ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Η΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ι΄ 25-37

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς­ τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄν­θρω­πός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»

Μὲ ἀφορμὴ τὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔθεσε ἕνας νομοδιδάσκαλος, ὁ ­Κύριος διηγήθηκε τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, γιὰ νὰ ὑπογραμ­μίσει πόσο μεγάλη σημασία ἔχει νὰ ἐ­­­­φαρμόζει κανεὶς στὴν πράξη τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐθνικότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέστησε στὸ νομοδιδάσκαλο νὰ κάνει τὸ ἴδιο: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», τοῦ εἶπε.

Ἂς δοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τώρα: Τί ση­μαίνει νὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν ἔμπρακτη ἐ­­­­φαρ­μογὴ τῆς ἀγάπης;

1. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ

Ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Νὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς φωτισμένους λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ βρίσκουμε καθοδήγηση καὶ λύση στὰ προβλήματά μας. Ὡστόσο μόνη ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ. Ὁ νομικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἤξερε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι συνάδελφοί του Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, νὰ ἀπαγγέλλει κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν πρώτη καὶ βασικὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης‧ ἡ πρακτική της ὅμως τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Νόμιζε πὼς χρωστοῦσε νὰ ἀγαπάει μόνο τοὺς ὁμοεθνεῖς του. Ἴσως κι ἐμεῖς εὔκολα ὁμιλοῦμε καὶ συζητοῦμε γιὰ ­θεολογικὰ θέματα, ἀναλύουμε τὶς διάφορες ἑρμηνεῖες τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἐξετάζουμε τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῶν γεγονότων τῆς Βίβλου, θαυμάζουμε τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὅμως δὲν ἀ­φήνουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπηρεάσει δραστι­­κὰ τὴ ζωή μας. Μιὰ τέτοια θεολογία, ποὺ δὲν ἀγ­γίζει τὴ ζωή μας, καταντᾶ ἀνώφελη φιλοσοφία. Μιὰ πίστη ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα, εἶναι νεκρή.

Δὲν ὠφελεῖ λοιπὸν νὰ ­καυ­­χιόμαστε ὅτι γνωρίζουμε τὸ θεῖο Νόμο, ὅταν δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸν ­ἐφαρμόζουμε. Ὑ­­­­­πάρχει ἄλλωστε κάτι ἐπίσης σημαν­τικό: ἡ εὐθύνη ποὺ βαραίνει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἐ­­­κεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν τὸ κάνει, «δαρήσεται πολλάς»‧ θὰ τιμωρηθεῖ περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει (Λουκ. ιβ΄ 47-48).

Ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε λοι­­πόν, ἂν τυχὸν γνωρίζουμε τὶς ἐν­τολὲς τοῦ Θεοῦ. «Εἰ ταῦ­τα οἴ­δατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποι­ῆτε αὐτά», μᾶς εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. ιγ΄ 17). Ἀληθινὰ εὐτυχεῖς καὶ μακάριοι θὰ γίνουμε μόνον ἐφό­σον ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ ἐφαρ­­μόσουμε τὸν θεῖο Νόμο στὴ ζωή μας.

2. Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ­θείου Νόμου;… Ἡ τήρηση δύο ἐν­το­λῶν ποὺ τοποθετοῦνται μα­ζὶ στὴν πρώτη θέση. ­Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ­πλησίον. Σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς στηρί­ζον­ται «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆται», σύμφωνα μὲ τὸ λό­γο τοῦ Κυρίου (Ματθ. κβ΄ 38-40).

Πρῶτον λοιπὸν καλούμαστε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Κι ἡ ἀγάπη μας αὐ­τὴ νὰ μὴν εἶναι θεωρη­τικὴ ἀλ­­λὰ ἔμπρακτη. Νὰ ­ἐκδηλώνεται «ἔρ­­γῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰω. γ΄ 18). Μᾶς τὸ ζήτησε ὁ ἴδιος ὁ ­Κύριος: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ΄ 15). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἀ­­­­­γαποῦμε εἰλικρι­νὰ τὸν Θεό· ἡ ἐφαρμο­γὴ τῶν ἁγίων ἐν­τολῶν του.

Δεύτερον, ν’ ἀγαπήσουμε τὸν πλησί­ον ὅπως ἀγαπᾶμε τὸν ἑαυτό μας. Τὸ ση­­μερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ­προβάλλει ἕ­­να ἐξαίρετο πρακτικὸ παράδειγμα εἰλι­κρι­νοῦς καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν λογάριασε κόπο καὶ χρόνο, οὔτε ἐπηρεάστηκε ἀπὸ προκαταλήψεις καὶ τοπικισμούς, ἀλλὰ στάθηκε δίπλα στὸν ξένο καὶ πληγωμένο συνάνθρωπό του ὡς ἄνθρωπος, ὡς φίλος, ὡς ἀδελφός. Ἀναρίθμητες εἶναι οἱ εὐκαιρίες ποὺ παρουσιάζονται καὶ στὴ δική μας ζωὴ γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους ποὺ ἔχουν κάποια ἀνάγκη. Ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος τυχὸν ἐπιφυλάξεις καὶ ἐμπάθειες. Ἐκεῖ θὰ φανεῖ ἡ γνησιότητα τῆς πίστεώς μας: στὸ βαθμὸ τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας.

Τὴ γνώριζε βέβαια τὴν ἐντολὴ τῆς ἀ­­γάπης ὁ νομοδιδάσκαλος. Πόσο εὐτυ­χὴς ὅμως θὰ ἦ­­­ταν ἂν τὴν ἐφάρμοζε κιόλας! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν προτρέπει: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Αὐτὸ παραγγέλλει καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς: Μὴ μένεις στὴ θεωρία καὶ στὴν ἁπλὴ γνώση… Ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ὁ δρόμος γιὰ νὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωὴ ἔχει ­συγκεκριμένο ὄνομα: ἀγάπη. Ἀγάπησε κι ἐσὺ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον σου καὶ τότε θὰ ζήσεις αἰωνίως στὴ Βασιλεία του, κοντὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγὴ τῆς Ἀγάπης.