Οἱ προσευχόμενοι «φίλοι τοῦ Θεοῦ»

Στὸ ἄρθρο μας αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε πρωτίστως σὲ μιὰ μεγάλη μορφὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τὸν θεόπτη Μωυσῆ, τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔζησε 1.500 περίπου χρόνια π.Χ.

Εἶναι αὐτὸς ποὺ λόγῳ τῆς μεγάλης του πίστεως «ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραὼ» καὶ προτίμησε νὰ συγ­κακουχεῖται μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχει πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας ζώντας μέσα στὴν τρυφὴ τῶν ἀνακτόρων (βλ. Ἑβρ. ια΄ [11] 24-25).

Γιὰ πρώτη φορὰ φανερώθηκε ὁ Θεὸς στὸ Μωυσῆ μὲ τὸ θαῦμα τῆς «καιομένης καὶ μὴ καταφλεγομένης» βάτου στὸ ὄρος Χωρὴβ καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ γίνει ὁ ἡγέτης τῶν Ἑβραίων, αὐτὸς ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἀβάσταχτη σκλαβιὰ καὶ τυραννία τῶν Αἰγυπτίων.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ μιὰ σπουδαία ἀρετή: Ἤξερε ἐκεῖνος, ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, νὰ ὑψώνει τὰ χέρια του πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ δέεται μὲ θέρμη, γιὰ νὰ σώζεται ὁ λαός του.

Θὰ ἀναφέρουμε κάποια τέτοια περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμά του καὶ νὰ ὑψώνουμε καὶ ἐμεῖς τὰ χέρια μας δεητικὰ πρὸς τὸν Κύριο ἡμέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς οἰκογένειάς μας καὶ τῆς πατρίδας μας, ποὺ συχνὰ τόσο πολὺ παροργίζει τὸν Θεὸ σὰν τὸν λαὸ τῶν Ἑβραίων.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Θεὸς ἔκανε πολ­­λὲς θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τῶν Ἑβραίων. Τοὺς ἔσωσε μὲ τὴ θαυμαστὴ διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, μέσα στὴν ὁποία καταπνίγηκαν οἱ διῶκτες τους, ὁ Φαραὼ μὲ τὰ ἅρματά του. Μετὰ τὴ διάσωση αὐτὴ ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνει στὸ ὄρος Σινᾶ γιὰ νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ Νόμο Του καὶ παραμένει σαράντα ἡμερόνυχτα ἐκεῖ. Τὸ ὄρος ἔμοιαζε νὰ κατακαίεται ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι, ἀντὶ νὰ συγκλονιστοῦν ἀπὸ αὐ­τό, μὲ τὴ συμπεριφορά τους τὴν ἀχαρακτήριστη προκαλοῦν τὴν ὀργὴ τοῦ Θε­οῦ. Κατασκεύασαν ἕνα χρυσὸ μοσχάρι στὸ ὁποῖο ἄρχισαν νὰ προσφέρουν θυσίες καὶ λατρεία. Μεγάλη ἀσέβεια τοῦτο γιὰ τὸν εὐεργετημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ. «Ὁ λαός σου ἁμάρτησε βαριά», λέει τότε ὁ Θεὸς στὸ Μωυσῆ. «Θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω καὶ θὰ ἀναδείξω ἀπὸ ἐσένα ἄλλο ἔθνος μεγάλο».

Καὶ τότε δεήθηκε ὁ Μωυσῆς πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεὸ καὶ εἶπε: «Γιατί, Κύριε, ὀργίζεσαι μὲ τὸν λαό Σου ποὺ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο; Ὑπάρχει κίνδυνος, ἂν τοὺς καταστρέψεις, νὰ ποῦν οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι μὲ ὑστεροβουλία τοὺς ἔβγαλες, γιὰ νὰ τοὺς καταστρέψεις ἐπάνω στὰ βουνά. Δεῖξε ἔλεος στὴν κακία τοῦ λαοῦ Σου. Θυμήσου τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαάκ, στοὺς ὁποίους ἔδωσες τόσες ὑποσχέσεις… Ἂν ἐξολοθρεύσεις τὸν λαό Σου, ἐξολόθρευσε καὶ μένα, γιατὶ δὲν ἔχει καν­ένα νόημα πλέον ἡ ζωή μου».

Καὶ ἰδοὺ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θερμῆς προσ­ευχῆς: «Ἱλάσθη Κύριος περὶ τῆς κα­­­­κίας, ἧς εἶπε ποιῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ». Τοὺς λυπήθηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐπέφερε τὴν τιμωρία ποὺ ἀνήγγειλε ὅτι θὰ ὑποστοῦν (βλ. Ἐξ. λβ΄ [32] 1-14).

Καὶ ἄλλοτε, στὴν ἔρημο τῆς Ἐδώμ, γογγύζουν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Μωυσέως, παρὰ τὶς τόσες θαυμαστές Του ἐπεμβάσεις καὶ τὸ μάννα, μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς τρέφει καθημερινά. Καὶ ὁ Θεὸς πρὸς παιδαγωγία τους, τοὺς στέλνει δηλητηριώδη φίδια, τὰ ὁποῖα θανατώνουν πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.

Ἔρχονται μετανιωμένοι οἱ Ἑβραῖοι στὸ Μωυσῆ καὶ τοῦ λένε: «Ἡμάρτομεν, ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ σοῦ· εὖξαι οὖν πρὸς Κύριον καὶ ἀφελέτω ἀφ’ ἡμῶν (ἂς ἀπομακρύνει ἀπὸ ἐμᾶς) τὸν ὄφιν» (Ἀριθ. κα΄ [21] 7). Καὶ τότε πάλι ὁ Μωυσῆς ὑψώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ προσεύχεται γι’ αὐτούς: «Καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ λαοῦ». Καὶ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ μεσιτεία του καὶ τοὺς ἔσωσε.

Τί ὡραῖος! Πόσο σπουδαῖος ὁ ρόλος τοῦ Μωυσέως! Μεσίτης! Συμφιλιωτὴς τοῦ λαοῦ του μὲ τὸν Θεό. Πόσο συγκινητικὸ νὰ βλέπει κανεὶς νὰ ὑψώνονται δεητικὰ τὰ χέρια του πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ του.

Πόσο ὡραῖο ὅμως νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς σὰν τὸν Μωυσῆ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ὑψώνουμε «ὁσίους χεῖρας» πρὸς Αὐτόν (Α΄ Τιμ. β΄ 8) καὶ θὰ προσ­ευχόμαστε ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν οἰκογένειά μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ Ἔθνος μας ποὺ παραπαίει.

Δέστε τί γίνεται γύρω μας… Πόσος γογγυσμὸς κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὕβρεις καὶ βλασφημίες! Πόσοι ἀδελφοί μας λατρεύουν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ «τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον», ποὺ πλανᾶ ὅλη τὴν οἰκουμένη (Ἀποκ. κ΄ [20] 2)! Πόσα «φίδια» σήμερα χύνουν στὶς ἀθάνατες ψυχὲς τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας! Ἡ νεότητα ἀπομακρύνεται ­συνεχῶς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ «σαπίζει» μέσα στὴν ἁμαρτία. Ἡ οἰκογένεια διαλύεται. Ὅ,τι ἀφύσικο νομιμοποιεῖται. Οἱ ἄνθρωποι καυχῶνται γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ἀποκτηνώνει…

Εὐτυχῶς, ὅμως, ὑπάρχουν καὶ σήμερα οἱ «φίλοι τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. ιε΄ [15] 14), ποὺ θυσιάζουν καὶ τὸν ὕπνο τους σὲ κάποια σκήτη, σὲ ἀπόμακρα ἐρημητήρια, σὲ κάποιο κελλάκι, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πολύβουη πόλη σὲ ἱερὲς ἀγρυπνίες, καὶ ­προσεύχονται γιὰ ὅλους καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Κάποιοι σύγχρονοι ἅγιοι Παΐσιοι, ἅγιοι Πορφύριοι, κάποιες ὅσιες Σοφίες τῆς Κλεισούρας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀνέχεται ἀκόμη ὁ Θεὸς καὶ μακροθυμεῖ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Νὰ προστεθοῦμε κι ἐμεῖς στὴ χορεία αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Νὰ ­γίνουμε οἱ μιμητὲς τοῦ Μωυσέως. Οἱ προσ­­­ευχόμενοι «φίλοι τοῦ Θεοῦ», καὶ τό­τε, χωρὶς ἀμφιβολία, θὰ ἐλεήσει καὶ θὰ σώσει ὁ Θεὸς καὶ τὴν πατρίδα μας.