Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ἡ μι­κρή σέ ἔ­κτα­ση ἀλ­λά με­γά­λη καί πλού­σια σέ ἀ­πο­στο­λή πα­τρί­δα μας, ἡ Ἑλ­λά­δα, ἔ­χει τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη τι­μή καί εὐ­λο­γί­α νά ὀ­νο­μά­ζε­ται χώ­ρα ἀ­πο­στο­λι­κή. Πολ­λές πό­λεις της δέ­χθη­καν τήν ἐ­πί­σκε­ψη τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί ἄκου­σαν τό ἀ­να­και­νι­στι­κό κή­ρυγ­μά τους, ὅ­πως τοῦ ἀ­πο­στό­λου τῶν ἐ­θνῶν Παύ­λου τοῦ ὁ­ποί­ου στή συ­νέ­χεια δέ­χθη­καν καί τίς ἐ­πι­στο­λές.

Ξε­χω­ρι­στή τι­μή γιά τήν πα­τρί­δα μας ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ εὐ­ερ­γε­τι­κή καί σω­τή­ρια ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α τοῦ Πρω­το­κλή­του, ἑ­νός ἀ­πό τούς δώ­δε­κα Μα­θη­τές τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὀ­νο­μά­σθη­κε Πρω­τό­κλη­τος, για­τί πρῶ­τος αὐ­τός κλή­θη­κε στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα ἀ­πό τό Δι­δά­σκα­λο.

Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό­στο­λος τῆς Ἑλ­λά­δας καί μά­λι­στα τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­τρῶν, για­τί στήν πό­λη αὐ­τή, στήν ὁ­ποί­α κή­ρυ­ξε καί ἵ­δρυ­σε ἀ­ξι­ό­λο­γη Ἐκ­κλη­σί­α, μαρ­τύ­ρη­σε. Ἡ πό­λη μά­λι­στα αὐ­τή ἔ­χει τό προ­νό­μιο καί τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τι­μή νά φυ­λά­ει στόν πε­ρι­καλ­λῆ να­ό της ὡς θη­σαυ­ρό ἀ­νε­κτί­μη­το τήν τι­μί­α κά­ρα τοῦ πο­λι­ού­χου τῆς ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­α.

Ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τῆς ζω­ῆς τοῦ Πρω­το­κλή­του Ἀ­πο­στό­λου θά ἐκ­θέ­σου­με μέ συν­το­μί­α ὅ­πως τά πα­ρου­σιά­ζουν οἱ ἱ­ε­ροί εὐ­αγ­γε­λι­στές.

Ἡ πρώ­τη γνω­ρι­μί­α

Ἡ Βηθ­σαϊ­δά ἦ­ταν ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη πα­τρί­δα τοῦ Ἀν­δρέ­α. Πό­λη τῆς Γα­λι­λαί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κουμ­ποῦ­σε στό βό­ρει­ο ἄ­κρο τῆς ὡ­ραί­ας καί γο­η­τευ­τι­κῆς λί­μνης τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ. Καί ὅ­πως τό ἑ­βραι­κό της ὄ­νο­μα δη­λώ­νει, ἦ­ταν ἕ­νας πλού­σιος ψα­ρό­το­πος.

Ψα­ράς ἦ­ταν ὁ Ἀν­δρέ­ας μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Σί­μω­να. Κα­θη­με­ρι­νή του ἀ­σχο­λί­α ἦ­ταν ἡ ἁ­λι­εί­α, οἱ βάρ­κες καί τά δί­χτυ­α. Δέν τόν ἀ­πορ­ρό­φη­σαν ὅ­μως μό­νο αὐ­τά. Ἡ εὐ­λα­βι­κή ψυ­χή τοῦ θελ­γό­ταν ἀ­πό τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό τό νό­μο του καί τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του. Με­λε­τοῦ­σε τή Γρα­φή, γνώ­ρι­ζε τίς προ­φη­τεῖ­ες καί πε­ρί­με­νε μέ ἀ­γω­νί­α τήν ἔ­λευ­ση τοῦ πο­λυ­πό­θη­του Μεσ­σί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἔ­σω­ζε «τόν λα­όν αὐ­τοῦ ἀ­πό τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν» (Ματθ. α΄ 21).

Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται πώς, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος βγῆ­κε στόν Ἰ­ορ­δά­νη ὡς «φω­νή βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ», ἔ­σπευ­σε πρό­θυ­μος κον­τά του ὁ Ἀν­δρέ­ας. Μιά φυ­σι­ο­γνω­μί­α ἀ­σκη­τι­κή σάν τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν «ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου καί ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρί τήν ὀ­σφύν αὐ­τοῦ» (Μάρκ. α΄ 6), δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μήν ἑλ­κύ­σει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῆς εὐ­λα­βι­κῆς ψυ­χῆς τοῦ ἁ­λι­έ­α τῆς Βηθ­σαϊ­δά. Ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ Προ­δρό­μου ἀλ­λά καί τό κή­ρυγ­μά του ἦ­ταν αὐ­τά πού τόν τρά­βη­ξαν κον­τά του.

Για­τί τί κή­ρυτ­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης; Κή­ρυγ­μα καί βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας γιά νά προ­ει­δο­ποι­ή­σει καί προ­ε­τοι­μά­σει τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα γιά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Μεσ­σί­α.

«Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, οὐ οὐκ εἰ­μί ἱ­κα­νός κύ­ψας λῦ­σαι τόν ἱ­μάν­τα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ» (Μάρκ. α 7).

Συ­νά­μα προ­σθέ­τει ὅ­τι αὐ­τός ὁ Μεσ­σί­ας «μέ­σος ὑ­μῶν ἐ­στη­κεν» (Ἰ­ω. α΄ 26). Βρί­σκε­ται ἤ­δη με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­να­στρέ­φε­ται με­τα­ξύ μας καί πρό­κει­ται γρή­γο­ρα νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ.

Καί ἡ με­γά­λη στιγ­μή δέν ἄρ­γη­σε νά ἔρ­θει. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς σέ ἡ­λι­κία 30 ἐ­τῶν, ἕ­τοι­μος πλέ­ον γιά τή δη­μό­σια δρά­ση Του, περ­νοῦ­σε μί­α ἡμέρα κον­τά στόν Ἰ­ορ­δά­νη. Με­γά­λη ἡμέρα. Ἱ­ε­ρή στιγ­μή γιά τόν Ἀν­δρέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη βρι­σκό­ταν κον­τά στόν Πρό­δρο­μο μα­ζί μέ ἕ­να ἀ­κό­μη μα­θη­τή. Καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦρ­θε «ἵ­να μαρ­τυ­ρή­ση πε­ρί τοῦ φω­τός» (Ἰ­ω. α΄ 8), ὅ­ταν εἶ­δε τόν Ἰ­η­σοῦ νά περ­πα­τά­ει κον­τά τους, ὑ­πέ­δει­ξε τό Φῶς. «Ἰ­δέ ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ»!

Νά ὁ Ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ, φώ­να­ξε μέ ἔκ­δη­λη συγ­κί­νη­ση καί παλ­λό­με­νη φω­νή. Καί ἔ­δει­ξε τόν Ἰ­η­σοῦ ὡς τό Φῶς, ὡς τό Μεσ­σί­α, ὡς τόν Ἀ­μνό, πού θά σή­κω­νε τίς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου καί θά λύ­τρω­νε τόν Ἰσ­ρα­ήλ.

Ἀπό ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ἡ καρ­διά τοῦ Ἀν­δρέ­α στρά­φη­κε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Ἰ­η­σοῦ. Δέν ἀρ­κέ­σθη­κε μό­νο σέ μί­α ἁ­πλή ἀ­πό μα­κριά γνω­ρι­μί­α· ἤ­θε­λε νά Τόν προ­σεγ­γί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Νά Τόν γνω­ρί­σει ἀ­πό κον­τά. Νά Τοῦ κά­νει ἐ­ρω­τή­σεις, νά Τόν ἀ­κού­σει, νά Τόν θαυ­μά­σει.

Ἔ­τσι μα­ζί μέ τόν ἄλ­λο μα­θη­τή τοῦ Προ­δρό­μου καί ἀρ­γό­τε­ρα μα­θη­τή καί εὐ­αγ­γε­λι­στή τοῦ Κυ­ρί­ου, τόν Ἰ­ω­άν­νη, Τόν ἀ­κο­λου­θοῦν. Μέ τί­πο­τα δέν θέ­λουν νά χά­σουν τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή αὐ­τή εὐ­και­ρί­α. Ἄλ­λω­στε κά­θε εὐ­και­ρί­α πού δί­νει ὁ Θε­ός γιά νά Τόν πλη­σι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά συν­δε­θοῦ­με μα­ζί Του, εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη καί δέν πρέ­πει νά φεύ­γει ἀ­νε­κμε­τάλ­λευ­τη.

Ἀ­κο­λου­θοῦν λοι­πόν καί οἱ δυ­ό μα­θη­τές τόν Ἰ­η­σοῦ μέ πο­λύ δι­σταγ­μό. ὁ Κύ­ριος ὅ­μως πού δι­α­βά­ζει τίς σκέ­ψεις τούς γυ­ρί­ζει πί­σω, τούς βλέ­πει καί στα­μα­τά­ει.

Τί ζη­τεῖ­τε;, τούς ρω­τά­ει.

Γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης Σω­τή­ρας καί τί ζη­τοῦ­σαν καί γιά ποι­ό σκο­πό Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Τούς ρώ­τη­σε ὅ­μως, γιά νά τούς δώ­σει ἀ­φορ­μή νά πλη­­σιά­σουν. Νά τούς δώ­σει τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη οἰ­κει­ό­τη­τα καί τό θάρ­ρος νά Τοῦ μι­λή­σουν.

Κι ἐ­κεῖ­νοι τί νά ποῦν; Σάν μι­κρά καί ἄ­δο­λα παι­διά χα­ρού­με­να γιά τήν προ­σέγ­γι­ση ρω­τοῦν:

Ραβ­βί ποῦ μένεις;

Καί εἶ­χαν τό­τε τή με­γά­λη τι­μή ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί ὁ Ἀν­­δρέ­ας ὄ­χι μό­νο νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σουν καί νά δοῦν πού μέ­νει, ἀλ­λά καί νά μεί­νουν μα­ζί Του τήν ὑ­πό­λοι­πη ἡμέρα. Μα­κά­ριοι καί προ­νο­μι­οῦ­χοι ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κά οἱ δυ­ό Μα­θη­τές!

Ἡ ὁ­ρι­στι­κή κλή­ση

Ἔ­μει­νε λοι­πόν ὁ Ἀν­δρέ­ας μα­ζί μέ τό συμ­μα­θη­τή τοῦ Ἰ­ω­άν­νη κον­τά στόν Ἰ­η­σοῦ. Ποι­ός ξέ­ρει τί εἶ­δαν καί τί ἄ­κου­σαν τίς ὧ­ρες αὐ­τές ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Μεσ­σί­α!

Ἡ ἡμέρα αὐ­τή ἦ­ταν ἱ­στο­ρι­κή καί γιά τούς δυ­ό. Γέ­μι­σε ἡ ψυ­χή τους ἀ­πό χα­ρά καί ἀ­γαλ­λί­α­ση. Ἱ­κα­νο­ποι­ή­θη­καν πέ­ρα γιά πέ­ρα οἱ ἐ­σω­τε­ρι­κοί τους πό­θοι. Αἰ­σθάν­θη­καν ὅ,τι αἰ­σθάν­θη­καν ἀρ­γό­τε­ρα καί οἱ ἄλ­λοι Μα­θη­τές. αὐ­τό πού αἰ­σθά­νον­ται οἱ πι­στοί ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, ὅ­τι ρή­μα­τα ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου ἔ­χει (Ἰ­ω. ς΄ 68).

Ποι­ός ἄλ­λω­στε ἄ­κου­σε τόν Κύ­ριο νά μι­λά­ει καί δέν ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βος; Καί αὐ­τοί ἀ­κό­μη οἱ ἐ­χθροί Του ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν: «Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ὡς οὗ­τος ὁ ἄν­θρω­πος» (Ἰ­ω. ζ΄ 46).

Ἄ­ξιο ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τά τά Ἱ­ε­ρά συ­ναι­σθή­μα­τα οἱ δυ­ό Μα­θη­τές τοῦ Κυ­ρί­ου δέν τά κρά­τη­σαν μό­νο γιά τόν ἑ­αυ­τό τους. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἀν­δρέ­ας σπεύ­δει νά φέ­ρει τό με­γά­λο μή­νυ­μα στόν ἀ­δελ­φό του Σί­μω­να:

Εὑ­ρή­κα­μεν τόν Μεσ­σί­αν, τοῦ λέ­ει. Καί μο­λο­νό­τι ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν πε­ρα­σμέ­νη καί εἶ­χε ἀρ­χί­σει γύ­ρω νά ἁ­πλώ­νε­ται ἡ νύ­χτα, παίρ­νει τό Σί­μω­να καί τόν ὁ­δη­γεῖ κον­τά στό Χρι­στό.

Καί ἤ­γα­γεν αὐ­τόν πρός τόν Ἰ­η­σοῦν.

Τί συγ­κι­νη­τι­κή στιγ­μή!

Ὁ ἀ­δελ­φός ὁ­δη­γεῖ τόν ἀ­δελ­φό στόν Ἰ­η­σοῦ! Δέν μπο­ροῦ­σε βε­βαί­ως ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή νά φαν­τα­σθεῖ ὁ Ἀν­δρέ­ας τή με­γά­λη καί ἱ­στο­ρι­κή ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς ἐ­νέρ­γειας. Πῶς νά φαν­τα­σθεῖ ὅ­τι ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ὁ­δη­γοῦ­σε στό Χρι­στό ὄ­χι τόν ἀ­δελ­φό του ἀλ­λά τόν με­γά­λο πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου τό συμ­βο­λι­κό ὄ­νο­μα Πέ­τρος!

Ἔ­τσι θά μέ­νει γιά πάν­τα πα­ρά­δειγ­μα γιά ὅ­λους μας. Νά φρον­τί­ζου­με δη­λα­δή νά ὁ­δη­γοῦ­με στό Χρι­στό τούς δι­κούς μας ἀν­θρώ­πους καί μά­λι­στα τά παι­διά καί τούς νέ­ους. Ποι­ός ξέ­ρει ἄν ἡ γνω­ρι­μί­α καί ὁ σύν­δε­σμος αὐ­τός, ἐ­κτός ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή ὠ­φέ­λεια, γί­νει ἀ­φορ­μή νά ἀ­να­δει­χθεῖ κά­ποι­ος ἐρ­γά­της καί κή­ρυ­κας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, εὔ­χρη­στο ὄρ­γα­νο τοῦ Θε­οῦ στό κή­ρυγ­μα γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ στή γῆ!

Πό­σος και­ρός πέ­ρα­σε ἀ­πό τήν πρώ­τη γνω­ρι­μί­α τοῦ Ἀν­δρέ­α μέ τόν Ἰ­η­σοῦ δέν εἶ­ναι γνω­στό. Ὁ Κύ­ριος βγῆ­κε κά­ποι­α ἡμέρα νά περ­πα­τή­σει κον­τά στήν ὡραί­α λί­μνη Γεν­νη­σα­ρέτ. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ καί τή λί­μνη καί τούς ἁ­λι­εῖς. Ἦταν ἄλ­λω­στε ὁ με­γά­λος τῶν ψυ­χῶν Ἁ­λι­έ­ας. Καί γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό σκο­πό περ­πα­τά­ει τώ­ρα κον­τά στή λί­μνη γιά νά ψα­ρέ­ψει ψυ­χές ἀν­θρώ­πων.

Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἐ­κεῖ θά ἔ­βρι­σκε τά κα­τάλ­λη­λα ὄρ­γα­να πού θά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε στό ἔρ­γο τῆς ἁ­λι­εί­ας τῶν ψυ­χῶν. Ἐ­κεῖ λοι­πόν συ­ναν­τά­ει τόν Ἀν­δρέ­α καί τόν ἀ­δελ­φό του Σί­μω­να τήν ὥ­ρα πού ἔ­ρι­χναν τά δί­χτυ­α τους στή θά­λασ­σα. Εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ βε­βαί­ως μα­ζί τους ἡ πρώ­τη γνω­ρι­μί­α. Δέν εἶ­χε γί­νει ὅ­μως ἡ ὁ­ρι­στι­κή κλή­ση. Γί αὐ­τό ὁ Ἀν­δρέ­ας καί ὁ Πέ­τρος συ­νέ­χι­ζαν τό ψά­ρε­μα χω­ρίς πο­τέ νά φαν­τα­σθουν τί ὁ Κύ­ριος τους ἐ­πι­φύ­λασ­σε. Εἶ­χαν τό­σο ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ ἀ­πό τήν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἐ­πα­φή, ὥ­στε συ­νέ­χεια τήν ἐ­φερ­ναν στή σκέ­ψη τους καί γι’ αὐ­τή συ­ζη­τοῦ­σαν. Ἡ ἀ­γα­θή τους ὅ­μως δι­ά­θε­ση δέν μπο­ροῦ­σε νά προ­χω­ρή­σει πιό πέ­ρα.

Αὐτό πού ἡ τα­πει­νή καρ­διά τους δέν μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πο­θέ­σει, τούς τό προ­σφέ­ρει τώ­ρα ὁ πα­νά­γα­θος Κύ­ριος. Τούς πλη­σιά­ζει λοι­πόν καί τούς ἀ­πευ­θύ­νει τήν κλή­ση:

«Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου, καί ποι­ή­σω ὑ­μᾶς γε­νέ­σθαι ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων» (Μάρκ. ἅ 17).

Τούς ζη­τά­ει νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τά πάν­τα καί νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σουν.

Καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῶν δυ­ό ἀ­δελ­φῶν δό­θη­κε ἔμ­πρα­κτα. Μιά ἐ­σω­τε­ρι­κή θεί­α πα­ρόρ­μη­ση κά­νει τόν Ἀν­δρέ­α καί τόν Πέ­τρο νά τά ἀ­φή­σουν ὅ­λα καί νά ἀ­κο­λου­θή­σουν τόν Χρι­στό.

Ὅ­λα! Καί βάρ­κα καί δί­χτυ­α καί οἰ­κο­γέ­νεια. Καί μά­λι­στα ἀ­μέ­σως. Χω­ρίς κα­μιά χρο­νο­τρι­βή. Χω­ρίς τόν πα­ρα­μι­κρό δι­σταγ­μό. Μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη.

«Οἱ δέ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τά δί­κτυ­α ἤ­κο­λου­θη­σαν αὐ­τῶ» (Μάτθ. δ 20).

Οὔ­τε πλού­τη οὔ­τε με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α εἶ­χαν ὁ Ἀν­δρέ­ας καί ὁ ἀ­δελ­φός του. Ἀλ­λά καί στά φτω­χι­κά καί ἐ­λά­χι­στα πού εἶ­χαν δέν προ­σκόλ­λη­σαν τήν καρ­διά τους. Τά ἀ­φή­νουν ὅ­λα γιά χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ. Τά προ­σφέ­ρουν ὅ­λα στόν Κύ­ριο. Γιά νά τούς δώ­σει ὁ Κύ­ριος ἀ­συγ­κρί­τως πε­ρισ­σό­τε­ρα καί ἀ­νώ­τε­ρα. Ἄλ­λου εἴ­δους πλοῖ­α καί δί­χτυ­α. Νά τούς χα­ρί­σει τόν τίτ­λο καί τήν τι­μή τοῦ Μα­θη­τῆ καί Ἀ­πο­στό­λου. Νά τούς κά­νει ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων, κή­ρυ­κες τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου στήν Οἰ­κου­μέ­νη. Νά τούς προ­σφέ­ρει ἀν­τί τῶν ἐ­πι­γεί­ων τά ἐ­που­ρά­νια. Ἀν­τί τῶν φθαρ­τῶν τά ἄ­φθαρ­τα. Γῆ καί Οὐ­ρα­νό. Τι­μή στή γῆ καί δό­ξα στόν Οὐ­ρα­νό.

Ἀλ­λά ἔ­τσι γί­νε­ται πάν­το­τε. Προ­σφέ­ρεις κά­τι ἀ­πό τήν ψυ­χή σου στό Θε­ό, καί Ἐ­κεῖ­νος σοῦ τό ἀν­τα­πο­δί­δει πολ­λα­πλά­σιο. Δί­νεις τόν ἑ­αυ­τό σου ὁ­λό­κλη­ρο, καί σοῦ χα­ρί­ζει πλοῦ­το καί δό­ξα αἰ­ώ­νια.

Μα­θη­τεί­α καί ἑ­τοι­μα­σί­α

Κλή­θη­κε ὁ Ἀν­δρέ­ας στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα! Νά ἀ­φή­σει ἔ­πρε­πε βάρ­κα καί δί­χτυ­α, οἰ­κεί­ους καί συγ­γε­νεῖς καί νά γί­νει ἁ­λι­έ­ας ψυ­χῶν. Κή­ρυ­κας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­νά τήν οἰ­κου­μέ­νη.

Μέ ποι­ά ὅ­μως προ­σόν­τα; Ψα­ράς αὐ­τός, ἄν­θρω­πος μι­κρῆς μορ­φώ­σε­ως, πῶς θά ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν στό ὑ­πε­ράν­θρω­πο αὐ­τό ἔρ­γο μέ­σα ἀ­πό τό­σες δυ­σκο­λί­ες; Δέν εἶ­χε φοι­τή­σει σέ σχο­λεῖ­α ψυ­χο­λο­γί­ας καί ρη­το­ρι­κῆς οὔ­τε ἄλ­λων κοι­νω­νι­κῶν καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν γνώ­σε­ων.

Αὐτά ὅ­μως πού ἰ­σχύ­ουν καί θε­ω­ροῦν­ται τά μό­να ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά κο­σμι­κές ἀ­πο­στο­λές, δέν ἔ­χουν τόν πρῶ­το λό­γο στήν ἱ­ε­ρή ἀ­πο­στο­λή τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ἐ­δῶ πρό­κει­ται γιά θεῖ­ο καί πνευ­μα­τι­κό ἔρ­γο, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­παι­τοῦν­ται πνευ­μα­τι­κά καί θεί­α προ­σόν­τα. Αὐ­τά ἀ­πο­τε­λοῦν βα­σι­κή πρου­πό­θε­ση ἐ­πι­τυ­χί­ας καί καρ­πο­φο­ρί­ας.

Καρ­διά εἰ­λι­κρι­νής καί ἄ­δο­λη. Τα­πεί­νω­ση καί πί­στη. Ἐ­κεῖ θά ἐ­πι­σκη­νώ­σει ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καί θά με­τα­βά­λει τούς ἀ­γράμ­μα­τους σέ σο­φούς, τούς δει­λούς σέ τολ­μη­ρούς, τούς ἀ­δύ­να­τους σέ δυ­να­τούς. Αὐ­τά τά πνευ­μα­τι­κά προ­σόν­τα τά δι­έ­θε­τε ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας. Καί μα­ζί μέ αὐ­τά τό με­γά­λο προ­νό­μιο νά μα­θη­τεύ­σει ὄ­χι κον­τά σέ κά­ποι­ο σο­φό ἀλ­λά στή Σχο­λή τοῦ πάν­σο­φου ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Θε­οῦ, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ.

Τρί­α ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἀ­πό τήν ἡμέρα της με­γά­λης κλή­σε­ως κρά­τη­σε ἡ πο­λύ­τι­μη αὐ­τή μα­θη­τεί­α. Γιά τρί­α χρό­νια μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους ἕν­δε­κα μα­θη­τές ὁ Ἀν­δρέ­ας ἀ­κο­λου­θεῖ τό Χρι­στό στίς ὁ­δοι­πο­ρί­ες Του. Περ­πα­τά­ει μα­ζί Του σέ πό­λεις καί χω­ριά, ἀ­κού­ει τή δι­δα­σκα­λί­α Του, πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά θαύ­μα­τά Του.

Πό­σες νου­θε­σί­ες δέν δέ­χθη­κε καί αὐ­τός, γιά νά προ­ε­τοι­μα­σθεῖ κα­τάλ­λη­λα γιά τή με­γά­λη ἀ­πο­στο­λή του. Πό­σες συγ­κι­νή­σεις ἀ­πό τήν ἀ­να­στρο­φή του μέ τό Δι­δά­σκα­λο.

Λυ­πᾶ­ται, ὅ­ταν συ­ναν­τοῦν τήν πώ­ρω­ση καί ἀ­δι­α­φο­ρί­α τῶν Ἑ­βραί­ων. Χαί­ρε­ται, ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νουν πί­στη καί προ­θυ­μί­α. Πο­θεῖ νά ζή­σει καί ὁ ἴ­διος τή ζω­ή ὅ­πως τή δι­δά­σκει ὁ Κύ­ριος καί ὅ­πως τήν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει μέ τό πα­ρά­δειγ­μά Του. Αὐ­τό ἄλ­λω­στε ἦ­ταν καί τό ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο προ­νό­μιο τῆς μα­θη­τεί­ας του. Εἶ­χε μπρο­στά του γιά τρί­α χρό­νια τήν ἔκ­πα­γλη μορ­φή καί τό ἀ­πα­ρά­μιλ­λο πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἀ­να­μάρ­τη­του Ἰ­η­σοῦ.

Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πάρ­ξει πο­τέ ἀ­νώ­τε­ρης ἀ­ξί­ας Σχο­λή καί πιό ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη προ­ε­τοι­μα­σί­α γιά τό κή­ρυγ­μα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πό αὐ­τή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α καί τῶν ἄλ­λων μα­θη­τῶν; Ὁ Χρι­στός καί ὁ νό­μος Του θά ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τούς ἐρ­γά­τες τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν τό σκο­πό καί τή βά­ση ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ κη­ρύγ­μα­τος.

Οἱ Ἱ­ε­ροί εὐ­αγ­γε­λι­στές δι­α­σώ­ζουν ὁ­ρι­σμέ­να πε­ρι­στα­τι­κά τῆς τρι­ε­τί­ας στά ὁ­ποῖ­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά πρω­το­στα­τεῖ ὁ Ἀν­δρέ­ας.

Ὁ Κύ­ριος βρί­σκε­ται στήν ἔ­ρη­μο μέ τούς μα­θη­τές Του. Πλῆ­θος πο­λύ ἀν­θρώ­πων Τόν ἀ­κο­λού­θη­σε, γιά νά ἀ­κού­σει τή δι­δα­σκα­λί­α Του. Ὅ­λο ὅ­μως αὐ­τό τό πλῆ­­θος τῶν χι­λιά­δων ἀν­θρώ­πων με­τά τήν τρο­φή τῆς ψυ­χῆς, δη­λα­δή τό κή­ρυγ­μα, εἶ­χε ἀ­νάγ­κη νά τρα­φεῖ καί σω­μα­τι­κά.

Ἀλ­λά πώς νά τρα­φεῖ καί νά χορ­τά­σει, ἀ­φοῦ στήν ἔ­ρη­μο δέν ὑ­πῆρ­χε Ἴ­χνος τρο­φῆς; Τό­τε ὁ Ἀν­δρέ­ας πλη­­σιά­ζει τόν Κύ­ριο καί Τόν πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ κο­ν­τά βρι­σκό­ταν ἕνα παι­δά­κι πού εἶ­χε πέν­τε ψω­μιά κρί­θι­να καί δυ­ό ψά­ρια. Αὐ­τά ὅ­μως πῶς μπο­ροῦν νά ἐ­παρ­κέ­σουν γιά τό­σο πλῆ­θος; Πα­ρό­λα αὐ­τά τό ἀ­να­κοι­νώ­νει στό Δι­δά­σκα­λο: «Ἐ­στί παι­δά­ριον ἐν ὧ­δε, ὅς ἔ­χει πέν­τε ἄρ­τους κρι­θί­νους καί δυ­ό ὀ­ψά­ρια ἀλ­λά ταῦ­τα τί ἐ­στιν εἰς το­σού­τους»; (Ἰ­ω. ς΄ 9).

Καί ἐ­πα­κο­λού­θη­σε ἀ­μέ­σως τό θαῦ­μα τοῦ χορ­τα­σμοῦ μέ τά πε­νι­χρά ἐ­κεῖ­να τρό­φι­μα καί τό πε­ρίσ­σευ­μα τῶν δώ­δε­κα κο­φί­νων.

Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Κύ­ριος προ­φή­τευ­σε τήν κα­τα­στρο­φή τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, ἔκ­πλη­κτος ὁ Ἀν­δρέ­ας μα­ζί μέ τρεῖς ἀ­κό­μη μα­θη­τές Τόν ρώ­τη­σαν νά τούς ἐ­ξη­γή­σει πό­τε θά γί­νουν αὐ­τά καί τί ση­μά­δι θά φα­νεῖ, πρίν ἀ­κρι­βῶς συμ­βοῦν: Εἰπέ ἡμῖν πό­τε ταῦ­τα ἐ­σται, καί τί τό ση­μεῖ­ον ὅ­ταν μέλ­λῃ πάν­τα ταῦ­τα συν­τε­λεῖ­σθαι; (Μάρκ. ιγ΄ 4). Ἀ­πό τήν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή ἔ­λα­βε ὁ Κύ­ριος ἀ­φορ­μή νά τούς ἀ­να­πτύ­ξει σπου­δαί­ας ση­μα­σί­ας δι­δα­σκα­λί­α, τήν ὁ­ποί­α πα­ρα­θέ­τει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος στό ιγ΄ κε­φά­λαι­ο τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου του.

Ὑ­πάρ­χει καί ἄλ­λο πε­ρι­στα­τι­κό, τό ὁ­ποῖ­ο συν­δέ­ε­ται μέ τούς Ἕλ­λη­νες καί ἔ­λα­βε χώ­ρα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, λί­γο πρίν ἀ­πό τό σω­τή­ριο πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου.

Οἱ Ἕλ­λη­νες, δη­λα­δή οἱ προ­σή­λυ­τοι πού βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ, θέ­λη­σαν νά δοῦν καί νά γνω­ρί­σουν ἀ­πό κο­ν­τά τόν Ἰ­η­σοῦ. Ἀ­πευ­θύ­νον­ται λοι­πόν στό μα­θη­τή τοῦ Κυ­­ρί­ου, τόν Φί­λιπ­πο. Ἐ­κεῖ­νος στή συ­νέ­χεια ἀ­πευ­θύν­θη­κε στόν Ἀν­δρέ­α, καί οἱ δυ­ό μα­ζί, Ἀν­δρέ­ας καί Φί­λιπ­πος, γί­νον­ται οἱ ὁ­δη­γοί τῶν Ἑλ­λή­νων στό Χρι­στό.

Τό­τε ἄ­κου­σαν ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου τό βα­ρυ­σή­μαν­το λό­γο: «Ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα ἵ­να δο­ξα­σθῇ ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που» (Ἰ­ω. ιβ΄ 23).

Προ­φη­τι­κή ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε πλή­ρως, ὅ­ταν πο­λύ γρή­γο­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ καί οἱ ἄλ­λοι πι­στοί ἐ­πέ­κτει­ναν τό κή­ρυγ­μα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου στήν Ἑλ­λά­δα καί στούς ἄλ­λους εἰ­δω­λο­λα­τρι­κούς λα­ούς. Μέ πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἐ­θνι­κοί ἄ­κου­σαν καί δέ­χθη­καν τό κή­ρυγ­μα, ἐγ­κολ­πώ­θη­καν τόν Χρι­στι­α­νι­σμό καί δό­ξα­σαν τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός δό­ξα­σε τούς Ἕλ­λη­νες, τούς τί­μη­σε καί τούς ἀ­νύ­ψω­σε σέ Ἔ­θνος εὐ­λο­γη­μέ­νο καί προ­νο­μι­οῦ­χο.

Τρί­α χρό­νια πέ­ρα­σε ὁ Ἀν­δρέ­ας κον­τά στόν Κύ­ριο ἀ­πό τή στιγ­μή τῆς κλή­σε­ως μέ­χρι τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ἐν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­σή Του. Τόν εἶ­δε μέ τά μά­τια του Ἀ­να­στη­μέ­νο. Τόν εἶ­δε, ὅ­ταν τούς ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κλει­σμέ­νους στό ὑ­πε­ρῶ­ο ἀ­πό τό φό­βο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων.

Τόν εἶ­δε, ὅ­ταν ὡς πη­γή τῶν χα­ρι­σμά­των τούς ἐ­νε­φύ­ση­σε πνο­ή νέ­ας ζω­ῆς, τό ζω­ο­ποι­οῦν Πνεῦ­μα καί τούς ἔ­δω­σε τόν ἀρ­ρα­βώ­να τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Ἰ­ω. κ΄ 22). Ὅ­ταν τούς ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ὅ­τι αὐ­τός ὁ παν­το­δύ­να­μος Κύ­ριος θά εἶ­ναι μα­ζί τους πά­σας τάς ἡμέρας (Μάτθ. κή 20). Ὅ­ταν τούς ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θά στεί­λει τε­λι­κά τόν Πα­ρά­κλη­το, τό Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί θά τούς ὑ­πεν­θυ­μί­σει ὅ­λα ὅ­σα Ἐ­κεῖ­νος τούς εἶ­πε καί θά τούς ὁ­δη­γή­σει «εἰς πά­σαν τήν ἀ­λή­θειαν» (Ἰ­ω. ις΄ 13).

Εὐ­λο­γη­με­νη πράγ­μα­τι ἡ μα­θη­τεί­α καί ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α!

Στό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο

Πολ­λά εἶ­χε ἀ­κού­σει ὁ κλη­τός του Κυ­ρί­ου μα­θη­τής Ἀν­δρέ­ας καί ἀ­κό­μη πιό πολ­λά εἶ­χε δεῖ καί αἰ­σθαν­θεῖ κον­τά στό Δι­δά­σκα­λο γιά μί­α ὁ­λό­κλη­ρη τρι­ε­τί­α.

Πό­σο ὅ­μως ἦ­ταν δυ­να­τό νά ἐμ­βα­θύ­νει σέ ὅ­λα αὐ­τά; Κυ­ρί­ως νά κα­τα­νο­ή­σει τά βα­θιά μυ­στή­ρια τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ; Πῶς ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ἀν­τι­λη­φθεῖ καί στή συ­νέ­χεια νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου νά δι­δά­ξουν τό εὐ­αγ­γέ­λιο σέ ὄ­λον τόν κό­σμο;

Τό με­γά­λο ἔρ­γο τῆς τρι­ε­τοῦς μα­θη­τεί­ας κον­τά στόν Κύ­ριο θά τό συμ­πλή­ρω­νε στή συ­νέ­χεια τό Πα­ρά­κλη­το Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο καί πε­ρί­με­ναν. Μα­ζί μέ τούς ἕν­­δε­κα Μα­θη­τές ἦ­ταν καί ὁ Ἀν­δρέ­ας καί ὁ­μο­θυ­μα­δόν μέ τούς ἄλ­λους πε­ρί­με­ναν στό ὑ­πε­ρῶ­ο μέ ἀ­γα­θή καρ­διά τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Καί ἦρ­θε ὁ ἀ­γα­θός Πα­ρά­κλη­τος τήν πεν­τη­κο­στή ἡ­μέ­ρα ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἦρ­θε «ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βια­ίας» (Πράξ. β΄ 2) καί ὡς γλώσ­σα πυ­ρός με­τέ­δω­σε τά χα­ρί­σμα­τά Του σέ κα­θέ­να ἀ­πό τούς Μα­θη­τές, καί φυ­σι­κά καί στόν Ἀν­δρέ­α.

Καί ἐ­πλή­σθη καί αὐ­τός Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, ἕ­τοι­μος γιά τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του ἔρ­γο. Ὁ πρώ­ην ἁ­λι­έ­ας τῶν ψα­ρι­ῶν ξε­κι­νᾶ γιά νά γί­νει ψα­ράς ἀν­θρώ­πων.

Γιά ὅ­λο τό μα­κρύ τα­ξί­δι του καί τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή τοῦ δρά­ση δέν ἀ­να­φέ­ρουν τί­πο­τε οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἡ ἄλ­λο βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ὅ­μως συγ­γρα­φεῖς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων μας δί­νουν ἀρ­κε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες. Με­ρι­κές ἀ­πό αὐ­τές θά ἀ­να­φέ­ρου­με μέ συν­το­μί­α.

Θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι τί­πο­τα τό ἐν­τυ­πω­σια­κό δέν πα­ρου­σιά­ζει ὁ με­γά­λος ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος. Τί­πο­τα ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού θαμ­πώ­νουν τόν κό­σμο καί κά­νουν τούς ἀν­θρώ­πους νά ἀ­κοῦ­νε μέ θαυ­μα­σμό καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Ἀν­τί­θε­τα ἔ­χει τήν ὄ­ψη ἡ­λι­ο­κα­μέ­νου ψα­ρᾶ, μέ ἐν­δύ­μα­τα πτω­χι­κά καί σκο­νι­σμέ­να. Μέ­σα του ὅ­μως ἔ­χει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον. Στήν ψυ­χή του ἔ­χει θρο­νι­α­σμέ­νη τήν πί­στη. Στό στό­μα του τό λό­γο τοῦ Σταυ­ροῦ πού εἶ­ναι «δύ­να­μις εἰς σω­τη­ρί­αν παν­τί τῷ πι­στεύ­ον­τι» (Ρώμ. α΄ 16).

Μέ αὐ­τά τά ἐ­φό­δια ξε­κι­νᾶ ὡς ἀρ­νί ἐν μέ­σῳ λύ­κων, ὅ­πως προ­φή­τευ­σε ὁ Κύ­ριος (Λούκ. ι΄ 3). Καί ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κά ἐ­πο­χή λύ­κων. Κοι­νω­νί­α ἀν­θρώ­πων δι­ε­φθαρ­μέ­νων, φα­να­τι­κῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, μέ πά­θη φο­βε­ρά καί ἀ­κα­το­νό­μα­στα, μέ ἐγ­κλή­μα­τα καί πα­ρα­πτώ­μα­τα ἠ­θι­κά. Λύ­κοι πού ἀ­νά­με­σά τους ἐ­πρό­κει­το νά ἐρ­γα­σθεῖ ὡς ἄρ­νιον ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας.

Ἀ­πτό­η­τος καί ἀ­κα­τά­βλη­τος, μέ τή φλό­γα τῆς πί­στε­ως στό Χρι­στό καί μέ τήν ἔν­το­νη ἀ­νά­μνη­ση τῆς ἐν­το­λῆς πο­ρευ­θέν­τες μα­θη­τεύ­σα­τε πάν­τα τά ἔ­θνη…, ξε­κι­νᾶ γιά τήν Ἀ­σί­α. Δι­α­κα­ής πό­θος του εἶ­ναι οἱ λύ­κοι νά γί­νουν ἀρ­νιά τοῦ Χρι­στοῦ. Γί αὐ­τό πε­ρι­ο­δεύ­ει καί κη­ρύτ­τει. Κη­ρύτ­τει ἀ­νά­με­σα σέ ἀν­τι­δρά­σεις καί δι­ωγ­μούς. Ἀλ­λά μέ τή φα­νε­ρή πα­ρου­σί­α καί τήν ἔκ­δη­λη ἐ­νί­σχυ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πο­σχέ­θη­κε στούς Ἀ­πο­στό­λους Του ὅ­τι θά εἶ­ναι μα­ζί τους.

Ἡ Νί­και­α, ἡ Νι­κο­μή­δεια, ἡ Βι­θυ­νί­α, ἡ Ἡ­ρά­κλεια καί τά μέ­ρη τοῦ Πόν­του δέ­χον­ται τή θε­ό­σταλ­τη καί εὐ­ερ­γε­τι­κή ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Σέ κά­θε τό­πο δι­δά­σκει καί με­τα­δί­δει φῶς Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί θαυ­μα­τουρ­γεῖ. Ἀ­κό­μη χει­ρο­το­νεῖ ἱ­ε­ρεῖς καί ἐ­πι­σκό­πους «πρός κα­ταρ­τι­σμόν τῶν ἁ­γί­ων» (Ἐφ. δ 12), ἐ­κεί­νων πού πί­στευ­σαν μέ τό λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου στό Χρι­στό καί ὅ­λων ὅ­σων στό μέλ­λον θά δε­χθοῦν τή χρι­στι­α­νι­κή πί­στη.

Φθά­νει ἀ­κό­μη καί στήν ἀ­χα­νῆ Ρω­σί­α μέ­χρι καί τό Κί­ε­βο, γιά νά κη­ρύ­ξει τό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄ­ξιο ὅ­μως ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς εἶ­ναι ὅ­τι πρῶ­τος ὁ Ἀν­δρέ­ας ὡς Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ κή­ρυ­ξε τήν εὐ­αγ­γε­λι­κή ἀ­λή­θεια στό Βυ­ζάν­τιο καί ἵ­δρυ­σε τήν πρώ­τη ἐ­κεῖ Ἐκ­κλη­σί­α. Εἶ­ναι ὁ πρό­δρο­μος καί θε­με­λι­ω­τής τῆς λαμ­πρῆς δό­ξας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ὅ­ταν ὡς πρω­τεύ­ου­σα τῆς με­γά­λης Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας θά ἀ­να­και­νι­ζό­ταν καί θά ὀ­νο­μα­ζό­ταν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ἡ Πό­λη πού θά ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό φά­ρο τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί θά ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη χι­λι­ε­τί­α σέ Ἀ­να­το­λή καί Δύ­ση.

Πό­σοι κό­ποι καί ἀ­γῶ­νες χρει­ά­σθη­καν καί ἐ­δῶ μέ­χρι νά συγ­κρο­τη­θεῖ ἡ πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α μέ πρῶ­το της Ἐ­πί­σκο­πο τόν Στά­χυ, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κα­τέ­στη­σε ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας.

Ἀ­πό τό­τε ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο αἰ­σθά­νε­ται ξε­χω­ρι­στή εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί ἀ­πο­δί­δει ἰ­δι­αί­τε­ρη τι­μή στόν ἱ­δρυ­τή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου ἀ­πό­στο­λο ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α, τόν ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρεῖ προ­στά­τη καί ἐμ­ψυ­χω­τή σέ ὅ­λη τή μα­κραί­ω­νη ζω­ή καί δρά­ση του.

Τόν ἅ­γιο ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α πα­ρα­κα­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα στις­ ἥ­με­ρες αὐ­τές τῆς δο­κι­μα­σί­ας του νά τό προ­στα­τεύ­ει. Νά τό ἀ­ξι­ώ­σει νά βρεῖ καί πά­λι τήν πα­λαι­ά του αἴ­γλη, γιά νά εἶ­ναι πάν­το­τε Φά­ρος τοῦ Ἔ­θνους καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Στήν Πά­τρα

Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας μό­νο στή Μ. Ἀ­σί­α. Δέν ἔ­μει­νε γιά πάν­τα στό Βυ­ζάν­τιο καί τίς γύ­ρω πε­ρι­ο­χές. Περ­νᾶ στή Θρά­κη. Προ­χω­ρεῖ στή Μα­κε­δο­νί­α, συ­νε­χί­ζει στή Θεσ­σα­λί­α καί φθά­νει στήν Πά­τρα. Ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος σταθ­μός τῆς πο­λύ­μο­χθης καί ἀ­πό­λυ­τα ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νης καί θε­ά­ρε­στης ἀ­πο­στο­λι­κῆς του πε­ρι­ο­δεί­ας.

Ἐ­δῶ τόν πε­ρι­μέ­νουν σκλη­ροί ἀ­γῶ­νες ἀλ­λά καί νί­κες με­γά­λες γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἐ­ξῆλ­θε νι­κῶν καί ἵ­να νι­κή­σῃ» (Ἀ­ποκ. ς΄ 2). Καί ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος τοῦ δί­νει δύ­να­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή, ὥ­στε μέ τή θε­ρα­πεί­α ἀ­σθε­νῶν νά προ­σελ­κύ­σει τούς κα­λο­δι­ά­θε­τους στήν ἀ­λή­θεια τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ἔ­τσι συγ­κεν­τρώ­θη­κε ὁ πρῶ­τος πυ­ρή­νας τῶν Χρι­στια­νῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέ­χθη­καν τήν πί­στη μέ θερ­μό­τη­τα καί ἐν­θου­σια­σμό. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί πρό­σω­πα ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νι­κῆς θέ­σε­ως καί μορ­φώ­σε­ως. Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ κα­τα­κτᾶ μέ τό χρό­νο ἔ­δα­φος καί ἡ πό­λη τῶν Πα­τρέ­ων δεί­χνει ἐν­δι­α­φέ­ρον καί πλαι­σι­ώ­νει τόν θεῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο.

Στό ἔρ­γο αὐ­τό ὁ ἀν­τί­δι­κος ὡς ὠ­ρυό­ο­με­νος λέ­ων βρυ­χᾶ­ται. Ζη­τά­ει μέ κά­θε τρό­πο νά ἀ­χρη­στεύ­σει καί νά ἐ­ξα­φα­νί­σει τόν Ἀ­πό­στο­λο, γιά νά συ­νε­χί­σει αὐ­τός τό κα­τα­χθό­νιο ψυ­χο­φθό­ρο ἔρ­γο του στούς ἀν­θρώ­πους πού εἶ­χε κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­ξου­σί­α του. Ἐμ­πνέ­ει λοι­πόν στήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θύ­πα­του Αἰγεά­τη μί­σος φο­βε­ρό ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Καί μο­λο­νό­τι ὁ ἀν­θύ­πα­τος βλέ­πει μέ τά μά­τια του καί ψη­λα­φεῖ μέ τά χέ­ρια του μέ­σα στή δι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια τά θαύ­μα­τα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, πω­ρω­μέ­νος ὅ­πως εἶ­ναι γί­νε­ται ὄρ­γα­νο τοῦ σα­τα­νᾶ καί δί­νει ἐν­το­λή νά φυ­λα­κί­σουν τόν Ἅ­γιο.

Ἡ φυ­λα­κή ὅ­μως γιά τόν Ἀν­δρέ­α ἀ­πό τό­πος βα­σα­νι­σμου με­τα­βάλ­λε­ται σέ οἶ­κο προ­σευ­χῆς καί σέ ἀμ­βω­να κη­ρύγ­μα­τος τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ Χρι­στοῦ. Μέ­σα ἀ­πό τή φυ­λα­κή ὁ δέ­σμιος Ἀ­πό­στο­λος με­τα­δί­δει στούς πι­στούς δύ­να­μη καί φῶς. Ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἀ­λή­θει­ες ὑ­ψη­λές, τίς ὁ­ποῖ­ες τούς ἐμ­πι­στεύ­ε­ται ὡς πα­ρα­κα­τα­θή­κη ἱ­ε­ρή γιά τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Πα­τρέ­ων. Στό τέ­λος μά­λι­στα χει­ρο­το­νεῖ καί τόν πρῶ­το Ἐ­πί­σκο­πό τους, τόν Στρα­το­κλή.

Αὐ­τή ὅ­μως ἡ συ­νε­χής καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­α στή φυ­λα­κή ἐ­ξα­γρί­ω­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν ἀν­θύ­πα­το. Ὅ­ταν εἶ­δε ὁ Αἰγεά­της ὅ­τι τί­πο­τε δέν μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­σει τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ φλο­γε­ροῦ Ἀ­πο­στό­λου καί τήν προ­σή­λω­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά τι­μω­ρη­θεῖ ὁ Ἀν­δρέ­ας μέ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

Δέν ἄρ­γη­σε νά ἑ­τοι­μα­σθεῖ καί νά στη­θεῖ ὁ Σταυ­ρός. Σταυ­ρός σέ σχῆ­μα Χ κον­τά στήν πα­ρα­λί­α. Πά­νω σ’ αὐ­τόν δέ­θη­κε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Τρεῖς μέ­ρες ἔ­μει­νε δε­μέ­νος σφι­χτά στό φρι­κτό ξύ­λο. Ὁ πό­νος πο­λύς. Ἡ ὀ­δύ­νη ἀ­πε­ρί­γρα­πτη. Ἡ εἰ­ρη­νή τῆς ψυ­χῆς πού ζω­γρα­φί­ζε­ται στό πρό­σω­πό του ἐκ­πλη­κτι­κή.

Γύ­ρω ἀ­πό τό Σταυ­ρό συγ­κεν­τρώ­νε­ται πλῆ­θος κό­σμου. Ἄλ­λοι πι­στοί καί ἄλ­λοι πε­ρί­ερ­γοι. Σέ αὐ­τούς πού εἶ­ναι ψυ­χές προ­ο­ρι­σμέ­νες γιά τή σω­τη­ρί­α, στρέ­φει τό λό­γο ὁ Ἅ­γιος του Θε­οῦ. Συμ­βου­λεύ­ει καί πα­ρα­κα­λεῖ. Τούς συμ­βου­λεύ­ει νά μεί­νουν στα­θε­ροί στήν κλή­ση τους. Τούς πα­ρα­κα­λεῖ νά κά­νει ὁ κα­θέ­νας τόν ἑ­αυ­τό του να­ό ἅ­γιο καί κα­τοι­κη­τή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος.

Ὧ­ρες ἱ­ε­ρές! Στιγ­μές συγ­κλο­νι­στι­κές!

Εἶ­ναι οἱ τε­λευ­ταῖ­ες στιγ­μές τοῦ με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου. Πα­ρα­μέ­νει μέ τό σῶ­μα του δε­μέ­νο στό Σταυ­ρό καί θυ­μᾶ­ται τόν Κύ­ριό του. Ἐ­κεῖ στό Γολ­γο­θᾶ πά­νω στό Σταυ­ρό ἀ­τε­νί­ζει μέ τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς τά ἁ­πλω­μέ­να χέ­ρια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου καί ἐμ­πνέ­ε­ται καί παίρ­νει δύ­να­μη. Θε­ω­ρεῖ με­γά­λη τι­μή νά τε­λει­ώ­σει τή ζω­ή του ὅ­πως καί ὁ Κύ­ριος του. Καί ἔ­τσι κα­θώς αἰ­σθά­νε­ται τίς δυ­νά­μεις του νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν, ἀ­φή­νει ἀ­πό τά χεί­λη του νά βγοῦν αὐ­τά τά λό­για:

«Ὤ, ἀ­γα­θέ Σταυ­ρέ, ὁ εὐ­πρέ­πειαν καί ὡ­ραιό­τη­τα ἐκ τῶν με­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου δε­ξά­με­νος, ἐ­πί πο­λύ ἐ­πι­πό­θη­τε καί σπου­δαί­ως ἐ­πι­θυ­μη­τέ καί ἐ­κτε­νῶς ἐ­πι­ζη­τού­με­νε, λά­βε με ἀ­πό τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἀ­πό­δος μέ τῷ Δι­δα­σκά­λῳ μου».

Στρέ­φει ὁ Ἅ­γιος τοῦ Θε­οῦ τό βλέμ­μα του στόν οὐ­ρα­νο καί μέ βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση λέ­ει:

Ἤ­δη τόν Βα­σι­λιά μου βλέ­πω καί προ­σκυ­νῶ. Ἐ­νώ­πιόν Του πα­ρί­στα­μαι, ὅ­που ὑ­πάρ­χουν οἱ Τα­ξι­αρ­χί­ες, ὅ­που τό φῶς χω­ρίς νύ­κτα, ὅ­που τά ἄν­θη δέν μα­ραί­νον­ται, ὅ­που δέν ὑ­πάρ­χει ὀ­δύ­νη οὔ­τε τό ὄ­νο­μα τῆς λύ­πης ἀ­κού­γε­ται, ὅ­που ἡ χα­ρά καί ἡ ἀ­γαλ­λί­α­ση δέν ἔ­χει τέ­λος.

Καί οἱ τε­λευ­ταῖ­ες του λέ­ξεις:

Δέ­ξαι μέ, Δέ­σπο­τα. Προσ­λα­βοῦ μέ πρός Σέ, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ὅν εἶ­δον, ὅν φι­λῶ, ἐν τῷ ὁ­ποί­ῳ εἰ­μί καί ἐ­σο­μαι. Δέ­ξαι μέ ἐν εἰ­ρή­νῃ εἰς τάς αἰ­ω­νίους σου σκη­νάς.

Ἔ­τσι τε­λεί­ω­σε ἡ ζω­ή τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Χρι­στό κον­τά στόν Ἰ­ορ­δά­νη, δέ­χθη­κε τήν κλή­ση πλη­σί­ον τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ καί γιά τρί­α ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια μα­θή­τευ­σε κον­τά στό Δι­δά­σκα­λο. Στή συ­νέ­χεια Τόν κή­ρυ­ξε στήν Ἀ­σί­α καί στήν Ἑλ­λά­δα, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­μει­νε δι­ωγ­μούς καί θυ­σί­ες πού ἔ­φτα­σαν μέ­χρι τό σταυ­ρι­κό θά­να­το.

Ἡ πό­λη τῶν Πα­τρέ­ων τι­μᾶ τόν ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α, τόν Πρω­τό­κλη­τό του Κυ­ρί­ου μα­θη­τῆ, ὡς πο­λι­οῦ­χο καί προ­στά­τη της. Πρός τι­μήν του ἔ­χει οἴ­κο­δο­μη­σει τε­λευ­ταῖ­α λαμ­πρό, καλ­λι­μάρ­μα­ρο καί πε­ρι­καλ­λέ­στα­το Να­ό, καύ­χη­μα ὄ­χι μό­νο τῶν Πα­τρῶν ἀλ­λά καί ὅ­λης της Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Μέ­σα σ’ αὐ­τόν ἔ­χει ὡς εὐ­λο­γί­α θη­σαυ­ρί­σει τήν τι­μί­α κά­ρα του, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πα­νῆλ­θε στόν τό­πο πού τῆς ἀ­νῆ­κε. Καί ἔ­λα­βε τή θέ­ση της, γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στούς εὐ­λα­βεῖς προ­σκυ­νη­τές τή ζω­ή, τούς κό­πους καί τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου καί νά τούς φι­λο­τι­μεῖ γιά ζω­ή καί δρά­ση ἀ­νά­λο­γη.

Στι­χη­ρόν τοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦχος δ΄

Ὁ τοῦ Προ­δρό­μου φω­τί με­μορ­φω­μέ­νος, ὅ­τε τό ἀ­παύ­γα­σμα τό ἐ­νυ­πό­στα­τον,

τῆς πα­τρι­κῆς δό­ξης ἔ­φα­νε ἀν­θρώ­πων γέ­νος, δι’ εὐ­σπλαγ­χνί­αν σῶ­σαι βου­λό­με­νος,

τό­τε πρῶ­τος, Ἔν­δο­ξε, τού­τῳ προ­σέ­δρα­μες, κα­ταυ­γα­σθείς τήν δι­ά­νοι­αν,

τε­λει­ο­τά­τη μαρ­μα­ρυ­γή αὐ­τοῦ τῆς Θε­ό­τη­τος ὅ­θεν καί κῆ­ρυξ καί Ἀ­πό­στο­λος χρη­μα­τι­σθείς Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν

ὅν ἱ­κέ­τευ­ε σῶ­σαι καί φω­τί­σαι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Κον­τά­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος β΄

«Τόν τῆς ἀν­δρεί­ας ἐ­πώ­νυ­μον θε­η­γό­ρον καί μα­θη­τῶν τόν πρω­τό­κλη­τον τοῦ Σω­τῆ­ρος,

Πέ­τρου τόν σύγ­γο­νον εὐ­φη­μή­σω­μεν ὅ­τι ὡς πά­λαι τού­τω καί νῦν ἡμῖν ἐ­κέ­κρα­γεν εὑ­ρή­κα­μεν, δεῦ­τε, τόν πο­θού­με­νον».

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦχος δ΄

Ὡς τῶν Ἀ­πο­στό­λων Πρω­τό­κλη­τος καί τοῦ Κο­ρυ­φαί­ου αὐ­τά­δελ­φος,

τόν Δε­σπό­την τῶν ὅ­λων, Ἀν­δρέ­α, ἱ­κέ­τευ­ε,

εἰ­ρή­νην τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ δω­ρή­σα­σθαι καί ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν τό μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη