Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ ἐκ Παραμυθίας καὶ ὁ ἅγιος Δανιὴλ ὁ ἐξ Ἰσμαηλιτῶν

Ἕνας πρώην φανατικὸς Μουσουλμάνος, ὁ Δανιήλ, καὶ ἕνας Χριστιανὸς θερμός, ὁ Ἀναστάσιος, συν­εορτάζουν κάθε χρόνο στὶς 18 Νοεμβρίου. Ἅγιοι καὶ οἱ δύο. Νέα παιδιὰ καὶ οἱ δύο. Τοὺς συνέδεσε ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ἂς παρακολουθήσουμε τὴν ἱστορία τους.

Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Ἀναστάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Κάποια μέρα πήγαινε μὲ τὴν ἀδελφή του στὸ χωράφι γιὰ θερισμό. Στὸ δρόμο συνάντησαν μιὰ ὁμάδα Τούρκων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μουσά, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Ὀθωμανοῦ Διοικητῆ τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Ἡ ὡραιότητα τῆς μορφῆς τῆς σεμνῆς κόρης γοήτευσε τὸ νεαρὸ Μουσὰ καὶ ἐκδήλωσε πονηρὲς διαθέσεις. Στὴ δύσκολη αὐτὴ στιγμὴ ὁ Ἀναστάσιος, γιὰ νὰ γλυτώσει τὴν ἀδελφή του ἀπὸ τὸ μεγάλο κακό, ὅρμησε μὲ ἀγανάκτηση κατὰ τῶν Τούρκων. Καὶ ἔτσι ἡ ἁγνὴ κοπέλα πρόλαβε, ἔτρεξε μακριὰ καὶ σώθηκε.

Ὀργισμένος τότε ὁ Μουσὰ συνέλαβε τὸν Ἀναστάσιο καὶ τὸν ὁδήγησε στὸν πατέρα του, τὸν πασά. Καὶ ἐκεῖ ἄρχισαν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἀρχὴ νὰ τὸν φοβερίζουν γιὰ τὴν ἀντίστασή του καὶ μετὰ νὰ τὸν καλοπιάνουν καὶ νὰ τοῦ τάζουν δόξες καὶ πλούτη, ἐὰν δεχόταν νὰ γίνει Μουσουλμάνος. Ὁ νεαρὸς ὅμως Ἀναστάσιος ἀντιστεκόταν μὲ γενναιότητα. Παρέμενε ἀσυμβίβαστος καὶ ἀκέραιος στὴν πίστη του. Μὲ θάρρος ἀπαντοῦσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ μοναδικὸς Θεὸς καὶ ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιασθεῖ γιὰ χάρη Του. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια τὸν κτύπησαν σκληρὰ καὶ τὸν ἀπείλησαν μὲ θάνατο φρικτό, γινόταν πιὸ ἀλύγιστος καὶ ἀπ’ τὸ ἀτσάλι περιφρονώντας κάθε χλευασμὸ καὶ τιμωρία. Προσωρινὰ τὸν φυλάκισαν.

Ὅλη αὐτὴ ἡ παράδοξη συμπεριφορὰ τοῦ Ἀναστασίου δημιούργησε στὴν ψυ­­­χὴ τοῦ νεαροῦ Μουσὰ ἔκπληξη καὶ ἀ­­πορία. Πῶς εἶναι δυνατόν, σκεπτόταν μέ­σα του, ἕνας νέος ἄνθρωπος νὰ ἔχει τέτοια δύναμη, ὥστε νὰ ἀπαρνεῖται τὰ ἐγκόσμια μὲ τόση περιφρόνηση, καὶ νὰ τρέχει μὲ τέτοια λαχτάρα στὸ θάνατο;

Γι’ αὐτό, θέλοντας νὰ μάθει κάτι περισσότερο γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη, ὁ Μουσὰ ἐπισκέφθηκε κρυφὰ στὴ φυλακὴ τὸν Ἀναστάσιο. Μπαίνοντας στὸ κελλί του εἶδε δύο ἀστραπόμορφους νέους ποὺ ὅμως χάθηκαν. Τί ὅραμα νὰ ἦταν αὐτό; Ὁ Μουσὰ ζήτησε ἐξηγήσεις. Ὁ Ἀναστάσιος μὲ εἰρήνη θεία ἄρχισε νὰ ἀπαντᾶ στὸν καλοπροαίρετο ἐχθρό του.

Τοῦ εἶπε πὼς αὐτοὶ ποὺ εἶδε εἶναι φωτεινοὶ ἄγγελοι, ποὺ παραστέκουν στοὺς Χριστιανοὺς νύκτα καὶ μέρα καὶ τοὺς βοηθοῦν ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ὧρες τῶν πειρασμῶν καὶ βασανιστηρίων. Τοῦ μί­­­λησε ἀκόμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ αἰώνιου Παραδείσου, ποὺ θὰ χαρισθεῖ σὲ ὅσους καταφρονοῦν τὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις καὶ ὑπακούουν χωρὶς ἐπιφυλάξεις στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.

Καθὼς ὁ Μουσὰ ἄκουγε τὰ θεῖα αὐτὰ λόγια, οὐράνια Χάρι τὸν ἐπισκίασε καὶ πόθος ἰσχυρὸς τὸν πλημμύρισε νὰ ὁ­­μοιάσει στὸν Ἀναστάσιο. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ γίνει καὶ αὐτὸς Χριστιανὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως τοῦ εἶπε νὰ μὴ βιάζεται. Νὰ περιμένει προσ­ευχόμενος, γιατὶ δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ μεγάλη του στιγμή. Κάθε του βιαστικὴ κίνηση θὰ ἐξαγρίωνε τὸν πατέρα του καὶ θὰ τὸν ὠθοῦσε σὲ ἀποφάσεις κατὰ τῶν Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς του. Ὁ Μουσὰ πείστηκε. Ἔκρυψε στὴν καρδιά του τὸν θησαυρὸ τῆς Πίστεως καὶ μὲ ὑπομονὴ περίμενε τὴν ὥρα τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἀναστάσιος ὁδηγήθηκε στὸ Μαρτύριο. Μὲ ἐντολὴ τοῦ πασᾶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 18 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1750. Ὁ Μουσὰ δὲν θὰ ἔχει πλέον κοντά του τὸν φωτεινό του ὁδηγό. Θὰ αἰσθάνεται ὅμως δυνατὰ μέσα στὴν καρδιά του τὴν πνευματική του παρουσία, ποὺ θὰ τὸν ἐμπνέει καὶ θὰ τὸν ἐνδυναμώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του στὰ βήματα τῆς σωτηρίας του.

Κάποια μέρα ὁ Μουσὰ πηγαίνοντας σὲ γάμο σὲ διπλανὸ χωριὸ πέρασε ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ἁγίου Μάρτυρα γιὰ νὰ ζητήσει Χάρι καὶ δύναμη. Καὶ ὁ Ἀναστάσιος τοῦ φανερώθηκε μέσα σὲ φῶς συμβουλεύοντάς τον νὰ συνεχίσει μὲ θάρρος τὴν πορεία του πρὸς τὸν Χριστό. Ἡ θεία Πρόνοια ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ Μουσὰ στὴν Πελοπόννησο. Ἐδῶ, κοντὰ σὲ ἕναν εὐλαβὴ ἀσκητή, ὁλοκλήρωσε τὴν Κατήχησή του στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ διδάχθηκε τὰ μυστικὰ τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴ Βενετία, ὅπου βαπτίσθηκε – μακριὰ ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀπειλές – καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Δημήτριος. Ἔπειτα ὁ νεοφώτιστος Δημήτριος ἦρθε στὴν Κέρκυρα σὲ κοινοβιακὸ Μοναστήρι, ὅπου ἐκάρη Μοναχὸς μὲ νέο ὄνομα πλέον, Δανιήλ. Ἐκεῖ ἀσκοῦσε τὰ μοναχικά του καθήκοντα μὲ ἀκρίβεια μοναδικὴ ξεπερνώντας ὅλους τοὺς ἄλλους παλαιοὺς συμμοναστές του. Καὶ δὲν ἔπαυε μὲ πυκνὰ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἀγνοίας του νὰ ζητᾶ καθημερινὰ ἀπὸ τὸν πανοικτίρμονα Θεὸ τὸ ἔλεός Του.

Πόθος του ὅμως ἀσίγαστος ἦταν νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐ­­τὸ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅ­­μως ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἀπέτρεψαν, γιὰ νὰ μὴν ἐξαγριώσει τοὺς Τούρκους. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του συν­­εχίζοντας μὲ χαρὰ τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ στὴν Κέρκυρα ἔ­­κτισε καὶ ναὸ στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου του πνευματικοῦ εὐεργέτη, τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀναστασίου. Καὶ κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου εἰρηνικὸς δοξάζοντας τὸν Θεό μας γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του.

Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἐνδό­ξου νεομάρτυρος Ἀναστασίου ἐκ Παραμυθίας καὶ τοῦ ἁγίου Δανιὴλ νὰ ὁ­­λο­­κληρώσουμε θεάρεστα τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς μας πορείας καὶ νὰ ἀ­­πο­λαύσουμε μαζί τους στὸν οὐράνιο Πα­ράδεισο τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.