύπνημα τῆς ἑλληνικῆς φύτρας. Αὐτό. Τὸ ἀρχέγονο πνεῦμα τῆς Φυλῆς. Αὐτὸ φούσκωνε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων καὶ τότε, κι ἂς μὴν τὸ πολυήξεραν. Ἀνασταινόταν ὁ ἀρχέγονος Ἕλληνας μέσα τους. Κι ἦταν αὐτὸ γιὰ κείνους ἱκανὴ καταξίωση ζωῆς.
Διότι αὐτὸν τὸν ρυθμὸ φέρει μέσα του τοῦτος ὁ τόπος, τοῦτος ὁ λαός: τὸ νὰ δίνεται στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἱστορική του συνέχεια χορευτικά, μὲ ἐνθουσιασμό, χωρὶς νὰ μετρᾶ μὲ τὴ στατιστικὴ τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατά. Μὲ τὰ νύχια σκαρφαλώνει στὸ βράχο μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, γιὰ νὰ φτάσει στὴν κορφή, ν’ ἀντικρίσει τὸν ἥλιο, γιατὶ στὶς σκιὲς νὰ μένει δὲν ἀντέχει. Νὰ ἀναπνεύσει καθαρὸ ἀγέρα, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν μπορεῖ.
Ὁ Ἕλληνας, καὶ νὰ φάει νὰ μὴν ἔχει, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις δὲν ἔρχεται.
Καὶ σήμερα;
Σήμερα, ποιὸς καταδίκασε τὸν λαὸ αὐτὸ σὲ ὑποτέλεια; Ποιὸς μετέτρεψε τὸ ἀρχέγονο ἱερὸ ΟΧΙ τῆς Φυλῆς σὲ ἐξευτελισμένο, γλοιῶδες ΝΑΙ; Ποιὸς ἀνάγκασε τὸ ἀετήσιο ἑλληνικὸ βλέμμα νὰ σκύψει χαμηλά; Ποιὸς τὴ ράχη τοῦ Ἕλληνα νὰ καμφθεῖ ἀπέναντι σὲ ξένα ἀφεντικά; Ποιός;
Ὤ, καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι πικρή. Ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι! Ἐμεῖς δυστυχῶς βρεθήκαμε οἱ λυμεῶνες, οἱ καταστροφεῖς τῆς ψυχῆς μας. Γιατὶ ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὰ ζώπυρα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀνέκαθεν ἀναζωογονεῖτο ἡ φύτρα μας: τὴ λιτότητα, τὴν ἐγκράτεια, τὸ μέτρο τὸ ἑλληνικό, τὴν ταπείνωση καὶ σωφροσύνη. Τὸ «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας» τῶν προγόνων μας καὶ τὸ «τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» τῶν Ἁγίων μας. Πετάξαμε ὡς ἄχρηστη τὴ θεοσέβεια καὶ προσκυνήσαμε γιὰ θεὸ τὸν μαμωνά, τὸν ἄκρατο ὑλισμὸ καὶ εὐδαιμονισμὸ καὶ ἡδονισμό. Ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσαν αὐτά, ἂν ὄχι στὴν πνευματικὴ ὑποτέλεια, στὴν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς;
Ποῦ οἱ ἄρχοντες, οἱ ἡγέτες, αὐτοὶ ποὺ θὰ ξυπνοῦσαν στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ τὴ σπίθα τῆς λευτεριᾶς, τὸ ἀδούλωτο φρόνημα; Ὅλοι τους ἔδωσαν ἐξετάσεις καὶ βρέθηκαν μικροί, συμβιβασμένοι, ἡττοπαθεῖς…
Ἀλλὰ ὄχι! ΟΧΙ! Αὐτὴ ἡ λέξη πρέπει στὴν ἑλληνικὴ Φυλή. Λέξη ἀρχέγονη. Λέξη – ὁρόσημο, σύνορο ψυχῆς. Λέξη ποὺ ταιριάζει σὲ Φυλὴ ἀρρενωπή, αὐστηρή, ποὺ δὲν παζαρεύει τὰ τίμιά της. Καὶ ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι γραμμένη στὸ γενετικὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς μας. Στὸ διαβατήριο, τὴν ταυτότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς.
Καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψει ἀπὸ κεῖ κανεὶς δὲν δύναται.