ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (17/11)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. θ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιστ΄ 1 – 9):

Eλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μα­θητὰς αὐτοῦ· ἄν­θρω­πός τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶ­­χεν οἰκονόμον, καὶ οὗ­τος δι­­εβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορ­πίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐ­τοῦ. 2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ γὰρ δύ­νῃ ἔτι οἰκονομεῖν. 3 εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκο­νόμος· τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ρι­ός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰ­­­­κο­­νομίαν ἀπ᾿ ἐμοῦ; σκάπτειν­ οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰ­­­­­­­­­­­­σχύ­νομαι· 4 ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅ­­ταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰ­κο­νομίας, δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν. 5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου; 6 ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν·ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέ­γει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμ­μα καὶ γράψον ὀγδοήκον­τα. 8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱ­­οὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱ­­οὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι. 9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσα­τε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μα­μωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑ­μᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως κυριαρχοῦνταν καί ἀπό ἄλλη κα­κία. Ἦταν φιλάργυροι καί κατακρατοῦσαν τόν πλοῦ­το ἐ­γωιστικά μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Εἶπε λοιπόν ὁ Κύριος στούς μαθητές του καί τήν ἀκόλουθη πα­­ρα­βολή, γιά νά τούς διδάξει πῶς πρέπει ὁ καθένας νά χρησιμοποιεῖ τόν πλοῦτο: Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλού­σιος, ὁ ὁποῖος εἶχε κάποιον ἐπιστάτη καί διαχει­ρι­στή τῆς περιουσίας του. Τόν ἐπιστάτη αὐτόν λοιπόν κά­ποιοι τόν κατηγόρησαν στόν κύριό του ὅτι διασκορπίζει καί σπα­τα­λᾶ τήν περιουσία του. 2 Τότε τόν φώναξε ὁ κύριός του καί τοῦ εἶπε: Τί εἶναι αὐ­τό πού ἀκούω γιά σένα; Δῶσε μου λογαριασμό τῆς δι­αχειρίσεώς σου καί παράδωσε τή διαχείριση, διότι δέν θά μπορέσεις πλέον νά εἶσαι διαχειριστής καί ἐπιστάτης μου. 3 Τότε ὁ οἰκονόμος σκέφτηκε καί εἶπε μέσα του: Τί νά κάνω τώρα, πού μοῦ ἀφαιρεῖ τή διαχείριση ὁ κύριός μου; Νά σκάβω στά χωράφια δέν μπορῶ· νά ζητιανεύω ντρέπομαι. 4 Βρῆκα καί ἀποφάσισα τί νά κάνω, γιά νά μέ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι στά σπίτια τους καί νά μέ φιλοξενήσουν, ὅταν θά μέ διώξει ὁ κύριός μου ἀπό τή διαχείριση. 5 Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τούς χρεωφειλέτες τοῦ κυρίου του ἰδιαιτέρως, ἕναν-ἕναν ξεχωριστά, εἶπε στόν πρῶτο: Πόσα χρωστᾶς ἐσύ στόν κύριό μου; 6 Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Ἑκατό μικρά βαρέλια λάδι, δηλαδή τρεῖς χιλιάδες τετρακόσια πενήντα κιλά περίπου. Καί ὁ διαχειριστής τοῦ εἶπε: Πάρε τό γραμμάτιό σου, κάθισε καί γράψε γρήγορα πενήντα μικρά βαρέλια. 7 Ἔπειτα εἶπε σ’ ἄλλον χρεωφειλέτη: Ἐσύ πόσα χρω­στᾶς; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Ἑκατό σακιά σιτάρι τῶν σα­ρά­ντα ἕξι περίπου κιλῶν, δηλαδή τέσσερις χιλιάδες ἑξα­κό­σια κιλά. Τοῦ λέει τότε ὁ διαχειριστής: Πάρε τό γραμ­μάτιό σου καί ἀντί γιά ἑκατό γράψε ὀγδόντα. Ἔτσι ὁ διαχειριστής ἀδίκησε βέβαια τόν κύριό του, ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του φέρθηκε φρόνιμα καί συνετά. 8 Καί ὁ κύριος ἐπαίνεσε τόν διαχειριστή, ὄχι βέβαια γιά τήν ἀδικία πού τοῦ ἔκανε, καί γιά τήν ὁποία τόν ἀπο­καλεῖ οἰκονόμο τῆς ἀδικίας, ἀλλά διότι ἐνήργησε συνετά καί προνοητικά γιά τόν ἑαυτό του. Ἄς μή φανεῖ μά­­λι­στα σέ κανέναν παράδοξο ὅτι ὁ οἰκονόμος αὐτός ἐνήργησε τόσο συνετά· διότι οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι προσκολλημένοι στόν μάταιο αὐτόν κόσμο, προκειμέ­νου νά ἐξασφαλίσουν τά ἐπίγεια συμφέροντά τους ἀπο­δεικνύονται πιό προνοητικοί στή συμπεριφορά τους καί στίς σχέσεις τους μέ τούς ἀνθρώπους τῆς κοινωνίας καί τῆς ἐποχῆς τους ἀπ’ ὅσο εἶναι συνετοί καί προνοητικοί γιά τήν ἐπιδίωξη καί ἐξασφάλιση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού φωτίστηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἔγιναν τέκνα φωτός. 9 Κι ἐγώ σᾶς λέω τό ἑξῆς: Ὅπως ὁ ἄδικος αὐτός δια­χει­ριστής φρόντισε ἐγκαίρως νά ἐξασφαλίσει τή φιλία τῶν ὀφειλετῶν τοῦ κυρίου του, ἔτσι κι ἐσεῖς φροντίστε νά κάνετε γιά τό καλό σας φίλους ἀπ’ τόν πλοῦτο πού εἶναι ἄδικος· διότι οἱ μεγάλες περιουσίες μέ ἀδι­κία συνήθως συγ­κεντρώνο­ν­ται· ἀλλά καί ὅποιος κατακρατᾶ τά πλούτη μό­νο γιά τόν ἑαυτό του δια­πράτ­τει μεγάλη ἀδι­­­­κία. Κάντε λοι­πόν κι ἐσεῖς φίλους ἀπ’ τόν ἄδικο πλοῦ­­­το εὐεργετώντας μέ φιλανθρωπίες τούς συ­ν­ανθρώπους σας, ὥστε, ὅταν πεθάνετε, νά σᾶς ὑπο­­­δε­­χθοῦν οἱ φίλοι σας αὐτοί στίς αἰώνιες σκηνές τοῦ παραδείσου.