Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
«Ὥσπερ γὰρ ὁ λύχνος, ὅταν αὐτὸς γένηται λαμπρός, μυρίους δύναται ἀνάψαι· ἐσβεσμένος δὲ οὐδὲ ἑαυτῷ παρέξει φῶς, οὔτε ἑτέρους ἀνάψαι λύχνους δυνήσεται· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ βίου τοῦ καθαροῦ, ἐὰν τὸ ἐν ἡμῖν φῶς λαμπρὸν ᾖ, μυρίους καὶ μαθητὰς καὶ διδασκάλους ἐργασόμεθα, ὥσπερ ἀρχέτυπον προκείμενοι. Οὐδὲ γὰρ οὕτω τὰ παρʼ ἐμοῦ ρήματα τοὺς ἀκούοντας ὠφελῆσαι δυνήσεται, ὡς ὁ βίος ὁ ἡμέτερος».
(Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴν ὁμιλία Ε΄, PG 62, 498 ἢ EΠE 23, 106)
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ λυχνάρι, ὅταν αὐτὸ λάμπει, μπορεῖ ν̕ ἀνάψει μύρια λυχνάρια, ἂν ὅμως εἶναι σβησμένο, δὲν θὰ μπορέσει οὔτε στὸν ἑαυτό του νὰ δώσει φῶς οὔτε ν̕ ἀνάψει ἄλλα λυχνάρια, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ καθαροῦ βίου, ἂν τὸ φῶς ποὺ εἶναι μέσα μας εἶναι λαμπρό, θὰ ἀναδείξουμε μυρίους καὶ μαθητὲς καὶ διδασκάλους, γινόμενοι πρότυπά τους. Γιατὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ὠφελήσουν τόσο τοὺς ἀκροατὲς τὰ λόγια μας, ὅσο ἡ ζωή μας.