Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

Στίς 26 Νο­εμ­βρί­ου ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τή μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Στυ­λια­νοῦ. Στούς ἱ­ε­ρούς Να­ούς βλέ­που­με τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐμ­φα­νί­ζε­ται πάν­το­τε μέ ἕ­να βρέ­φος στήν ἀγ­κα­λιά του. Κι αὐ­τό δι­ό­τι κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ὁ προ­στά­της τῶν βρε­φῶν. Ποι­ός ὅ­μως ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος καί για­τί θε­ω­ρεῖ­ται προ­στά­της τῶν παι­δι­ῶν;

Ὁ Στυ­λια­νός κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πα­φλα­γο­νί­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στός ἀ­κρι­βῶς ὁ χρό­νος πού ἔ­ζη­σε (με­τα­ξύ τοῦ Δ΄ καί ΣΤ΄ αἰ­ῶ­νος). Ἦ­ταν γιός εὐ­γε­νῶν καί πλου­σί­ων γο­νέ­ων. Πα­ρό­λο ὅ­μως πού οἱ γο­νεῖς του εἶ­χαν ἄ­φθο­να τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, αὐ­τός ἀ­πό τή μι­κρή του ἡ­λι­κί­α δι­δά­χθη­κε νά εἶ­ναι λι­τός στή δί­αι­τα καί γενικότερα στή ζω­ή του. Ἀ­πό τά νε­α­νι­κά του χρό­νια μέ­χρι τέ­λους τῆς ζω­ῆς του γνώ­ρι­ζε καί ἐ­φάρ­μο­ζε τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε ὅ­τι ἡ χα­ρού­με­νη ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που δέν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τά πολ­λά πλού­τη οὔ­τε ἡ με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζει μεγάλη καί εὐ­χά­ρι­στη ζω­ή (Λουκ. ιβ΄ 15)· ἀλλά μό­νο ὁ σύν­δε­σμος μέ τόν Χρι­στό δί­νει τήν πραγ­μα­τι­κή ζω­ή καί τήν εὐ­τυ­χί­α στόν ἄν­θρω­πο καί ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ κα­τάλ­λη­λα τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά.

Ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς τοῦ Στυ­λια­νοῦ ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τόν, δέν ἀ­πα­σχολοῦσε κα­θό­λου τόν Ἅ­γιο ἡ πε­ρι­ου­σί­α του. Χω­ρίς καμ­μί­α δυ­σκο­λί­α τήν μοί­ρα­σε ὅ­λη στούς φτω­χούς. Ἀ­μέ­τρη­τοι ἄν­θρω­ποι τρά­φη­καν, ν­τύ­θη­καν, ἀ­πέ­κτη­σαν κα­τοι­κί­α, δι­ευ­κο­λύν­θη­καν μέ κάθε τρόπο. Καί ὁ Στυ­λια­νός εὐ­φραι­νό­ταν ἀ­πό τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς του, κα­θώς ἔ­βλε­πε τούς πτω­χούς νά βο­η­θοῦν­ται καί νά ἀ­να­κου­φί­ζον­ται.

Ὅ­ταν πλέ­ον ἡ πε­ρι­ου­σί­α εἶ­χε δι­α­νε­μη­θεῖ, ὁ Στυ­λια­νός αἰ­σθάν­θη­κε τόν ἑ­αυ­τό του ἐ­λεύ­θε­ρο νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τόν φλο­γε­ρό του πό­θο, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­λε μέ­σα του ὁ Θε­ός ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α. Νά προ­χω­ρή­σει δη­λα­δή στήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φι­έ­ρω­ση στόν Κύ­ριο. Ἀ­να­χω­ρεῖ λοι­πόν τό­τε καί ἔρ­χε­ται στήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­δῶ θά μεί­νει σ’ ὅ­λη του τή ζω­ή μέ σκο­πό τήν ἐν Κυ­ρί­ῳ ἄ­σκη­ση. Θά ἀ­φι­ε­ρώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του στήν ἱ­ε­ρή ἄ­σκη­ση τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος, σέ προ­σευ­χή ὑ­πέρ τῶν Χρι­στια­νῶν πού ἀ­γω­νί­ζον­ται στόν κό­σμο καί σ’ ὅ,τι ἄλ­λο θά ζη­τοῦ­σε ὁ Θε­ός ἀπ’ αὐ­τόν. Ἔρ­χε­ται στήν ἔ­ρη­μο καί γνω­ρί­ζε­ται καί συν­δέ­ε­ται μέ ἄλ­λους ἀ­σκη­τές, μέ τούς ὁ­ποί­ους ἑ­νώ­νει τούς πό­θους του, τούς ἀ­γῶ­νες τῆς ἀ­σκή­σε­ως, κά­τω ἀ­πό τήν πα­ρου­σί­α, τήν εὐ­λο­γί­α καί τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ψάλ­λει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός:

Πό­θῳ θείῳ καί ἔ­ρω­τι τῶν γηΐ­νων πα­ρέ­δρα­μες, πᾶ­σαν ἡ­δυ­πά­θειαν, ἐ­πει­γό­με­νος πρός οὐ­ρα­νόν τό πο­λί­τευ­μα ποι­ῆ­σαι, θε­σπέ­σι­ε, καί τοῖς ἄ­νω λει­τουρ­γοῖς τῷ Θε­ῷ συμ­πα­ρί­στα­σθαι, ἀ­πε­μά­κρυ­νας, ἐν ἐ­ρή­μοις τόν βί­ον δι­α­νύ­ων κα­θα­ρῶς τε καί ὁ­σί­ως, Στυ­λια­νέ παν­σε­βά­σμι­ε.

Ὁ βι­ο­γρά­φος του ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ τα­πει­νός καί πρᾶ­ος Στυ­λια­νός σέ ὅ­λα τά μα­κρά ἔ­τη τῆς ζω­ῆς του καί τῆς ἀ­σκή­σε­ώς του στήν ἔ­ρη­μο δέν ἔ­δω­σε πο­τέ καμ­μί­α ἀ­φορ­μή λύ­πης σέ κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως συ­να­σκη­τή του. Ἀν­τι­θέ­τως ὁ Θε­ός τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει τό ἐ­ξαί­ρε­το χά­ρι­σμα τοῦ εἰ­ρη­νο­ποι­οῦ. Ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος πού ἐ­πα­νέ­φε­ρε γρή­γο­ρα καί δι­α­τη­ροῦ­σε μέ προ­σο­χή τή γα­λή­νη, τήν ὁ­ποί­α μέ τό­ση μα­νί­α πο­λε­μᾶ ὁ ἀν­τί­δι­κος τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ πο­νη­ρός δι­ά­βο­λος. Ἔ­τσι συγ­κα­τα­λε­γό­ταν ὁ Ἅ­γιος με­τα­ξύ ἐ­κεί­νων, τούς ὁ­ποί­ους μα­κα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος μέ τόν γνω­στό μα­κα­ρι­σμό: «Μα­κά­ριοι οἱ εἰ­ρη­νο­ποι­οί, ὅ­τι αὐ­τοί υἱ­οί Θε­οῦ κλη­θή­σον­ται» (Ματθ. ε΄ 9).

Ἡ ἀ­γά­πη του αὐ­τή καί τό εἰ­ρη­νευ­τι­κό του πνεῦ­μα ἔ­γι­ναν αἰ­τί­α, ὥ­στε γρή­γο­ρα ὁ μο­να­χός Στυ­λια­νός νά ἀ­πο­κτή­σει φή­μη σο­φοῦ καί συ­νε­τοῦ κα­τά Θε­όν ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τό καί ἄν­θρω­ποι τῶν γύ­ρω πε­ρι­ο­χῶν κά­θε τά­ξε­ως ἔ­σπευ­δαν στήν ἔ­ρη­μο νά τόν γνω­ρί­σουν, νά τοῦ ἐμ­πι­στευ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τά τους καί νά ἀ­κού­σουν μέ προ­σο­χή τίς πνευ­μα­τι­κές ὁ­δη­γί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ὁ συ­νε­τός μο­να­χός ἀν­τλοῦ­σε ἀ­πό τόν θεῖ­ο καί αἰ­ώ­νιο λό­γο τῆς Ἁ­γίας Γρα­φῆς.

Ὁ Ἅ­γιος ἔ­δει­χνε ἰδι­αί­τε­ρη ἀ­γά­πη στά παι­διά. Αἰ­σθα­νό­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ἀ­γαλ­λί­α­ση, ὅ­σες φο­ρές μέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε μα­ζί τους. Δι­ό­τι ἔ­βλε­πε στίς ψυ­χές τους τήν ἁ­πλό­τη­τα καί ἀ­θω­ό­τη­τα, τήν ἁ­γνό­τη­τα καί τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, ἀ­ρε­τές πού ἑλ­κύ­ουν τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καί κά­νουν τόν ἄν­θρω­πο, πού τίς ἔ­χει, χα­ρι­τω­μέ­νο. Θε­ω­ροῦ­σε τά μι­κρά παι­διά δι­δα­σκά­λους τῶν με­γά­λων καί φι­λο­σό­φους τῆς πιό ἱ­ε­ρῆς φι­λο­σο­φί­ας, τῆς προ­σεγ­γί­σε­ως πρός τόν Κύ­ριο. Ἐ­κεῖ­νος ἄλ­λω­στε τά ἐ­ναγ­κα­λι­σθεῖ κι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε ὅ­τι «τῶν τοι­ού­των ἐ­στίν ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» (Μαρκ. ι΄ 13 – 16).

Στήν ἀ­γά­πη αὐ­τή τοῦ Στυ­λια­νοῦ πρός τά παι­διά εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ός, γι’ αὐ­τό καί τοῦ ἔ­δω­σε ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα θε­ρα­πεί­ας τῶν παι­δι­ῶν. Πα­ρά πολ­λοί γο­νεῖς ὀ­δη­γοῦ­σαν τά ἄρ­ρω­στα βρέ­φη τους καί τά παι­διά κον­τά του, κι ἐ­κεῖ­νος μέ πολ­λή στορ­γή καί ἀ­γά­πη, ἐ­πι­κα­λού­με­νος τή δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­δι­νε θαυ­μα­τουρ­γι­κά τή θε­ρα­πεί­α. Θε­ω­ροῦν­ταν ἰα­τρός ἀ­νία­των ἀ­σθε­νει­ῶν, ὅ­πως καί ἄν­θρω­πος πλού­σιας ἀ­γά­πης πρός τά παι­διά. Λέ­γε­ται ἀ­κό­μη ὅ­τι θαυ­μα­τουρ­γι­κά καί πά­λι, μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως, βοηθᾶ τίς ἄ­τε­κνες γυ­ναῖ­κες νά ἀποκτήσουν παιδιά. Ὡ­ραῖ­α τό ση­μει­ώ­νει καί πά­λι ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: Ἀ­πό μη­τρώ­ων σπαρ­γά­νων ἀ­φι­ε­ρώ­θης Θε­ῷ καί γέ­γο­νας θαυ­μά­των αὐ­τουρ­γός, θε­ο­φό­ρε, καί Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου… ἱ­ε­ρόν οἰ­κη­τή­ριον καί τῶν νη­πί­ων ὁ ρύ­στης καί βο­η­θός….

Πέ­θα­νε ἐν εἰ­ρή­νῃ πλή­ρης ἡ­με­ρῶν, ἀλ­λά καί πλή­ρης ἀ­ρε­τῶν, μέ τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα τοῦ προ­στά­του τῶν βρε­φῶν.

Ὁ ἅ­γιος Στυ­λια­νός δί­νει καί σέ μᾶς σή­με­ρα τό μέ­γα δί­δαγ­μα: Νά ἀ­γα­ποῦ­με τά παι­διά «μέ σπλάγ­χνα Χρι­στοῦ». Καί ἡ ἀ­γά­πη μας αὐ­τή νά εἶ­ναι «μή λό­γῳ μη­δέ τῇ γλώσ­σῃ, ἀλλ’ ἐν ἔρ­γῳ καί ἀ­λη­θείᾳ» (Α΄ Ἰ­ω­άν. γ΄ 18), νά μᾶς ὠ­θεῖ μά­λι­στα σέ βο­ή­θεια οὐ­σι­α­στι­κή πρός τήν ἀ­θώ­α παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α. Πρός τά παι­διά, πού εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια τῆς ζω­ῆς μας, ἡ ἐλ­πί­δα τοῦ μέλ­λον­τος καί τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς Πα­τρί­δος μας. Καί ἡ βο­ή­θεια δέν θά εἶ­ναι μό­νο ὑ­λι­κή, ἀλ­λά κυ­ρί­ως καί πρω­τί­στως ἠ­θι­κή καί πνευ­μα­τι­κή, γιά νά συν­δε­θοῦν αὐ­τά μέ τήν πη­γή κά­θε χά­ρι­τος καί εὐ­λο­γί­ας, πού εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, ὁ Σω­τήρ τῶν παι­δι­ῶν καί ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη