«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες…»

Ὁ θεῖος Διδάσκαλος στὸν πέμπτο «μα­­καρισμὸ» τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας Του μακαρίζει τοὺς ἐλεήμονες: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7). Μακάριοι εἶ­ναι οἱ σπλαχνικοὶ καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ συμ­πονοῦν τοὺς συνανθρώπους τους στὴ δυσ­τυχία τους, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τὸ μεγαλεῖο τοῦ νὰ ἐλεεῖ κανεὶς τὸν συνάνθρωπό του, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐπο­χῆς μας δὲν μποροῦν νὰ τὸ κατανοήσουν, διότι ζοῦν ἐγωκεντρικά. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου θεωροῦν εὐτυχισμένους αὐτοὺς ποὺ λαμβάνουν κι ὄχι αὐτοὺς ποὺ δίνουν. Ἀλλὰ ὁ θεῖος Διδάσκαλος μὲ τὸν ἀδιάψευστο λόγο Του μᾶς βεβαιώνει ὅτι μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν τοὺς ἐμπερίστατους συνανθρώπους τους.

Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη καὶ τί ἀ­­μοιβὲς ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος στοὺς ἐλεήμονες;

Ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο ἡ χρηματικὴ βοήθεια, ἀλλὰ ἡ σπλαχνικὴ μετάδοση κάθε καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ· ἡ πρόθυμη συμπαράσταση σὲ ὁποιαδήποτε ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας, ὑλικὴ καὶ πνευματική.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη «οὐκ ἐν χρήμασι γίνεται μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πράγμασιν» (PG 60, 196). Κι ἀκόμη προσθέτει ὅτι εἶναι «ποικίλος ὁ τῆς ἐλεημοσύνης τρόπος καὶ πλατεῖα αὕτη ἡ ἐντολή» (PG 57, 227). Ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει πολλὲς μορφὲς καὶ ἐκδηλώσεις, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, ἀ­­νάλογες πρὸς τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἀγάπης τοῦ ἐλεήμονος. Ἀσκεῖται μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. Ἔχει πολὺ πλατιὰ ἐφαρμογὴ αὐτὴ ἡ ἐντολή.
Μποροῦμε νὰ ἐλεοῦμε προστατεύοντας κάποιον ποὺ εἶναι ἀνήμπορος. Μποροῦμε νὰ ἐνισχύουμε ἄλλον ποὺ βρίσκεται σὲ δυσκολία ἢ νὰ συμβουλεύουμε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη καθοδηγήσεως. Ἂν ὁ ἄλλος πεινάει καὶ μοιρασθοῦμε μαζί του τὸ λιτὸ φαγητό μας, τοῦ προσφέρουμε ἐλεημοσύνη. Ἂν διψάει καὶ τοῦ δώσουμε λίγο νερὸ νὰ ξεδιψάσει, τοῦ προσφέρουμε ἐλεημοσύνη. Ἂν εἶναι ξένος καὶ τὸν φιλοξενήσουμε, τοῦ προσ­φέρουμε ἐλεημοσύνη. Ἂν εἶναι γυμνὸς καὶ τὸν ντύσουμε, τοῦ προσφέρουμε ἐλεημοσύνη. Ἂν εἶναι ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ τὸν ἐπισκεφθοῦμε, τοῦ προσ­φέρουμε ἐλεημοσύνη.

Καὶ ἡ «καῦσις τῆς καρδίας ὑπὲρ ὅλης τῆς κτίσεως», ὅπως λέει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, εἶναι ὕψιστη μορφὴ ἐλεημοσύνης. Ὅπως καὶ ἡ θερμὴ προσευχή μας «ὑπὲρ πλεόντων, νοσούντων, καμνόν­των, αἰχμαλώτων…» εἶναι ἐλεημοσύνη.

Ἐπίσης ἐλεοῦμε, ὅταν βοηθοῦμε ἕνα χωρισμένο ἀνδρόγυνο νὰ συμφιλιωθεῖ· ὅταν βοηθοῦμε τὸν ὑποδουλωμένο στὸ πάθος, ποὺ τὸν βασανίζει, νὰ ἐλευθερωθεῖ· ὅταν στηρίζουμε τοὺς νέους στὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ· ὅταν παρηγοροῦμε τοὺς πενθοῦντες· ὅταν συγχωροῦμε· ὅταν βοηθοῦμε μιὰ πλανεμένη ψυχὴ νὰ σωθεῖ!

Ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιλεκτικὰ ἀναφέρθηκαν, γίνεται κατανοητὸ ὅτι ὑ­­πάρχει εὐρύτατο πεδίο ἀσκήσεως τῆς ἐλεημοσύνης. Τὰ περιστατικὰ ποὺ παρουσιάζονται μπροστά μας εἶναι πάρα πολλά. Ὅσοι ἔχουν φιλάνθρωπα αἰσθήματα, δὲν τὰ προσπερνοῦν βιαστικά, ἀλ­­λὰ βλέπουν τὸν ἐμπερίστατο συνάνθρωπο μὲ βλέμμα συμπαθείας, μὲ συμ­πονετικὴ καρδιά, καὶ κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ ἐκδηλώνουν θυσιαστικὴ τὴν ἀ­­γάπη τους.

Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ὅσοι ἔχουν «φιλάνθρωπον γνώμην», συμπονετικὴ διάθεση, ἂν ἔχουν χρήματα, δὲν θὰ τὰ λυπηθοῦν, ἀλλὰ θὰ δώσουν ἄφθονα ἐκεῖ ποὺ χρειάζεται· ἂν δοῦν κάποιον σὲ συμφορές, δὲν θὰ τὸν προσπεράσουν, ἀλλὰ θὰ κλάψουν καὶ θὰ θρηνήσουν μαζί του· ἂν συναντήσουν κάποιον ἀδικημένο, δὲν θὰ ἀδια­φορήσουν, ἀλλὰ θὰ τὸν προστατεύσουν ἀδελφικά· ἂν δοῦν κάποιον ποὺ τὸν κακομεταχειρίζονται, δὲν θὰ ποῦν: ἐμένα τί μὲ νοιάζει; ἀλλὰ θὰ ἁπλώσουν τὸ χέρι τους γιὰ βοήθεια (ΕΠΕ 17, 430).

Μὲ δυὸ λόγια, οἱ ἐλεήμονες σκορπίζουν ἁπλόχερα τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸν ψαλμικὸ στίχο: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν» (Ψαλ. ρια΄ [111] 9). Ἀλλὰ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι, ἐνῶ μοιράζουν τὰ ἀγαθά τους, αὐτὰ δὲν λιγοστεύουν, ἀλλὰ γίνονται περισσότερα. Αὐτοὶ φροντίζουν μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὁ Θεὸς φροντίζει μὲ πατρικὴ ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν, ἔχει τὸν Θεὸν μεριμνῶντα περὶ αὐτοῦ», σημειώνει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος (Ἀσκητικά, Λόγος ε΄).

Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐλεήμονες δὲν εἶναι ποτὲ ἴδια μὲ τὴ δική τους μικρὴ προσφορά, ἀλλὰ ἀσυγκρίτως με­γαλύτερη. Τὰ δικά μας δῶρα, ὅταν ἐλεοῦμε, εἶναι «πηλὸς καὶ χόρτος μαραινόμενος», ἐνῶ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι «οὐράνια καὶ ἄφθαρτα». «Ἐρρύσασθέ με», λέει ὁ Κύριος, «ἀπὸ δεσμωτηρίου, ἐπεσκέψασθέ με ἀσθενοῦντα, ἐλύσατέ μου τὸν λιμὸν καὶ τὴν δίψαν, ἐνίψατέ μου τοὺς πόδας, ἐθερμάνατέ με ριγοῦντα· ἰδοὺ χαρίζομαι ὑμῖν τὸν κόλπον τοῦ Ἀ­­βραάμ. Ἔλαβον πηλόν, δίδωμι μαργαρίτας· ἔλαβον χόρτον, δίδωμι χρυσόν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 60, 703).

Φαίνεται πολὺ καθαρὰ στὴ φράση αὐ­­τὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὅτι μὲ τὴν ἐλεημοσύνη δίνουμε λίγα καὶ παίρνουμε πολλά. Προσφέρουμε μικρὰ καὶ λαμβάνουμε μεγάλα. Δίνουμε ὑλικὰ καὶ παίρνουμε πνευματικά. Προσφέρουμε φθαρ­τὰ καὶ λαμβάνουμε ἄφθαρτα.

Ἡ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐλεήμονες εἶναι τὸ μέγα καὶ πλούσιο ἔλεός Του: ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ἡ κληρονομία τῆς θείας Βασιλείας Του. Ὅλα ὅσα κάνουμε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ Κύριος θὰ τὰ ὑπολογίσει ὅτι τὰ κάναμε σ᾿ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο, τὸν Θεό μας, καὶ θὰ μᾶς ἀμείψει γι᾿ αὐτά. Οἱ ἐλεήμονες τότε θὰ ἀκούσουν τὸν ἀγωνοθέτη Κύριο νὰ τοὺς λέει: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε΄ [25] 34). Ὁποία χαρὰ τότε, ὁποία δόξα, ὁποία μακαριότης!