Ἕνα λόγο συγκλονιστικὸ ἀπευθύνει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τὸν μαθητή του Τιμόθεο: «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. α΄ 15)· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ πρῶτος καὶ μεγαλύτερος εἶμαι ἐγώ!
Δημιουργεῖ ἀπορία στὴν ψυχή μας ὁ λόγος τοῦ θείου Παύλου ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν. Εἶναι χρήσιμο λοιπὸν καὶ ἀναγκαῖο νὰ ἐπιμείνουμε γιὰ λίγο στὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Ἀποστόλου καὶ νὰ δοῦμε πρῶτα-πρῶτα ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν λέει.
Εἶναι ἀπίστευτο καὶ ὅμως ἀληθινό. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου βγαίνει ἡ ὁμολογία ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ποιὸς ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ἦταν αὐτὸς στὸν ὁποῖο φανερώθηκε στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Τοῦ φανερώθηκε καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἱερὴ ἀποστολὴ νὰ γίνει κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου Του καὶ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Νὰ γνωρίσει σὲ ὅλο τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Κύριος τοῦ δίδαξε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δὲν τὶς διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους.
Καὶ ἀκόμη ὑπέμεινε τόσες ταλαιπωρίες καὶ κακοπάθειες γιὰ τὸν Χριστό: ραβδισμούς, φυλακίσεις, ναυάγια, συκοφαντίες, λιθοβολισμούς, διωγμούς… Κι ὄχι μόνο αὐτά. Ἔκανε θαύματα ἐκπληκτικά. Θεράπευσε χωλούς. Ἀνέστησε νεκρό. Καὶ τὰ μαντήλια ἀκόμη μὲ τὰ ὁποῖα σκούπιζε τὸν ἱδρώτα του, ἔδιωχναν δαιμόνια καὶ θεράπευαν ἀσθενεῖς. Εὑρισκόμενος στὴ ζωὴ αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ ἁρπαγεῖ στὸν Παράδεισο, ὅπου «ἄκουσε ἄρρητα ρήματα»· λόγια ποὺ γλώσσα ἀνθρώπινη δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ πεῖ (Β΄ Κορ. ιβ΄ [12] 4).
Καὶ ὅμως, ὁ μεγάλος καὶ ἅγιος αὐτὸς ὄντως ἄνθρωπος ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν! Δὲν εἶναι ἄξιος ἀπορίας ὁ λόγος του αὐτός; Γιατί τὸν λέει; Εἶναι ἁπλῶς σχῆμα λόγου; κάποια ὑπερβολή;
Ὄχι! Αὐτὸ ποὺ λέει, τὸ νιώθει ὁ Ἀπόστολος. Αἰσθάνεται ὅτι πράγματι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ μάλιστα αἰτιολογεῖ τὸ γιατί. Ἐγώ, λέει δύο στίχους παραπάνω, ἤμουν προηγουμένως βλάσφημος καὶ διώκτης καὶ ὑβριστὴς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ ἐλέησε, διότι ἀπὸ ἄγνοια ἔκανα ὅ,τι ἔκανα. Δὲν εἶχα ἀκόμη γνωρίσει τὸν Χριστό. Ἐλεήθηκα ὅμως, γιὰ νὰ δείξει ὁ Χριστὸς στὸ πρόσωπό μου ὅλη τὴ μακροθυμία Του καὶ νὰ ἀποτελέσω ὑπόδειγμα σὲ ὅσους θὰ πιστέψουν· γιὰ νὰ βλέπουν ἐμένα καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζονται γιὰ τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν τους, καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω ἔτσι νὰ πλησιάζουν τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή. Κι ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ αἰσθανόταν ἁμαρτωλὸς ὁ Ἀπόστολος.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποστολικῆς του διακονίας εἶχε τὸ φρόνημα ὅτι «εἶναι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων» καὶ ἔγραφε στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ καλεῖται Ἀπόστολος, γιατὶ καταδίωξε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ (Α΄ Κορ. ιε΄ [15] 9).
Ἀργότερα γράφει στοὺς πιστοὺς τῆς Ἐφέσου ὅτι εἶναι ὁ ἐλαχιστότερος, ὁ πιὸ μικρὸς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Καὶ σ’ αὐτὸν δόθηκε ὡς Χάρι νὰ εὐαγγελίζεται μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. γ΄ 8).
Καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τότε ποὺ ὡρίμασε ἀκόμη περισσότερο ἡ συναίσθηση τοῦ τί ἔκανε εὑρισκόμενος στὴν ἄγνοια, ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς: «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ».
Καὶ τὸ μήνυμα ποὺ στέλνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος σὲ ὅλους μας μὲ τὸν λόγο του εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει ὅσους αἰσθάνονται πὼς εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ καταφεύγουν μετανοημένοι στὸ ἔλεός Του.
Ναί, πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσουμε ὅλοι, ὅτι ὁ Χριστὸς «οὐκ ἦλθε καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ΄ 13). Ἂν μοιάζουμε μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Λαοδικείας, σωτηρία μὴν περιμένουμε. Νά τί παραγγέλλει πρὸς αὐτὸν στὸ βιβλίο τῆς «Ἀποκαλύψεως» ὁ Θεός: «Λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω» (Ἀποκ. γ΄ 17). Λές, λόγῳ τῆς οἰήσεως καὶ αὐταρέσκειάς σου, ὅτι εἶμαι πλούσιος σὲ ἀρετὲς καὶ ἔχω πλουτίσει καὶ δὲν μοῦ χρειάζεται τίποτε. Καὶ δὲν ξέρεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι «ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς» καὶ ὁ φτωχὸς σὲ ἀρετὴ καὶ τυφλός, ὥστε νὰ μὴ βλέπεις τὴν πραγματική σου κατάσταση, καὶ γυμνός. Γι’ αὐτὸ «μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου». Θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου.
Ἀνθρώπους μὲ τέτοιο φρόνημα δὲν τοὺς ἐλεεῖ, οὔτε τοὺς σώζει ὁ Θεός. Ἐλεεῖ ἕναν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο, ποὺ δημόσια ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐπανορθώσει τὶς ἀδικίες του. Καὶ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ· «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. ιθ΄ [19] 9).
Ἐλεεῖ, σώζει καὶ καθιστᾶ πρῶτον κάτοικο τοῦ Παραδείσου ἕνα ληστή, ποὺ κι αὐτὸς ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ: «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν». Καὶ τοῦ ἀπευθύνει μὲ συντριβὴ καὶ πίστη τὸ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. ιγ΄ [13] 41, 43).
Δικαιώνει ἕναν τελώνη, ποὺ δὲν τολμάει οὔτε τὸν οὐρανὸ νὰ ἀτενίσει, ἀλλὰ κτυπάει τὸ στῆθος του, ποὺ κρύβει τὴν ἁμαρτωλὴ καρδιά του, καὶ μὲ συντριβὴ ἐπαναλαμβάνει: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄ [18] 13-14).
Συγχωρεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ γεμάτη πόνο καὶ βαθιὰ μετάνοια γιὰ τὴν ἄτακτη ζωή της, πλένει μὲ μύρα καὶ δάκρυα τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.
Τὸ συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν: Ὅσοι θέλουμε τὴ σωτηρία μας πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἀναλογιζόμενοι τὰ πολλά, μεγάλα καὶ καθημερινὰ σφάλματα τῆς ζωῆς μας. Καὶ νὰ ἀποκτήσουμε βαθύτερη μετάνοια γι’ αὐτά. Γιατὶ «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. α΄ 15).