Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

Πολ­λούς σο­φούς γνώ­ρι­σε ὁ κό­σμος. Σέ πα­λι­ό­τε­ρες ἐ­πο­χές καί στά νε­ό­τε­ρα χρό­νια. Θαύ­μα­σε τή σο­φί­α τους· θαμ­πώ­θη­κε ἀ­πό τίς γνώ­σεις τους· τούς ἐγ­κω­μί­α­σε μέ τά ὡ­ραι­ό­τε­ρα ἐγ­κώ­μια. Πό­σο ὅ­μως κρά­τη­σε ὁ θαυ­μα­σμός; Συ­νή­θως πο­λύ λί­γο. Τό­σο, ὅ­σο καί ἡ ζω­ή τους. Ἦλ­θε ὁ θά­να­τος καί μα­ζί μέ τήν ἐ­ξα­φά­νι­ση τοῦ σώ­μα­τος λη­σμο­νή­θη­κε καί ἡ ἀ­ξί­α τους. Καί ζοῦν στή θύ­μη­ση λί­γων μό­νο ἀν­θρώ­πων, ἀν­θρώ­πων τῶν γραμ­μά­των, ἤ στά βι­βλί­α τῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν.

Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κά ὅ­μως εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα γιά τούς ἁ­γί­ους! Αὐ­τοί «εἰς τόν αἰ­ώ­να ζῶ­σι». Ὅ­σα χρό­νια κι ἄν πε­ρά­σουν, ἀ­φοῦ φύ­γουν ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό, ζοῦν στίς καρ­δι­ές ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων πι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι τούς θαυ­μά­ζουν καί τούς τι­μοῦν.

Ὅ­πως ἡ ἁ­γί­α Αἰκα­τε­ρίνη. Τό ὄ­νο­μα της εἶ­ναι εὐ­ρύ­τα­τα γνω­στό σέ ὅ­λο τόν χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο. Καί να­οί πολ­λοί ἔ­χουν ἀ­νε­γερ­θεῖ πρός τι­μή της. Καί ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πι­στῶν τήν τι­μοῦν καί τήν ἐγ­κω­μιά­ζουν. Τί τήν ἔ­κα­νε τό­σο ὀ­νο­μα­στή; Ἡ πί­στη της, ἡ παρ­ρη­σί­α της, ἡ τε­λεί­α ἀ­φι­έ­ρω­σή της στόν Θε­ό. Ἄς δοῦ­με τίς ἀ­ρε­τές της αὐ­τές στή ζω­ή της.

Ἀ­πό τή με­γά­λη καί ἱ­στο­ρι­κή πό­λη τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας κα­τα­γό­ταν ἡ Αἰκα­τε­ρί­νη. Σ’ αὐ­τή ἔ­ζη­σαν καί δι­έ­πρε­ψαν οἱ με­γά­λοι φω­στῆ­ρες καί δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς οἰ­κου­μέ­νης τά στη­ρίγ­μα­τα, ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ στύ­λος αὐ­τός τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος, ὁ πρύ­τα­νις τῶν μο­να­χῶν, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος καί τό­σοι ἄλ­λοι. Ἔ­ζη­σε κα­τά τόν τέ­ταρ­το με­τά Χρι­στόν αἰ­ώ­να.

Ποι­ά ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τό­τε; Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­κό­μη δι­ω­κό­ταν. Τά μαρ­τυ­ρι­κά αἵ­μα­τα δέν εἶ­χαν στα­μα­τή­σει νά χύ­νον­ται. Οἱ δι­ωγ­μοί δέν εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει. Τά ἐ­κλε­κτά παι­διά της πρό­σφε­ραν τό­σο πρό­θυ­μα τή ζω­ή τους γιά χά­ρη τοῦ Χρί­στου. Χρό­νια με­γά­λα καί ὀ­νο­μα­στά. Χρό­νια ἡ­ρω­ι­σμοῦ καί θυ­σί­ας. Τήν εὐ­γε­νή καί εὐ­αί­σθη­τη καρ­δί­α τῆς ἁ­πα­λῆς καί γε­μά­της εὐ­γέ­νεια κό­ρης, τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης, τήν εἶ­χε φω­τί­σει πλού­σια τό φῶς τῆς πί­στε­ως. Τήν εἶ­χε αἰχ­μα­λω­τί­σει ὁ Χρι­στός. Τό καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο ἀ­πό τήν πλού­σιά της μόρ­φω­ση πνεῦ­μα της, ἡ κα­τα­κά­θα­ρη σκέ­ψη της δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν πα­ρά νά κα­τα­νο­ή­σουν, ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κός Θε­ός καί λυ­τρω­τής, καί ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νά ζεῖ κα­νείς μ’ αὐ­τόν καί γι­’­ αὐ­τόν μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις.

Καί ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη ζεῖ τήν ἁ­γί­α πί­στη τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου λυ­τρω­τῆ. Δέν τή θαμ­πώ­νουν οἱ πολ­λές της γνώ­σεις. Δέν τήν κά­νει ὑ­πε­ρή­φα­νη ἡ εὐ­γε­νι­κή κα­τα­γω­γή της. Δέν τήν ξιπ­πά­ζει ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τά της, μέ τήν ὁ­ποί­α τήν εἶ­χε προι­κί­σει ὁ Θε­ός. Ὅ­λα αὐ­τά τά θε­ω­ρεῖ μι­κρά καί ἀ­νά­ξια λό­γου μπρο­στά στόν πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη, τόν Χρι­στό, γιά χά­ρη τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­ναι ἕ­τοι­μη καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νά θυ­σιά­σει τά πάν­τα. Καμ­μί­α ἕλ­ξη δέν τῆς δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ κο­σμι­κή ζω­ή μέ τίς πολ­λές ἐκ­δη­λώ­σεις της στήν πο­λυ­άν­θρω­πη Ἀ­λε­ξάν­δρεια· κα­νέ­να ἐ­γω­ϊ­σμό ἡ πο­λύ με­γά­λη της μόρ­φω­ση, ἡ ὁ­ποί­α τήν εἶ­χε ἀ­να­δεί­ξει μί­α ἀ­πό τίς πιό μορ­φω­μέ­νες γυ­ναῖ­κες τῆς Αἰ­γυ­πτια­κῆς πρω­τεύ­ου­σας. Ὅ­λα γιά τόν Χρι­στό, εἶ­ναι τό σύν­θη­μά της. Δω­ρε­ά με­γά­λη γιά τόν πι­στό ὄ­χι μό­νο τό νά πι­στεύ­ει στόν Χρι­στό, ἀλ­λά καί νά πά­σχει γι’ αὐ­τόν. Καί τή δω­ρε­ά αὐ­τή τῆς τήν χά­ρι­σε ὁ Χρι­στός.

Αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης τό­τε ἦ­ταν ὁ γνω­στός γιά τή σκλη­­ρό­τη­τα τοῦ Μα­ξι­μια­νός. Τρέ­φον­τας ἄ­σβε­στο μί­σος ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν ἐ­ξα­πέ­λυ­σε φο­βε­ρό δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τους. Τά ὄρ­γα­νά του στά δι­ά­φο­ρα δι­α­με­ρί­σμα­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας συ­νε­λάμ­βα­ναν τούς Χρι­στια­νούς, τούς φυ­λά­κι­ζαν καί θα­νά­τω­ναν πολ­λούς. Τό δι­ά­ταγ­μα τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος ἐ­φαρ­μό­ζε­ται καί στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ὁ ἔ­παρ­χος, σκλη­ρός καί ἀ­νάλ­γη­τος κι ἐ­κεῖ­νος, δι­α­τάσ­σει καί συλ­λαμ­βά­νον­ται πά­ρα πολ­λοί Χρι­στια­νοί καί ὑ­πο­βάλ­λον­ται σέ αὐ­στη­ρή ἀ­νά­κρι­ση. Ἀ­δι­α­κρί­τως φύ­λου καί ἡ­λι­κί­ας. Ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες, παι­διά. Σκη­νές ἀ­πε­ρί­γρα­πτου με­γα­λεί­ου ἐ­κτυ­λίσ­σον­ται. Ἡ στα­θε­ρό­τη­τα καί ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῶν Χρι­στια­νῶν γρά­φει ὡ­ραῖ­ες καί ἔν­δο­ξες σε­λί­δες γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Νι­κᾶ ἡ πί­στη. Νι­κι­έ­ται ἡ ἀ­πι­στί­α. Θρι­αμ­βεύ­ει ὁ Χρι­στός. Ὁ θά­να­τος καί τό αἷ­μα τῶν Χρι­στια­νῶν πο­τί­ζουν τό ἀ­θά­να­το δέν­δρο τῆς πί­στε­ως.

Ἀ­νά­με­σα στούς συλ­λη­φθέν­τες καί ἡ νε­α­ρή παρ­θέ­νος, ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη. Ἀ­τρό­μη­τη στέ­κε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ ἐ­πάρ­χου. Ἀ­στρά­φτει τό πρό­σω­πό της ἀ­πό χα­ρά, δι­ό­τι θά ὁ­μο­λο­γή­σει μέ θάρ­ρος τόν Χρι­στό καί τήν ἀ­λή­θειά του. Ἡ σει­ρά της φθά­νει. Ἔκ­πλη­κτος μέ­νει ὁ ἔ­παρ­χος ἀ­πό τή στα­θε­ρό­τη­τά της καί τήν ὁ­μο­λο­γί­α της. Τῆς ζη­τᾶ νά ἀρ­νη­θεῖ τόν Χρι­στό κι ἐ­κεί­νη πλέ­κει τό ὡ­ραι­ό­τε­ρο ἐγ­κώ­μιο γιά ἐ­κεῖ­νον, πού ἔ­γι­νε ὁ αἰ­ώ­νιος Σω­τήρ καί λυ­τρω­τής τῶν ἀν­θρώ­πων καί ὁ αἰ­ώ­νιος κυ­ρί­αρ­χος καί κα­τα­κτη­τής τῶν ψυ­χῶν τῶν ἀ­λη­θι­νῶν Χρι­στια­νῶν.

Ὁ ἔ­παρ­χος πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἐμ­βρόν­τη­τος τήν ὁ­μο­λο­γί­α της, ἀλ­λά καί τή ρη­το­ρι­κή της δει­νό­τη­τα καί τά ἀ­κλό­νη­τα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά της. Ἔ­χει ὅ­μως τήν πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι θά νι­κή­σει. Ὁ ἀν­δρι­κός ἐ­γω­ϊ­σμός του πλη­γώ­θη­κε θα­νά­σι­μα ἀ­πό τή δύ­να­μη μιᾶς ἄ­ο­πλης καί ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στης κό­ρης. Ἀλ­λά δέν πρό­κει­ται νά ὑ­πο­χω­ρή­σει. Ἐ­φαρ­μό­ζει σχέ­διο, πού ἔ­χει τέ­λεια βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι θά πε­τύ­χει. Ἡ τολ­μη­ρή κό­ρη θά νι­κη­θεῖ, θά ντρο­πια­σθεῖ, θά ὑ­πο­χω­ρή­σει.

Ποι­ό εἶ­ναι τό σχέ­διό του; Νά συγ­κεν­τρω­θοῦν ὅ­λοι οἱ σο­φοί τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καί νά συ­ζη­τή­σουν μέ τήν Αἰ­κα­τε­ρί­νη καί νά τήν ἀ­πο­δεί­ξουν ἀ­νί­σχυ­ρη νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει τίς τό­σο ἀ­κα­τα­νό­η­τες γι’ αὐ­τόν θε­ω­ρί­ες της. Μ’ αὐ­τήν τήν πε­ποί­θη­ση πε­ρι­μέ­νει τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς μά­χης. Μά­χης, στήν ὁ­ποί­α θά συγ­κρού­ον­ταν ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, πού ἐκ­προ­σω­ποῦν­ταν ἀ­πό μί­α νε­α­ρό­τα­τη παρ­θέ­νο, καί ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α στό πρό­σω­πο τῶν σο­φῶν καί ξα­κου­σμέ­νων ὀ­πα­δῶν της.

Ἡ μά­χη ἀρ­χί­ζει. Εἶ­ναι δη­μο­σί­α ἡ συ­ζή­τη­ση. Κό­σμος πο­λύς πα­ρα­κο­λου­θεῖ. Ἐν­δι­α­φέ­ρον μέ­γι­στο. Ἡ συ­ζή­τη­ση προ­χω­ρεῖ. Ἡ Αἰ­κα­τε­ρί­νη ἀ­να­τρέ­πει μέ θαυ­μά­σια λο­γι­κά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα μί­α πρός μί­α τίς σα­θρές θέ­σεις τῶν σο­φῶν τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καί κτί­ζει τό λαμ­πρό καί ὑ­πέ­ρο­χο οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πί­στε­ως μπρο­στά στά γε­μά­τα ἀ­πο­ρί­α πλή­θη. Δέν μι­λά­ει μό­νο ἡ σο­φή νέ­α. Μι­λά­ει ἡ γε­μά­τη πί­στη Χρι­στια­νή. Καί τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά της, φω­τι­σμέ­να ἀ­πό τή δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως καί τή χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἔ­χουν κά­τι τό ὁποῖ­ο πεί­θει, συγ­κλο­νί­ζει, δη­μι­ουρ­γεῖ στούς σο­φούς τήν πε­ποί­θη­ση τῆς πτω­χεί­ας καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους γυ­μνό­τη­τος. Καί εἶ­ναι τό­σο ἀ­πο­δει­κτι­κά καί ἰ­σχυ­ρά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά της, ὥ­στε πολ­λοί ἀ­πό τούς σο­φούς ἐ­κεί­νους ὄ­χι ἁ­πλῶς ὁ­μο­λο­γοῦν ὅ­τι νι­κή­θη­καν, ἀλ­λά καί ὅ­τι ἀ­σπά­ζον­ται τήν πί­στη τῆς ἁ­γί­ας, ἔ­στω κι ἄν αὐ­τό τούς στοι­χί­σει τή ζω­ή τους. Νί­κη πε­ρι­φα­νής του Σταυ­ροῦ. Τρό­παι­ο με­γά­λο του Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Θαυ­μά­σια κα­τά­κτη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Καί τῆς πί­στε­ως ἐ­ξαί­ρε­το κα­τόρ­θω­μα.

Ἀλλά ἡ ἀ­πι­στί­α, ὅ­ταν δέν κα­τορ­θώ­σει νά ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ τή λο­γι­κή καί τήν πει­θώ, προ­σφεύ­γει σέ ἀλ­λά μέ­σα, πού δεί­χνουν ἀ­κρι­βῶς τήν ἀ­δυ­να­μί­α της. Προ­σφεύ­γει στή βί­α καί τό μαρ­τύ­ριο. Αὐ­τό ἔ­γι­νε καί τώ­ρα. Ὁ ἔ­παρ­χος, ἀν­τί νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τή νί­κη τῆς Αἰ­κα­τε­ρί­νης, ἔ­πει­τα ἀ­πό ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀ­πει­λές, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἔ­φε­ραν κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τήν ρί­χνει στίς φυ­λα­κές. Τό σῶ­μα της τό ἔ­χουν τραυ­μα­τί­σει μέ μα­στί­για, μέ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­λύ­πη­τα τήν κτύ­πη­σαν. Πο­νά­ει, ὑ­πο­φέ­ρει, ὑ­φί­στα­ται ἀρ­γό μαρ­τύ­ριο. Ἀλ­λά καί μέ­νει στα­θε­ρή καί ἀ­κλό­νη­τη στήν πί­στη της. Ἔ­χει τέ­λεια ἐμ­πι­ο­το­σύ­νη στόν Κύ­ριο, στόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει πα­ρα­δώ­σει τε­λεί­ως τόν ἑ­αυ­τό της. Ὁ ἔ­παρ­χος, βλέ­πον­τας τήν στα­θε­ρό­τη­τά της, δι­α­τά­ζει τόν δή­μιο νά τήν ἀ­πο­κε­φα­λί­σει. Ἡ δι­α­τα­γή ἐ­κτε­λεῖ­ται καί ἐ­νῶ τό νε­α­νι­κό αἷ­μα χύ­νε­ται, ἡ ἁ­γί­α ψυ­χή της πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό τόν Κύ­ριο στούς οὐ­ρα­νούς.

Τό ἅ­γιο λεί­ψα­νό της κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό ἀγ­γέ­λους καί ἀ­πο­τί­θε­ται σέ μί­α κο­ρυ­φή τοῦ Θε­ο­βα­δί­στου ὅ­ρους Σι­να. Ἐ­κεῖ πα­ρέ­με­νε ἐ­πί αἰ­ῶ­νες ἀ­νέ­πα­φο. Καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νός ἵ­δρυ­σε τήν ὀ­νο­μα­στή μο­νή τῆς ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης, πα­ρα­λή­φθη­κε καί με­τε­φέρ­θη­κε ἐ­κεῖ γιά νά ἀ­πο­τε­λεῖ κει­μή­λιο ἀ­νε­κτί­μη­το καί θη­σαυ­ρό ἀ­δα­πά­νη­το ὄ­χι μό­νο γιά τήν ἱ­στο­ρι­κή μο­νή, ἀλ­λά καί γιά ὁ­λό­κλη­ρη τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.

Τί τι­μή γιά τόν ἄν­θρω­πο καί μά­λι­στα γιά τόν νέ­ο νά δώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ! Ὑ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρη δι­ά­θε­ση τῶν νε­α­νι­κῶν δυ­νά­με­ων;

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου