Μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες φράσεις ποὺ περιέχονται στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῶν Παροιμιῶν μᾶς παρακινεῖ νὰ δώσουμε τὴν καρδιά μας στὸν Κύριο: «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν» (Παρ. κγ΄ [23] 26). Δός μου, παιδί μου, τὴν καρδιά σου, νὰ ἔλθω νὰ κατοικήσω μέσα σου. Καὶ τὰ μάτια σου ἂς προσέχουν μόνο τὶς ἐντολές μου καὶ ὄχι τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι ἀπευθύνεται ὁ Κύριος στὸν καθένα προσωπικὰ καὶ ζητάει νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Τὰ μάτια μας νὰ εἶναι στραμμένα σ᾿ Ἐκεῖνον. Νὰ προσέχουν μόνο τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Πρωτίστως μᾶς φαίνεται παράδοξο πῶς ὁ ἀνενδεής, ὁ ἄπειρος καὶ πανυπερτέλειος Θεός, ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ ἀπολύτως ἀνάγκη, ἁπλώνει τὰ χέρια Του πρὸς ἐμᾶς τὰ πλάσματά Του καὶ γίνεται κατὰ κάποιον τρόπο ζητιάνος. «Δός μοι», λέει, στὸν καθένα μας. Δός μου, παιδί μου, τὴν καρδιά σου.
Γιατί τὴ ζητάει; Δική Του δὲν εἶναι; Αὐτὸς δὲν μᾶς τὴν ἔδωσε; Βεβαίως δική Του εἶναι. Αὐτὸς μᾶς τὴν ἔδωσε. Ἀλλὰ ἐφόσον μᾶς τὴν ἔδωσε, σέβεται ἀπόλυτα τὴν ἐλευθερία μας καὶ ζητάει νὰ Τοῦ τὴ δώσουμε μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας.
Τί ἐννοεῖ ὁ στίχος, ὅταν λέει νὰ δώσουμε στὸ Θεὸ τὴν καρδιά μας; Ἀσφαλῶς δὲν ἐννοεῖ νὰ Τοῦ δώσουμε τὴ σαρκικὴ καρδιά μας, οὔτε γενικῶς νὰ Τοῦ προσφέρουμε ὑλικὰ ἀγαθά. Ὑλικὰ ἀγαθά – πρόσφορα, νάματα, λαμπάδες, ἀφιερώματα – εἶναι εὐκολότερο νὰ Τοῦ προσφέρουμε, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὰ τὸ ζητούμενο.
Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τῆς λέξεως. Δηλαδή, νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν ἀγάπη μας, τὸν ἑαυτό μας ὁλόκληρο, τοὺς θεοφιλεῖς πόθους μας, τὰ ἐσωτερικὰ αἰσθήματά μας. Ἄλλωστε ἡ ἔκφραση «δίνω τὴν καρδιά μου» αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔννοια ἔχει: «Δίνω τὴν ἀγάπη μου σὲ κάποιον», «τὸν περιβάλλω μὲ τὰ θερμότερα αἰσθήματα», «τοῦ προσφέρω τὴν ἀφοσίωσή μου».
«Πάρασχέ μοι, τέκνον, τὴν ἐξ ὅλης ψυχῆς σου ἀγάπησιν», ἑρμηνεύει ὁ ἑρμηνευτὴς Προκόπιος Γαζαῖος. Κι ὅταν λέει νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὴν «ἐξ ὅλης ψυχῆς ἀγάπησιν», δὲν ἐννοεῖ νὰ Τοῦ δώσουμε ἕνα μέρος τῆς ἀγάπης μας, ἀλλὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά μας. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή (Μάρκ. ιβ΄ [12] 30).
Τὴν πρώτη ἀγάπη μας μόνο ὁ ἅγιος Θεὸς δικαιοῦται νὰ τὴν ἔχει. Διότι εἶναι ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας μας. Ἀλλὰ παρόλο ποὺ δικαιοῦται ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη μας ὁ Κύριος, δὲν τὴν ἀπαιτεῖ δικαιωματικά. Χτυπάει διακριτικὰ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ περιμένει ἐμεῖς νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. γ΄ 20). Τί φίλτρο πόθου, ἀγάπης καὶ στοργῆς κρύβει αὐτὴ ἡ φράση! Πόσο πολὺ ποθεῖ ὁ Κύριος νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας! Κι ὄχι ἁπλῶς ποθεῖ, ἀλλὰ ἐπιθυμεῖ σφοδρά. «Ἀπείρως ἐπιθυμεῖ καὶ σπουδάζει τῆς ἡμετέρας φιλίας τυχεῖν», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 63, 164). Ἔχει ἄπειρη ἐπιθυμία καὶ μὲ ἀναρίθμητους τρόπους προσπαθεῖ νὰ κερδίσει τὴ φιλία καὶ τὴν ἀγάπη μας.
Γιατί ἆραγε ὁ Κύριος ἔχει ἄπειρη ἐπιθυμία νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας; Ὄχι γιὰ νὰ προσθέσει κάτι στὴ δόξα καὶ στὸ μεγαλεῖο Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει σὲ μᾶς τὴν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Θέλει νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ τὴν καθαρίσει καὶ νὰ τὴν ἁγιάσει. Ἂς εἶναι βρώμικη καὶ ἀκάθαρτη. Θὰ τὴν κάνει μὲ τὴ Χάρι Του λευκὴ σὰν τὸ χιόνι καὶ εὐωδιαστὴ σὰν τὸ πολυτιμότερο μύρο. Ἂς εἶναι γυμνὴ καὶ ἀφρόντιστη. Θὰ τὴν ἐνδύσει μὲ χιτώνα φωτεινὸ καὶ πριγκιπικό. Ἂς εἶναι πεινασμένη καὶ διψασμένη. Θὰ τὴ χορτάσει καὶ θὰ τὴν ξεδιψάσει μὲ οὐράνιες καὶ θεῖες δωρεές.
Τὸ μόνο ποὺ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του καὶ νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε. Μᾶς βεβαιώνει ὅτι, ἂν Τοῦ ἀνοίξουμε, θὰ μεταβάλει τὴν ἀκάθαρτη καρδιά μας σὲ ἅγιο κατοικητήριό Του, σὲ ἔμψυχο ναὸ ὅπου θὰ λατρεύεται Ἐκεῖνος: «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20). Ἂν κανεὶς ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ ἀνοίξει τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς του, θὰ μπῶ μέσα του, θὰ συνδεθῶ μαζί του στενά, μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ τὴ σωτηρία του. Κι αὐτὸς θὰ δειπνήσει μαζί μου ἀπολαμβάνοντας τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς μου.
Τί φυσικότερο νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας! Ἂς εἶναι μικρὴ καὶ στενὴ ἡ καρδιά μας. Θὰ τὴν κάνει πλατύτερη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο οὐρανό, κατοικητήριο τῆς θείας δόξης Του, θυσιαστήριο στὸ ὁποῖο θὰ λατρεύεται ἡ Ἁγία καὶ παντοδύναμη Τριάδα.