Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἔγγαμους μάρτυρες τῆς τιμημένης χορείας τῶν ἔνδοξων Νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἐσφιγμενίτης. Καταγόταν ἀπὸ τὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν τὸ χωριὸ Παράορα τῆς Ἐπαρχίας Κεσσάνης καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Τριαντάφυλλος. Μὲ τὴ σύζυγό του ἀπέκτησαν δύο κόρες. Συνέβη ὅμως μεγάλος πειρασμὸς στὴ γυναίκα του: Ἀγάπησε κάποιον Μωαμεθανὸ καὶ ἐγκατέλειψε τὴ νόμιμη οἰκογένειά της. Σύντομα ὅμως συνειδητοποίησε τὸ βαρύ της ἁμάρτημα καὶ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν πιστό της πρῶτο σύζυγο Τριαντάφυλλο. Καὶ ὁ τίμιος οἰκογενειάρχης προκειμένου νὰ ἀποσπάσει τὴ γυναίκα του ἀπὸ τὸν βάρβαρο ἄνδρα, σκέφτηκε νὰ τουρκέψει εἰκονικὰ καὶ μετὰ καὶ οἱ δυό τους νὰ πᾶνε ξεχωριστὰ σὲ μοναστήρι γιὰ νὰ μετανοήσουν ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὸ σωτήριο αὐτὸ σχέδιο τὸ ἀνακοίνωσε ὁ Τριαντάφυλλος στὴ σύζυγό του, κι ἐκείνη τὸ δέχθηκε μὲ χαρά.
Μετὰ ἔτρεξε ὁ πιστὸς Τριαντάφυλλος καὶ δήλωσε στὸν δικαστὴ ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἀσπασθεῖ τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία μὲ τὸν ὅρο ὅτι θὰ τοῦ δινόταν πίσω ἡ νόμιμη γυναίκα του. Τὸ δικαστήριο πανηγύρισε στὸ ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος. Καὶ ὁ Τριαντάφυλλος στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς ὁμολογίας του στὸ Μωάμεθ καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ τοῦ ἔκαναν ἔγινε ἐξωμότης. Ἐξωμότης στὰ χαρτιά, ποτὲ ὅμως στὴν καρδιά.
Τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ γιὰ τοὺς δύο συζύγους εἶχε ἀρχίσει. Ἀφοῦ τακτοποίησαν τὶς οἰκογενειακές τους ὑποχρεώσεις καὶ ἐμπιστεύθηκαν τὶς κόρες τους στὴ φροντίδα καλῶν συγχωριανῶν, ἀναχώρησαν κρυφά. Ἡ σύζυγος ἐγκαταβίωσε σὲ γυναικεῖο Μοναστήρι κοντὰ στὶς Κυδωνιές (Ἀϊβαλί) καὶ ὁ Τριαντάφυλλος ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας καὶ ἐκάρη Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Τιμόθεος. Στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του ὁ Τιμόθεος ἀσκοῦσε τὰ μοναχικά του καθήκοντα μὲ ζῆλο καὶ προθυμία θαυμαστή. Δόξαζε τὸν Θεὸ ποὺ βρισκόταν μέσα σ’ ἕνα τέτοιο ἁγιασμένο περιβάλλον. Διακονοῦσε στοὺς κήπους τῆς Μονῆς καὶ παράλληλα φρόντιζε μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες νὰ περιποιεῖται μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια καὶ τὸν κῆπο τῆς ψυχῆς του, ὥστε νὰ εὐωδιάζει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καθαρότητας.
Πιὸ πολὺ ὅμως ἀπὸ ὅλα καλλιεργοῦσε ἔντονα τὸν πόθο τοῦ Μαρτυρίου. Τὸ γεγονὸς ὅμως ποὺ ξαφνικὰ πυράκτωσε τὴν καρδιά του γιὰ τὸ Μαρτύριο ἦταν ἡ εἴδηση γιὰ τὸ πρόσφατο μαρτυρικὸ τέλος τοῦ ὁσίου Ἀγαθαγγέλου τοῦ Ἐσφιγμενίτου ποὺ οἱ Τοῦρκοι τὸν εἶχαν ἀποκεφαλίσει στὶς 19 Ἀπριλίου 1819.
Γι’ αὐτὸ πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου γιὰ νὰ πάρει περισσότερη χάρη καὶ δύναμη ἀπὸ ἕναν τόσο ἁγιασμένο τόπο, ὅπου εἶχε ἀσκηθεῖ πνευματικὰ τὸ δυνατό του πρότυπο, ὁ ὅσιος Ἀγαθάγγελος. Ὁ Τιμόθεος τώρα βαδίζει στὰ ἴχνη του. Προσεύχεται θερμά. Δουλαγωγεῖ τὸ σῶμα του μὲ ἀσκήσεις σκληρές, μὲ αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ ἀναρίθμητες γονυκλισίες. Μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Βίους τῶν Νεομαρτύρων. Καὶ παρακαλεῖ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν εὐσπλαχνισθεῖ καὶ νὰ εὐλογήσει τὸ αἴτημά του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ ἡγούμενος τοῦ λέει νὰ ὑπομένει, νὰ περιμένει μὲ πίστη καὶ νὰ προσεύχεται.
Κάποτε ἔφθασε ἡ πολυπόθητη ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου κατευθύνθηκε πρὸς τὰ παράλια τῆς Προποντίδος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε στὴν πατρίδα του τὰ Παράορα, ὅπου ὁμολόγησε δημόσια στοὺς συμπολίτες του τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ προσπάθησε νὰ πείσει τοὺς ἀρνησίθρησκους νὰ γυρίσουν στὸ δρόμο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς θεωρήθηκαν προκλητικές. Ἀμέσως φανατικοὶ Μουσουλμάνοι συνέλαβαν τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ Κριτήριο. Καὶ ἐκεῖ ὁ ὑποψήφιος Μάρτυς ξεκάθαρα καὶ χωρὶς φόβο τοὺς εἶπε τὴν ἀλήθεια: «Πάντα ἤμουνα Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς ἐπιθυμῶ νὰ πεθάνω».
Ἡ δυνατὴ αὐτὴ ὁμολογία ἐξόργισε τὸν Κριτή. Καὶ ἔβγαλε ἀμέσως ἀπόφαση θανάτου. Τὸν ἔστειλε στὸν πασὰ τῆς Ἀδριανούπολης. Καὶ καθὼς ὁ Τιμόθεος πορευόταν στὸ μαρτύριο – σημειώνει ὁ βιογράφος του – εἶχε στὴν καρδιά του «βαθειὰ εἰρήνη, ἄκρα ταπείνωση καὶ μεγάλη χαρά».
Στὴν Ἀδριανούπολη προσπάθησε ὁ πασὰς μὲ ταξίματα καὶ γλυκόλογα νὰ κάμψει τὸν Μάρτυρα, ἀλλὰ δὲν πέτυχε ἀπολύτως τίποτα. Ἀκλόνητος καὶ θαρραλέος ὁ Τιμόθεος ἀπαντοῦσε στὶς προκλήσεις: «Ἀνήκω στὸν Χριστό. Δὲν τὸν προδίδω ποτέ».
Μέσα στὴ φυλακὴ ποὺ βρισκόταν ὁ Τιμόθεος ἦταν συγκρατούμενοι καὶ ἄλλοι τρεῖς ὑποψήφιοι Μάρτυρες, ὁ ἱερέας Εὐθύμιος, ὁ ἱερομόναχος Νικόλαος καὶ ὁ Μοναχὸς Βαρνάβας. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς προστέθηκε καὶ ὁ ἱερέας Γερμανὸς ποὺ τοὺς ἔφερε τὸν Ἅγιο Ἄρτο. Ἐκείνη τὴ νύχτα τῆς θείας Κοινωνίας τους ἀντὶ ἄλλων ἱερῶν ἀναγνωσμάτων οἱ ὑποψήφιοι Μάρτυρες περιέγραφαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδιναν τὶς ὧρες τῶν ἀνακρίσεών τους στὰ Κριτήρια.
Στὶς 29 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1820 ὁδήγησαν πρῶτο στὸ μαρτύριο τὸν μοναχὸ Τιμόθεο. Τὸν ἔφεραν δεμένο «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν» στὸν τόπο τῆς θυσίας του. Καὶ ἐκεῖ χωρὶς ἀντίσταση γονάτισε καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαρίστησε ποὺ τοῦ ἐξεπλήρωσε τὸν μεγαλύτερο πόθο, ἔγειρε τὴν κεφαλή του στὸ σπαθὶ τοῦ δημίου. Σὲ λίγο ἡ ὁσία του ψυχὴ ἐξαγνισμένη φτερούγιζε μὲ συνοδεία ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ σῶμα του τὸ ἁγιασμένο καὶ αἱματοβαμμένο τὸ ἔριξαν οἱ δήμιοι στὸ ποτάμι. Ἡ ὑπερκόσμια γαλήνη καὶ ἡ ἀγαλλίαση ποὺ ἁπλώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Μάρτυρα κατέπληξαν τοὺς δημίους καὶ τὸν πασά. Γι’ αὐτὸ δόθηκε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ μὴ θανατωθοῦν οἱ συγκρατούμενοι τοῦ Τιμοθέου.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους τιμᾶ μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου. Δίπλα στὰ ἄμφια τοῦ ὁσιομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου βρίσκονται θησαυρισμένα τεμάχια ἀπὸ τὰ αἱματοβαμμένα ἐνδύματα τοῦ μάρτυρος Τιμοθέου.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες του νὰ ἀναδεικνύονται καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας ἀντάξιοι συνεχιστές του, μάρτυρες Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ λόγο πίστεως δυνατὸ καὶ ἔργα ἀγάπης καὶ μὲ αἷμα μαρτυρίου, ἐὰν ὁ Θεὸς τὸ θελήσει.