Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Θ΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιβ΄ 16-21

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφό­ρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄ­­φρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμα­σας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέ­­γων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΦΡΟΣΥΝΗ

«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ μιὰ σύν­τομη δραματικὴ Παραβολὴ μᾶς παρουσίασε τὴ ζωὴ ἑνὸς πλουσίου, τὸν ὁ­­­­ποῖο ὁ Ἴδιος χαρακτήρισε «ἄφρονα». Καὶ ἦ­­­­ταν πράγματι «ἄφρων» ὁ ἄν­θρωπος αὐ­­­τός, ποὺ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ προσ­κολλημένος στὰ πλούτη του καὶ τελικὰ πέθανε πρὶν προλάβει νὰ τὰ ἀπολαύσει.

Ἀξίζει λοιπὸν νὰ δοῦμε σήμερα γιατί ἡ ἐπιδίωξη ἀποκτήσεως πολλῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν εἶναι ἀφροσύνη.

1. Διότι γεμίζει μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία τὸν ἄνθρωπο

Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χαίρονται τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἂς δοῦμε τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς: τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφορία καὶ τὴν πλούσια σοδειά του ἀκολούθησαν βασανιστικὲς σκέψεις καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες: «Τί ποιήσω;» ἔλεγε… Καὶ στὴ συνέχεια ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ ἀπόφαση ποὺ τὸν περιέπλεξε σὲ ­μεγαλύτε­ρες περιπέτειες: «Καθελῶ μου τὰς ἀ­ποθή-κας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω», εἶπε. Ἀποφάσισε δηλαδὴ νὰ ­γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ κτίσει καινούργιες, ἐνῶ στὸ μεταξὺ ἔπρεπε νὰ ἀσφαλίσει καὶ τὰ ἤδη ὑπάρχοντα. Στ’ ἀλήθεια, πό­σες φασαρίες, ἔξοδα, πονοκεφάλους, προβλήματα καὶ ἐντάσεις προκάλεσε αὐ­τὴ ἡ ἀπόφασή του!

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ κάθε ἄν­θρωπο ποὺ μπαίνει στὴ λογικὴ τῆς ὑλιστικῆς καὶ καταναλωτικῆς ζωῆς. ­Ἀρχίζει ἕνα ἀσταμάτητο κυνήγι χρημάτων μὲ ὅλα τὰ ἔννομα καὶ ἄνομα μέσα, καὶ πο­­­τὲ δὲν ἡσυχάζει! Ἂν μάλιστα σὲ αὐτὰ προσ­θέσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κλοπῆς ἢ ἀ­­­κόμη τὴν ἀπειλὴ μιᾶς οἰκονομικῆς κρίσεως, τότε εὔκολα ­καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μονίμως στὴν ἀβεβαιότητα, στὸν φόβο καὶ τὴν ­ἀ­­­­γω­νία. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες εἶ­­­ναι ­δυ­νατὸν κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγα­θά του;

2. Διότι ἠ ψυχὴ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ

Ἐπιπλέον δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ψυχή, τὴν ὁποία μόνο στὸν ἄνθρωπο ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, εἶναι πνεῦμα καὶ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Οἱ πόθοι της εἶναι ἄπειροι καὶ μόνο ὁ ἄπειρος καὶ τέλειος Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς λέει: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ [41] 3) Δηλαδή, ἡ ψυχή μου διψάει τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό. Τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει πραγματι­κὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄντως ἐφετόν», τὸ ἀ­­­ληθινὰ ἐπιθυμητὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

3. Διότι ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὸν θάνατο

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φανερώνει κατεξο­χὴν τὴν ἀφροσύνη τῶν ὑλιστῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι τὰ πλούτη τους θὰ τὰ ἔ­­­χουν διαρκῶς μαζί τους. Τὸν θάνατο οὔτε κὰν τὸν σκέπτονται. Αὐτὸ ἔπαθε κι ὁ δυστυχὴς πλούσιος τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ὀνειρευόταν φαγοπότια, ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, ὅταν ἐντελῶς ξαφνικὰ κι ἀπρόσμενα τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος. Τότε ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου τὸ ἀδυ­σώ­πητο ἐρώτημα: «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀσφάλισες στὶς νέες ἀποθῆκες σου, σὲ ποιὸν θὰ περιέλθουν; Αὐτὸς ἦταν ὁ θησαυρός σου· τώρα τί θὰ σοῦ μείνει;…

Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν στὴν ἴδια παγίδα. Καὶ προσκολ­λῶνται σὲ χρήματα, κτήματα καὶ πρά­γματα, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάποτε θὰ τὰ ἀποχωριστοῦν. Διότι, ὅπως τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν γεννηθήκαμε, ἔτσι «οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 7). Ὅταν θὰ ­πεθάνουμε, τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας. Δὲν εἶναι ἀφροσύνη λοιπὸν νὰ ἀγωνιοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐπίγεια καὶ φθαρτά;

Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλ­λει τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὕλη ὡς ἀπαραίτητα γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ­ἀνθρώπου. Κι ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἀπάτη! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ­ἀφροσύνη ἀ­­­­πὸ τὸ νὰ στηρίζεται κανεὶς στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὕλη. Ἂς μὴ μᾶς ­ἐντυπωσιάζουν λοιπὸν τὰ ­ἐφήμερα πλούτη, οἱ γήινες ἀ­­πολαύσεις καὶ τὰ πρόσ­καιρα ἀγαθά. Ἂς ποθήσουμε τὰ ὑ­­ψηλά, τὰ ἅγια, τὰ αἰώνια. Αὐτὰ ποὺ ἱκανοποιοῦν πρα­γματικὰ τὴν ψυχή μας καὶ ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη ἐπένδυση γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας!