Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

Ἡ Περ­σί­α ἴ­σως θυ­μί­ζει πα­λαι­ούς της πα­τρί­δας μας ἐ­χθρούς. Ἔ­χει ὅ­μως νά ἐ­πι­δεί­ξει στούς με­τα­χρι­στι­α­νι­κούς χρό­νους καί ἀ­δελ­φούς ἐν Χρι­στῷ μέ ζω­ή καί ἀ­θλή­μα­τα πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­χει νά πα­ρου­σιά­σει ἀ­κό­μη ὁ­σί­ους, ἁ­γί­ους καί μάρ­τυ­ρες. Ὁ Ἰ­ά­κω­βος εἶ­ναι ἕνας ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς μάρ­τυ­ρες καί μά­λι­στα με­γα­λο­μάρ­τυ­ρες τῆς Περ­σί­ας.

Ὁ Ἰ­ά­κω­βος ἔ­ζη­σε γύ­ρω στό 395 μ.Χ. στήν πό­λη Βα­θλα­βα τῆς Περ­σί­ας τήν ἐ­πο­χή τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων Ὀ­νω­ρί­ου καί Ἀρ­κα­δί­ου. Ἀ­νῆ­κε σέ χρι­στι­α­νι­κή πα­ρα­δο­σια­κή οἰ­κο­γέ­νεια. Οἱ γο­νε­ῖς του εἶ­χαν γνω­ρί­σει τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καί προ­σπά­θη­σαν νά τοῦ τή με­τα­δώ­σουν ὡς πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό καί ἐ­φό­διο ἀ­νε­κτί­μη­το γιά τή ζω­ή του. Ἀλ­λά καί ἡ μόρ­φω­ση καί τά ἀλ­λά ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά δέν τοῦ ἔ­λει­παν, για­τί ὁ πα­τέ­ρας του κα­τε­ῖ­χε ἐ­πί­ση­μη θέ­ση στό Περ­σι­κό κρά­τος καί φρόν­τι­σε νά δώ­σει στό γι­ό του ὅ,τι τοῦ ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το γιά νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ στή ζω­ή του. Ὡς εὐ­σε­βε­ῖς καί συ­νε­τοί γο­νε­ῖς φρόν­τι­σαν νά τόν συν­δέ­σουν σέ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α μέ Χρι­στια­νή σύ­ζυ­γο καί ἐ­νά­ρε­τη, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γή­σει οἰ­κο­γέ­νεια χρι­στι­α­νι­κή καί νά ἐ­ξα­σφα­λί­σει πνευ­μα­τι­κά τό μέλ­λον του.

Ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὅ­μως πε­ρι­έ­πε­σε ἀρ­γό­τε­ρα σέ ὀ­λί­σθη­μα σο­βα­ρό. Δέν εἶ­χε ἴ­σως ἐμ­βα­θύ­νει ὅ­σο ἔ­πρε­πε στήν ἀ­λή­θεια καί τήν ἀ­ξί­α τῆς πί­στε­ως. Δέν εἶ­χε στα­θε­ρο­ποι­η­θε­ῖ στή χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή. Πα­ρα­σύρ­θη­κε λοι­πόν ἀ­πό τά θέλ­γη­τρα τοῦ κό­σμου, τή δό­ξα καί τίς ἀ­πα­τη­λές του ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀρ­νή­θη­κε τόν Χρι­στό.

Ἦταν γνω­στός καί πο­λύ ἀ­γα­πη­τός στό βα­σι­λιά τῶν Περ­σῶν καί στήν αὐ­λή του. Μέ­σα σ’ αὐ­τό τό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κο πε­ρι­βάλ­λον ἄ­φη­σε τόν ἑ­αυ­τό του ἐ­λεύ­θε­ρο καί ἄ­νοι­ξε σχέ­σεις μέ τούς αὐ­λι­κούς, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους γρή­γο­ρα πι­έ­στη­κε νά ἀρ­νη­θε­ῖ τήν πί­στη του. Δυ­στυ­χῶς δέν εἶ­χε τό σθέ­νος καί τό ψυ­χι­κό κου­ρά­γιο ὅ­πως τό­σοι ἄλ­λοι μάρ­τυ­ρες νά ἀν­τι­στα­θε­ῖ στή βλά­σφη­μη αὐ­τή πρό­τα­ση. Ἔ­τσι προ­τί­μη­σε τόν Πέρ­ση βα­σι­λιά καί τούς αὐ­λι­κούς του καί ἀρ­νή­θη­κε τόν Βα­σι­λέ­α καί Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. «Ἠ­γά­πη­σε τήν δό­ξαν τῶν ἀν­θρώ­πων μᾶλ­λον ἥ­περ τήν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ» (Ἰ­ω. ιβ΄ 43). Ἄρ­χι­σε γρή­γο­ρα λοι­πόν νά λα­τρεύ­ει τό πῦρ καί τόν ἥ­λιο, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λοι εἰ­δω­λο­λά­τρες ὁ­μο­ε­θνε­ῖς του.

Θλί­ψη βα­θύ­τα­τη καί ὀ­δύ­νη ψυ­χῆς κα­τα­λαμ­βά­νει τίς δυ­ό χρι­στια­νές γυ­να­ῖ­κες, τή σύ­ζυ­γο καί τή μη­τέ­ρα του. Ὁ πα­τέ­ρας του πρέ­πει νά εἶ­χε πε­θά­νει. Προ­τι­μοῦ­σαν νά τόν δοῦν νε­κρό ἀλ­λά πι­στό, πα­ρά ζων­τα­νό καί ἀρ­νη­τή τῆς πί­στε­ως. Ἡ μη­τρι­κή καί συ­ζυ­γι­κή καρ­διά δέν ὑ­πο­χω­ρε­ῖ μπρο­στά στό βα­ρύ ὀ­λί­σθη­μα τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας. Δέν τόν συγ­χω­ροῦν. Γί αὐ­τό, μο­λο­νό­τι ἦ­ταν γυ­να­ῖ­κες ἀ­δύ­να­μες, κρα­τοῦν στά­ση στα­θε­ρή καί ἡ­ρω­ι­κή. Τόν εἰ­δο­ποι­οῦν ὅ­τι, ἀ­φοῦ ἀρ­νή­θη­κε τόν Χρι­στό, δέν θέ­λουν νά ἔ­χουν μα­ζί του κα­μιά σχέ­ση. Καί κα­τα­φεύ­γουν οἱ δυ­ό γυ­να­ῖ­κες στό Θε­ό καί προ­σεύ­χον­ται μέ πί­στη καί θερ­μό­τη­τα νά κά­νει Ἐ­κε­ῖ­νος τό θαῦ­μα, νά φω­τί­σει τόν ἀ­πο­στά­τη, νά τόν ὁ­δη­γή­σει στή με­τά­νοι­α καί νά τόν ἐ­πα­να­φέ­ρει στήν πί­στη.

Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ αὐ­στη­ρή προ­ει­δο­ποί­η­ση καί ἡ στα­θε­ρή στά­ση μη­τέ­ρας καί συ­ζύ­γου μέ τή θερ­μή προ­σευ­χή ἔ­φε­ραν τό προσ­δο­κώ­με­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἔ­κα­ναν τόν ἀ­πο­στά­τη Ἰ­ά­κω­βο νά ἀ­να­νή­ψει. Ἡ ψυ­χή του, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χα­σε τήν ἀ­γα­θή της δι­ά­θε­ση ὅ­λο τόν και­ρό τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας, δέ­χε­ται τήν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας χά­ρι­τος. Τώ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τό βά­ρος τῆς ἐ­νο­χῆς του. Τώ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­ε­ῖ τήν πρά­ξη του. Τί εἶ­χε, τί ἔ­χα­σε καί τί ἔ­χει τώ­ρα. Μέ με­τά­νοι­α καί συν­τρι­βή, πού θυ­μί­ζουν τή με­τά­νοι­α καί τά δά­κρυ­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου, σπεύ­δει νά δι­ορ­θώ­σει τό με­γά­λο του ὀ­λί­σθη­μα καί νά σβή­σει τό βά­ρος τῆς ἐ­νο­χῆς του. Θέ­λει νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θε­ῖ καί πά­λι ἀ­νά­με­σα στά τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως τό­τε μπρο­στά στό βα­σι­λιά πῆ­ρε τήν ὀ­λέ­θρια ἀ­πό­φα­ση καί ἀρ­νή­θη­κε τόν Χρι­στό, ἔ­τσι καί τώ­ρα δι­α­κη­ρύτ­τει με­τά­νοι­α καί πί­στη μπρο­στά στό βα­σι­λιά. Ἡ­ρω­ι­κός, γεν­να­ῖ­ος, βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ἡ πε­ρί­ο­δος ἐ­κεί­νη τῆς αἰ­σχύ­νης πέ­ρα­σε καί τώ­ρα θά ἀ­κο­λου­θή­σει στα­θε­ρά πλέ­ον τόν Βα­σι­λέ­α Χρι­στό.

Αὐ­τή τή φο­ρά δέν μπό­ρε­σε μέ τί­πο­τα ὁ βα­σι­λιάς νά τόν με­τα­πεί­σει. Στό πρό­σω­πο τοῦ ἀ­στα­θοῦς Ἰ­α­κώ­βου δι­α­κρί­νει τώ­ρα τό βρά­χο τῆς πί­στε­ως, τόν ἄ­θραυ­στο καί ἀ­δι­ά­σει­στο χα­ρα­κτή­ρα. Τά δά­κρυ­α τῆς με­τα­νοί­ας τοῦ Ἰ­α­κώ­βου ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται μέ τά λό­για τῆς στα­θε­ρῆς του ὁ­μο­λο­γί­ας: Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω, ἔ­στω καί μέ μαρ­τύ­ριο.

