«Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου»

Νυσταγμός! Ἡ ὥρα ποὺ τὸ σῶμα κουρασμένο αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ χαλαρώσει, νὰ ἠρεμήσει, νὰ κοι­μηθεῖ. Εἶναι φυσιολογικὸ καὶ ἀναγκαῖο γιὰ τὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ ἀπὸ τὴν κόπωση τῆς ἐργασίας καὶ τὸν φόρτο τῆς ἡμέρας. Ὅσο ἀπαραίτητο ὅ­μως εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ σῶμα, τόσο ὀλέθριο καὶ θανατηφόρο εἶναι γιὰ τὴν ψυχή. Ἀλήθεια, νυστάζει καὶ ἡ ψυχή;

Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴν ἔννοια στὸν 118ο Ψαλμὸ μὲ τὰ λόγια: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας». Ἡ ψυχή μου ἔχει νυστάξει. Ἔχει περιέλθει στὴν κατάσταση τῆς ὑπνηλίας καὶ αἰτία εἶναι ἡ ἀκηδία.

Ἀκηδία εἶναι ἡ νοσηρὴ κατάσταση τῆς πνευματικῆς νωθρότητος καὶ τεμπελιᾶς. Φαινόμενο πιὸ βαρὺ ἀπὸ τὴ ραθυμία. Ἀδράνεια ψυχῆς, ἀμέλεια, ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικά. Βαριέται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀγωνισθεῖ, νὰ κάνει τὸ καλό. Δὲν ἀγωνιᾶ γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τῆς ψυχῆς του. Δὲν ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου. Δὲν ταράζεται γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ κόσμου. Δὲν πονᾶ γιὰ τὴν ἀπώλεια τόσων ἀθανάτων ψυχῶν. Δὲν δραστηριοποιεῖται γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἡ ἀκηδία καταλάβει τὴν ψυχή, παρατηροῦμε πὼς ἡ προσευχὴ δὲν ἔχει θέρμη, δὲν γίνεται μὲ ὄρεξη, ἀραιώνει ἢ σταματᾶ. Δὲν τὴν ἑλκύει ἡ πνευματικὴ μελέτη. Ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία Λατρεία γίνεται τυπικά, σὲ βαρὺ κλίμα, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Πνευματικὸ στὴν Ἐξομολόγηση ἀραιώνει. Δὲν ἐπιθυμεῖ τὴ θεία Κοινωνία, τὴν ἀναβάλλει, ἡ συμμετοχὴ σὲ πνευματικὲς εὐκαιρίες σταματᾶ, ὅπως καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ πνευματικοὺς φίλους καὶ ἀδελφούς. Ἔτσι ἡ ψυχὴ μένει ἀφρόντιστη, ἀποδυναμώνεται σιγά-σιγὰ καὶ νεκρώνεται. Δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ κινηθεῖ, ν’ ἀγωνιστεῖ, νὰ τρέξει, νὰ παλέψει, νὰ πετάξει ψηλά.
Δὲν εἶναι ἄγνωστη ἡ κατάσταση τῆς ἀκηδίας. Εἶναι πειρασμὸς ποὺ συμβαίνει στὴ ζωή μας εἴτε μετὰ ἀπὸ κάποια ψυχικὴ κόπωση, εἴτε μετὰ ἀπὸ κάποια ἀπογοήτευση ἢ κάποια ἀποτυχία ποὺ εἴχαμε, εἴτε μετὰ ἀπὸ μιὰ ὑποχώρηση σὲ κάποιο πάθος.

Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε χαρακτηριστικὰ πὼς «ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ραθυμία μερικὲς φορὲς κολλοῦν καὶ σὲ ψυχὲς ποὺ ἔχουν πολλὲς προϋποθέσεις γιὰ πνευματικὴ ζωή, ποὺ ἔχουν εὐαισθησία, φιλότιμο.

Σʼ ἕναν ἀδιάφορο ὁ πειρασμὸς δὲν κάνει τόσο κακό. Ἕνας εὐαίσθητος ὅμως ἄνθρωπος, ἂν στενοχωρηθεῖ, νιώθει με­τὰ ἀκηδία. Πρέπει νὰ βρεῖ τί τὸν στενοχώρησε καὶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει πνευματικά, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ κουράγιο καὶ νὰ πάρει μπρὸς ἡ μηχανή του. Νὰ προσέχει νὰ μὴν ἀφήνει ἀθεράπευτες πληγές, γιατὶ μετὰ κάμ­πτεται ἀπὸ τὰ τραύματά του. Τὸ ψυχικὸ τσάκισμα, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια φέρνει καὶ τὸ σωματικό, τὸν ἀχρηστεύει. Πόσες ψυχὲς ποὺ ἔχουν φιλότιμο, εὐαισθησία, τὶς βλέπω ἀχρηστευμένες!» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Ϛ΄: Περὶ Προσευχῆς).

Ὧρες δύσκολες καὶ ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν πνευματική μας ζωὴ οἱ ὧρες τῆς ἀκηδίας. Πῶς καταντοῦμε! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας! Στερούμαστε τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Χάνουμε τὴν ἐπαφή μας μὲ τὸν Θεό.

«Ὥρα ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»! Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀκηδίας. Ν’ ἀποτινάξουμε τὸν λήθαργο τῆς ραθυμίας, νὰ ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Πάντοτε ὑπάρχουν εὐκαιρίες πνευματικὲς ποὺ μᾶς βοηθοῦν. Ἀρκεῖ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν Θεό, νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ στηρίξουμε τὴν ἐλπίδα μας σʼ Αὐτόν. Νὰ κυριαρχήσουμε στὸν ἑαυτό μας ποὺ θέλει τὴ χαλάρωση, χωρὶς ν’ ἀντιλαμβάνεται τὴν πνευματικὴ καταστροφή. Ν’ ἀγαπήσουμε τὸν κόπο, τὸν ἀγώνα. Ἀρκεῖ ἀκόμη νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια καὶ καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ μας, τῶν πνευματικῶν ἀδελφῶν μας, χωρὶς νʼ ἀπογοητευθοῦμε, καὶ θὰ κερδίσουμε τὸν χαμένο χρόνο, τὸ διάστημα τοῦ πνευματικοῦ νυστα­γμοῦ. Καὶ νὰ σκεφτόμαστε πὼς εἶναι μιὰ πειρασμικὴ κατάσταση, ποὺ μὲ τὴν ὑπομονὴ σὰν ἄλλο σύννεφο θὰ παρέλθει. Νὰ θυμόμαστε, τέλος, πόσο κοντά μας εἶναι ὁ θάνατος. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄριστα μέσα γιὰ νὰ ἀποτινάξουμε τὸν θανατηφόρο νυσταγμὸ τῆς ψυχῆς.