Καί τό μαρ­τύ­ριο δέν ἀρ­γε­ῖ νά ἔλ­θει. Ὁ ἀ­πάν­θρω­πος βα­σι­λιάς με­τέ­βα­λε ἀ­μέ­σως τήν εὔ­νοι­α καί ἀ­γά­πη πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι εἶ­χε στόν Ἰ­ά­κω­βο, σέ μί­σος ἐγ­κλη­μα­τι­κό. Δί­νει ἐν­το­λή καί τοῦ κό­βουν τά χέ­ρια καί τούς βρα­χί­ο­νες κομ­μά­τια – κομ­μά­τια. Στή συ­νέ­χεια τοῦ κό­βουν τούς μη­ρούς, τά πό­δια, καί τοῦ ἀ­φή­νουν μό­νο τόν κορ­μό τοῦ σώ­μα­τος. Ὁ μάρ­τυ­ρας μέ­σα στούς φρι­κτούς πό­νους δο­ξο­λο­γε­ῖ καί εὐ­χα­ρι­στε­ῖ τόν Θε­ό πού τόν ἀ­ξι­ώ­νει νά πλύ­νει τήν ἁ­μαρ­τί­α του μέ τό αἷ­μα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. Στό τέ­λος τοῦ ἀ­πέ­κο­ψαν καί τό κε­φά­λι καί τόν ἄ­φη­σαν ἄ­πνου. Με­τά ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά τά σκλη­ρά μαρ­τύ­ρια δί­και­α ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πέρ­σης ὀ­νο­μά­σθη­κε Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ.

Πό­σο ἀ­λή­θεια βο­ή­θη­σαν ἡ πι­στή μη­τέ­ρα καί ἡ εὐ­λα­βι­κή σύ­ζυ­γος μέ τή στά­ση τούς στό ἔρ­γο τῆς με­τα­νοί­ας τοῦ Ἰ­α­κώ­βου! Δί­δαγ­μα φω­τει­νό καί γιά τούς ση­με­ρι­νούς Ὀρ­θό­δο­ξους Ἕλ­λη­νες, ὥ­στε νά ρυθ­μί­ζουν τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους σέ συγ­γε­νι­κά τους πρό­σω­πα, ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πό τήν πί­στη, πα­ρα­σύ­ρον­ται ἀ­πό Χι­λια­στές ἤ ἀ­πό ἄλ­λη αἵ­ρε­ση καί πλά­νη. Δέν θά ὑ­πο­θάλ­πουν οὔ­τε θά ἀ­νέ­χον­ται καί προ­πάν­των δέν θά τούς δι­και­ο­λο­γοῦν. Για­τί ἡ πί­στη δέν ἀν­ταλ­λάσ­σε­ται κι οὔ­τε συμ­βι­βά­ζε­ται μέ τί­πο­τα. Θά ἔ­χουν τή συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι ὁ συγ­γε­νής τους βα­δί­ζει τό δρό­μο τῆς ἀ­πω­λεί­ας. Μα­ζί λοι­πόν μέ τή θερ­μή προ­σευ­χή καί τούς προ­τρε­πτι­κούς γιά με­τά­νοι­α λό­γους θά κρα­τή­σουν στά­ση στα­θε­ρή, αὐ­στη­ρή καί ἐ­λεγ­κτι­κή, ἕ­ως ὅ­του ὁ ἀ­πο­στά­της ἀ­να­νή­ψει καί ἐ­πι­στρέ­ψει.

Ὁ ἐ­πι­στρέ­ψας ἁ­μαρ­τω­λόν ἐκ πλά­νης ὁ­δοῦ αὐ­τοῦ σώ­σει ψυ­χήν ἐκ θα­νά­του καί κα­λύ­ψει πλῆ­θος ἁ­μαρ­τι­ῶν (Ἰ­ακ. ε΄ 20).

Δο­ξα­στι­κόν του Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος β

Καρ­τε­ρῶν ἐν ἀ­θλή­σει, μάρ­τυς Ἰ­ά­κω­βε, τό σῶ­μα σου πα­ρέ­δω­κας διά Χρι­στόν τόν Θε­όν

καί με­λι­ζό­με­νος χε­ί­ρας καί μη­ρούς καί βρα­χί­ο­νας καί κνή­μας καί τούς δα­κτύ­λους

καί τε­λευ­τα­ῖ­ον τήν κά­ραν σου ἀ­νί­πτα­σαι ἐν οὐ­ρα­νο­ῖς, συμ­βα­σι­λεύ­ειν τῷ Βα­σι­λε­ῖ τοῦ παν­τός.

Διό, ἀ­θλούν­των κρά­τι­στε, μή δι­α­λί­πης ἱκε­τεύ­ων τοῦ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χᾶς ἡ­μῶν ἐκ πά­σης βλά­βης τοῦ ἀλ­λο­τρί­ου.

Κον­τά­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος β

Πει­σθεῖς τῇ κα­λῇ συ­ζύ­γω, καρ­τε­ρό­ψυ­χε, καί τό φο­βε­ρόν κρι­τή­ριον φο­βού­με­νος,

τῶν Περ­σῶν τό φρό­νη­μα καί τόν φό­βον, Ἰ­ά­κω­βε, κα­τέ­πτυ­σας

καί ἀ­νε­δεί­χθης Μάρ­τυς θαυ­μα­στός, τό σῶ­μα ὡς κλῆ­μα τε­μνό­με­νος.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη