Ἡ μικρή σέ ἔκταση ἀλλά μεγάλη καί πλούσια σέ ἀποστολή πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα, ἔχει τήν ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλογία νά ὀνομάζεται χώρα ἀποστολική. Πολλές πόλεις της δέχθηκαν τήν ἐπίσκεψη τῶν Ἀποστόλων καί ἄκουσαν τό ἀνακαινιστικό κήρυγμά τους, ὅπως τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου τοῦ ὁποίου στή συνέχεια δέχθηκαν καί τίς ἐπιστολές.
Ξεχωριστή τιμή γιά τήν πατρίδα μας ἀποτελεῖ ἡ εὐεργετική καί σωτήρια ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου, ἑνός ἀπό τούς δώδεκα Μαθητές τοῦ Κυρίου. Ὀνομάσθηκε Πρωτόκλητος, γιατί πρῶτος αὐτός κλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα ἀπό τό Διδάσκαλο.
Θεωρεῖται ἀπόστολος τῆς Ἑλλάδας καί μάλιστα τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, γιατί στήν πόλη αὐτή, στήν ὁποία κήρυξε καί ἵδρυσε ἀξιόλογη Ἐκκλησία, μαρτύρησε. Ἡ πόλη μάλιστα αὐτή ἔχει τό προνόμιο καί τήν ἐξαιρετική τιμή νά φυλάει στόν περικαλλῆ ναό της ὡς θησαυρό ἀνεκτίμητο τήν τιμία κάρα τοῦ πολιούχου τῆς ἁγίου Ἀνδρέα.
Ὁρισμένα σημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου θά ἐκθέσουμε μέ συντομία ὅπως τά παρουσιάζουν οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές.
Ἡ πρώτη γνωριμία
Ἡ Βηθσαϊδά ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα. Πόλη τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ἀκουμποῦσε στό βόρειο ἄκρο τῆς ὡραίας καί γοητευτικῆς λίμνης τῆς Γεννησαρέτ. Καί ὅπως τό ἑβραικό της ὄνομα δηλώνει, ἦταν ἕνας πλούσιος ψαρότοπος.
Ψαράς ἦταν ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τόν ἀδελφό του Σίμωνα. Καθημερινή του ἀσχολία ἦταν ἡ ἁλιεία, οἱ βάρκες καί τά δίχτυα. Δέν τόν ἀπορρόφησαν ὅμως μόνο αὐτά. Ἡ εὐλαβική ψυχή τοῦ θελγόταν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό νόμο του καί τίς ὑποσχέσεις του. Μελετοῦσε τή Γραφή, γνώριζε τίς προφητεῖες καί περίμενε μέ ἀγωνία τήν ἔλευση τοῦ πολυπόθητου Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά ἔσωζε «τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄ 21).
Ἔτσι ἐξηγεῖται πώς, ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος βγῆκε στόν Ἰορδάνη ὡς «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ἔσπευσε πρόθυμος κοντά του ὁ Ἀνδρέας. Μιά φυσιογνωμία ἀσκητική σάν τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ» (Μάρκ. α΄ 6), δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἑλκύσει τό ἐνδιαφέρον τῆς εὐλαβικῆς ψυχῆς τοῦ ἁλιέα τῆς Βηθσαϊδά. Ἡ φυσιογνωμία τοῦ Προδρόμου ἀλλά καί τό κήρυγμά του ἦταν αὐτά πού τόν τράβηξαν κοντά του.
Γιατί τί κήρυττε ὁ Ἰωάννης; Κήρυγμα καί βάπτισμα μετανοίας γιά νά προειδοποιήσει καί προετοιμάσει τήν ἀνθρωπότητα γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία.
«Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὐ οὐκ εἰμί ἱκανός κύψας λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Μάρκ. α 7).
Συνάμα προσθέτει ὅτι αὐτός ὁ Μεσσίας «μέσος ὑμῶν ἐστηκεν» (Ἰω. α΄ 26). Βρίσκεται ἤδη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀναστρέφεται μεταξύ μας καί πρόκειται γρήγορα νά ἐμφανισθεῖ.
Καί ἡ μεγάλη στιγμή δέν ἄργησε νά ἔρθει. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, ἕτοιμος πλέον γιά τή δημόσια δράση Του, περνοῦσε μία ἡμέρα κοντά στόν Ἰορδάνη. Μεγάλη ἡμέρα. Ἱερή στιγμή γιά τόν Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα ἐκείνη βρισκόταν κοντά στόν Πρόδρομο μαζί μέ ἕνα ἀκόμη μαθητή. Καί ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἦρθε «ἵνα μαρτυρήση περί τοῦ φωτός» (Ἰω. α΄ 8), ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ νά περπατάει κοντά τους, ὑπέδειξε τό Φῶς. «Ἰδέ ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ»!
Νά ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, φώναξε μέ ἔκδηλη συγκίνηση καί παλλόμενη φωνή. Καί ἔδειξε τόν Ἰησοῦ ὡς τό Φῶς, ὡς τό Μεσσία, ὡς τόν Ἀμνό, πού θά σήκωνε τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καί θά λύτρωνε τόν Ἰσραήλ.
Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ καρδιά τοῦ Ἀνδρέα στράφηκε ὁλοκληρωτικά στόν Ἰησοῦ. Δέν ἀρκέσθηκε μόνο σέ μία ἁπλή ἀπό μακριά γνωριμία· ἤθελε νά Τόν προσεγγίσει περισσότερο. Νά Τόν γνωρίσει ἀπό κοντά. Νά Τοῦ κάνει ἐρωτήσεις, νά Τόν ἀκούσει, νά Τόν θαυμάσει.
Ἔτσι μαζί μέ τόν ἄλλο μαθητή τοῦ Προδρόμου καί ἀργότερα μαθητή καί εὐαγγελιστή τοῦ Κυρίου, τόν Ἰωάννη, Τόν ἀκολουθοῦν. Μέ τίποτα δέν θέλουν νά χάσουν τήν ἐξαιρετική αὐτή εὐκαιρία. Ἄλλωστε κάθε εὐκαιρία πού δίνει ὁ Θεός γιά νά Τόν πλησιάσουμε περισσότερο καί νά συνδεθοῦμε μαζί Του, εἶναι πολύτιμη καί δέν πρέπει νά φεύγει ἀνεκμετάλλευτη.
Ἀκολουθοῦν λοιπόν καί οἱ δυό μαθητές τόν Ἰησοῦ μέ πολύ δισταγμό. ὁ Κύριος ὅμως πού διαβάζει τίς σκέψεις τούς γυρίζει πίσω, τούς βλέπει καί σταματάει.
Τί ζητεῖτε;, τούς ρωτάει.
Γνώριζε πολύ καλά ὁ καρδιογνώστης Σωτήρας καί τί ζητοῦσαν καί γιά ποιό σκοπό Τόν ἀκολουθοῦσαν. Τούς ρώτησε ὅμως, γιά νά τούς δώσει ἀφορμή νά πλησιάσουν. Νά τούς δώσει τήν ἀπαραίτητη οἰκειότητα καί τό θάρρος νά Τοῦ μιλήσουν.
Κι ἐκεῖνοι τί νά ποῦν; Σάν μικρά καί ἄδολα παιδιά χαρούμενα γιά τήν προσέγγιση ρωτοῦν:
Ραββί ποῦ μένεις;
Καί εἶχαν τότε τή μεγάλη τιμή ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἀνδρέας ὄχι μόνο νά Τόν ἀκολουθήσουν καί νά δοῦν πού μένει, ἀλλά καί νά μείνουν μαζί Του τήν ὑπόλοιπη ἡμέρα. Μακάριοι καί προνομιοῦχοι ἦταν πραγματικά οἱ δυό Μαθητές!
Ἡ ὁριστική κλήση
Ἔμεινε λοιπόν ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τό συμμαθητή τοῦ Ἰωάννη κοντά στόν Ἰησοῦ. Ποιός ξέρει τί εἶδαν καί τί ἄκουσαν τίς ὧρες αὐτές ἀπό τό στόμα τοῦ Μεσσία!
Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν ἱστορική καί γιά τούς δυό. Γέμισε ἡ ψυχή τους ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἱκανοποιήθηκαν πέρα γιά πέρα οἱ ἐσωτερικοί τους πόθοι. Αἰσθάνθηκαν ὅ,τι αἰσθάνθηκαν ἀργότερα καί οἱ ἄλλοι Μαθητές. αὐτό πού αἰσθάνονται οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, ὅτι ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχει (Ἰω. ς΄ 68).
Ποιός ἄλλωστε ἄκουσε τόν Κύριο νά μιλάει καί δέν ἔμεινε ἔκθαμβος; Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἐχθροί Του ὁμολογοῦσαν: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. ζ΄ 46).
Ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά τά Ἱερά συναισθήματα οἱ δυό Μαθητές τοῦ Κυρίου δέν τά κράτησαν μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Ἀμέσως ὁ Ἀνδρέας σπεύδει νά φέρει τό μεγάλο μήνυμα στόν ἀδελφό του Σίμωνα:
Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν, τοῦ λέει. Καί μολονότι ἡ ὥρα ἦταν περασμένη καί εἶχε ἀρχίσει γύρω νά ἁπλώνεται ἡ νύχτα, παίρνει τό Σίμωνα καί τόν ὁδηγεῖ κοντά στό Χριστό.
Καί ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν Ἰησοῦν.
Τί συγκινητική στιγμή!
Ὁ ἀδελφός ὁδηγεῖ τόν ἀδελφό στόν Ἰησοῦ! Δέν μποροῦσε βεβαίως ἐκείνη τή στιγμή νά φαντασθεῖ ὁ Ἀνδρέας τή μεγάλη καί ἱστορική σημασία αὐτῆς τῆς ἐνέργειας. Πῶς νά φαντασθεῖ ὅτι ἐκείνη τή στιγμή ὁδηγοῦσε στό Χριστό ὄχι τόν ἀδελφό του ἀλλά τόν μεγάλο πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος θά ἔπαιρνε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου τό συμβολικό ὄνομα Πέτρος!
Ἔτσι θά μένει γιά πάντα παράδειγμα γιά ὅλους μας. Νά φροντίζουμε δηλαδή νά ὁδηγοῦμε στό Χριστό τούς δικούς μας ἀνθρώπους καί μάλιστα τά παιδιά καί τούς νέους. Ποιός ξέρει ἄν ἡ γνωριμία καί ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἐκτός ἀπό τήν πνευματική ὠφέλεια, γίνει ἀφορμή νά ἀναδειχθεῖ κάποιος ἐργάτης καί κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου, εὔχρηστο ὄργανο τοῦ Θεοῦ στό κήρυγμα γιά τήν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ!
Πόσος καιρός πέρασε ἀπό τήν πρώτη γνωριμία τοῦ Ἀνδρέα μέ τόν Ἰησοῦ δέν εἶναι γνωστό. Ὁ Κύριος βγῆκε κάποια ἡμέρα νά περπατήσει κοντά στήν ὡραία λίμνη Γεννησαρέτ. Ἀγαποῦσε πολύ καί τή λίμνη καί τούς ἁλιεῖς. Ἦταν ἄλλωστε ὁ μεγάλος τῶν ψυχῶν Ἁλιέας. Καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό περπατάει τώρα κοντά στή λίμνη γιά νά ψαρέψει ψυχές ἀνθρώπων.
Ἤξερε ὅτι ἐκεῖ θά ἔβρισκε τά κατάλληλα ὄργανα πού θά χρησιμοποιοῦσε στό ἔργο τῆς ἁλιείας τῶν ψυχῶν. Ἐκεῖ λοιπόν συναντάει τόν Ἀνδρέα καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα τήν ὥρα πού ἔριχναν τά δίχτυα τους στή θάλασσα. Εἶχε προηγηθεῖ βεβαίως μαζί τους ἡ πρώτη γνωριμία. Δέν εἶχε γίνει ὅμως ἡ ὁριστική κλήση. Γί αὐτό ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Πέτρος συνέχιζαν τό ψάρεμα χωρίς ποτέ νά φαντασθουν τί ὁ Κύριος τους ἐπιφύλασσε. Εἶχαν τόσο ἱκανοποιηθεῖ ἀπό τήν πρώτη ἐκείνη ἐπαφή, ὥστε συνέχεια τήν ἐφερναν στή σκέψη τους καί γι’ αὐτή συζητοῦσαν. Ἡ ἀγαθή τους ὅμως διάθεση δέν μποροῦσε νά προχωρήσει πιό πέρα.
Αὐτό πού ἡ ταπεινή καρδιά τους δέν μποροῦσε νά ὑποθέσει, τούς τό προσφέρει τώρα ὁ πανάγαθος Κύριος. Τούς πλησιάζει λοιπόν καί τούς ἀπευθύνει τήν κλήση:
«Δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Μάρκ. ἅ 17).
Τούς ζητάει νά ἐγκαταλείψουν τά πάντα καί νά Τόν ἀκολουθήσουν.
Καί ἡ ἀπάντηση ἀπό τήν πλευρά τῶν δυό ἀδελφῶν δόθηκε ἔμπρακτα. Μιά ἐσωτερική θεία παρόρμηση κάνει τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο νά τά ἀφήσουν ὅλα καί νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό.
Ὅλα! Καί βάρκα καί δίχτυα καί οἰκογένεια. Καί μάλιστα ἀμέσως. Χωρίς καμιά χρονοτριβή. Χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό. Μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἤκολουθησαν αὐτῶ» (Μάτθ. δ 20).
Οὔτε πλούτη οὔτε μεγάλη περιουσία εἶχαν ὁ Ἀνδρέας καί ὁ ἀδελφός του. Ἀλλά καί στά φτωχικά καί ἐλάχιστα πού εἶχαν δέν προσκόλλησαν τήν καρδιά τους. Τά ἀφήνουν ὅλα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά προσφέρουν ὅλα στόν Κύριο. Γιά νά τούς δώσει ὁ Κύριος ἀσυγκρίτως περισσότερα καί ἀνώτερα. Ἄλλου εἴδους πλοῖα καί δίχτυα. Νά τούς χαρίσει τόν τίτλο καί τήν τιμή τοῦ Μαθητῆ καί Ἀποστόλου. Νά τούς κάνει ἁλιεῖς ἀνθρώπων, κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου στήν Οἰκουμένη. Νά τούς προσφέρει ἀντί τῶν ἐπιγείων τά ἐπουράνια. Ἀντί τῶν φθαρτῶν τά ἄφθαρτα. Γῆ καί Οὐρανό. Τιμή στή γῆ καί δόξα στόν Οὐρανό.
Ἀλλά ἔτσι γίνεται πάντοτε. Προσφέρεις κάτι ἀπό τήν ψυχή σου στό Θεό, καί Ἐκεῖνος σοῦ τό ἀνταποδίδει πολλαπλάσιο. Δίνεις τόν ἑαυτό σου ὁλόκληρο, καί σοῦ χαρίζει πλοῦτο καί δόξα αἰώνια.
Μαθητεία καί ἑτοιμασία
Κλήθηκε ὁ Ἀνδρέας στό ἀποστολικό ἀξίωμα! Νά ἀφήσει ἔπρεπε βάρκα καί δίχτυα, οἰκείους καί συγγενεῖς καί νά γίνει ἁλιέας ψυχῶν. Κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου ἀνά τήν οἰκουμένη.
Μέ ποιά ὅμως προσόντα; Ψαράς αὐτός, ἄνθρωπος μικρῆς μορφώσεως, πῶς θά ἀνταποκρινόταν στό ὑπεράνθρωπο αὐτό ἔργο μέσα ἀπό τόσες δυσκολίες; Δέν εἶχε φοιτήσει σέ σχολεῖα ψυχολογίας καί ρητορικῆς οὔτε ἄλλων κοινωνικῶν καί ἐπιστημονικῶν γνώσεων.
Αὐτά ὅμως πού ἰσχύουν καί θεωροῦνται τά μόνα ἀπαραίτητα γιά κοσμικές ἀποστολές, δέν ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στήν ἱερή ἀποστολή τοῦ κηρύγματος. Ἐδῶ πρόκειται γιά θεῖο καί πνευματικό ἔργο, γιά τό ὁποῖο ἀπαιτοῦνται πνευματικά καί θεία προσόντα. Αὐτά ἀποτελοῦν βασική προυπόθεση ἐπιτυχίας καί καρποφορίας.
Καρδιά εἰλικρινής καί ἄδολη. Ταπείνωση καί πίστη. Ἐκεῖ θά ἐπισκηνώσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά μεταβάλει τούς ἀγράμματους σέ σοφούς, τούς δειλούς σέ τολμηρούς, τούς ἀδύνατους σέ δυνατούς. Αὐτά τά πνευματικά προσόντα τά διέθετε ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας. Καί μαζί μέ αὐτά τό μεγάλο προνόμιο νά μαθητεύσει ὄχι κοντά σέ κάποιο σοφό ἀλλά στή Σχολή τοῦ πάνσοφου ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Τρία ὁλόκληρα χρόνια ἀπό τήν ἡμέρα της μεγάλης κλήσεως κράτησε ἡ πολύτιμη αὐτή μαθητεία. Γιά τρία χρόνια μαζί μέ τούς ἄλλους ἕνδεκα μαθητές ὁ Ἀνδρέας ἀκολουθεῖ τό Χριστό στίς ὁδοιπορίες Του. Περπατάει μαζί Του σέ πόλεις καί χωριά, ἀκούει τή διδασκαλία Του, παρακολουθεῖ τά θαύματά Του.
Πόσες νουθεσίες δέν δέχθηκε καί αὐτός, γιά νά προετοιμασθεῖ κατάλληλα γιά τή μεγάλη ἀποστολή του. Πόσες συγκινήσεις ἀπό τήν ἀναστροφή του μέ τό Διδάσκαλο.
Λυπᾶται, ὅταν συναντοῦν τήν πώρωση καί ἀδιαφορία τῶν Ἑβραίων. Χαίρεται, ὅταν διαπιστώνουν πίστη καί προθυμία. Ποθεῖ νά ζήσει καί ὁ ἴδιος τή ζωή ὅπως τή διδάσκει ὁ Κύριος καί ὅπως τήν ἐπιβεβαιώνει μέ τό παράδειγμά Του. Αὐτό ἄλλωστε ἦταν καί τό ἄλλο σπουδαῖο προνόμιο τῆς μαθητείας του. Εἶχε μπροστά του γιά τρία χρόνια τήν ἔκπαγλη μορφή καί τό ἀπαράμιλλο παράδειγμα τοῦ ἀναμάρτητου Ἰησοῦ.
Εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει ποτέ ἀνώτερης ἀξίας Σχολή καί πιό ἐπιτυχημένη προετοιμασία γιά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ἀπό αὐτή τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα καί τῶν ἄλλων μαθητῶν; Ὁ Χριστός καί ὁ νόμος Του θά ἀποτελεῖ γιά τούς ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου ὅλων τῶν ἐποχῶν τό σκοπό καί τή βάση ἐπιτυχίας τοῦ κηρύγματος.
Οἱ Ἱεροί εὐαγγελιστές διασώζουν ὁρισμένα περιστατικά τῆς τριετίας στά ὁποῖα παρουσιάζεται νά πρωτοστατεῖ ὁ Ἀνδρέας.
Ὁ Κύριος βρίσκεται στήν ἔρημο μέ τούς μαθητές Του. Πλῆθος πολύ ἀνθρώπων Τόν ἀκολούθησε, γιά νά ἀκούσει τή διδασκαλία Του. Ὅλο ὅμως αὐτό τό πλῆθος τῶν χιλιάδων ἀνθρώπων μετά τήν τροφή τῆς ψυχῆς, δηλαδή τό κήρυγμα, εἶχε ἀνάγκη νά τραφεῖ καί σωματικά.
Ἀλλά πώς νά τραφεῖ καί νά χορτάσει, ἀφοῦ στήν ἔρημο δέν ὑπῆρχε Ἴχνος τροφῆς; Τότε ὁ Ἀνδρέας πλησιάζει τόν Κύριο καί Τόν πληροφορεῖ ὅτι ἐκεῖ κοντά βρισκόταν ἕνα παιδάκι πού εἶχε πέντε ψωμιά κρίθινα καί δυό ψάρια. Αὐτά ὅμως πῶς μποροῦν νά ἐπαρκέσουν γιά τόσο πλῆθος; Παρόλα αὐτά τό ἀνακοινώνει στό Διδάσκαλο: «Ἐστί παιδάριον ἐν ὧδε, ὅς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καί δυό ὀψάρια ἀλλά ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους»; (Ἰω. ς΄ 9).
Καί ἐπακολούθησε ἀμέσως τό θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ μέ τά πενιχρά ἐκεῖνα τρόφιμα καί τό περίσσευμα τῶν δώδεκα κοφίνων.
Ὅταν ἀργότερα ὁ Κύριος προφήτευσε τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ καί τοῦ Ἱεροῦ, ἔκπληκτος ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τρεῖς ἀκόμη μαθητές Τόν ρώτησαν νά τούς ἐξηγήσει πότε θά γίνουν αὐτά καί τί σημάδι θά φανεῖ, πρίν ἀκριβῶς συμβοῦν: Εἰπέ ἡμῖν πότε ταῦτα ἐσται, καί τί τό σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα συντελεῖσθαι; (Μάρκ. ιγ΄ 4). Ἀπό τήν ἐρώτηση αὐτή ἔλαβε ὁ Κύριος ἀφορμή νά τούς ἀναπτύξει σπουδαίας σημασίας διδασκαλία, τήν ὁποία παραθέτει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος στό ιγ΄ κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του.
Ὑπάρχει καί ἄλλο περιστατικό, τό ὁποῖο συνδέεται μέ τούς Ἕλληνες καί ἔλαβε χώρα στά Ἱεροσόλυμα, λίγο πρίν ἀπό τό σωτήριο πάθος τοῦ Κυρίου.
Οἱ Ἕλληνες, δηλαδή οἱ προσήλυτοι πού βρίσκονταν ἐκεῖ, θέλησαν νά δοῦν καί νά γνωρίσουν ἀπό κοντά τόν Ἰησοῦ. Ἀπευθύνονται λοιπόν στό μαθητή τοῦ Κυρίου, τόν Φίλιππο. Ἐκεῖνος στή συνέχεια ἀπευθύνθηκε στόν Ἀνδρέα, καί οἱ δυό μαζί, Ἀνδρέας καί Φίλιππος, γίνονται οἱ ὁδηγοί τῶν Ἑλλήνων στό Χριστό.
Τότε ἄκουσαν ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου τό βαρυσήμαντο λόγο: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. ιβ΄ 23).
Προφητική ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε πλήρως, ὅταν πολύ γρήγορα οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἄλλοι πιστοί ἐπέκτειναν τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στήν Ἑλλάδα καί στούς ἄλλους εἰδωλολατρικούς λαούς. Μέ πολύ ἐνδιαφέρον οἱ ἐθνικοί ἄκουσαν καί δέχθηκαν τό κήρυγμα, ἐγκολπώθηκαν τόν Χριστιανισμό καί δόξασαν τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Στήν πραγματικότητα ὁ Χριστιανισμός δόξασε τούς Ἕλληνες, τούς τίμησε καί τούς ἀνύψωσε σέ Ἔθνος εὐλογημένο καί προνομιοῦχο.
Τρία χρόνια πέρασε ὁ Ἀνδρέας κοντά στόν Κύριο ἀπό τή στιγμή τῆς κλήσεως μέχρι τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου καί τήν ἐνδοξη Ἀνάστασή Του. Τόν εἶδε μέ τά μάτια του Ἀναστημένο. Τόν εἶδε, ὅταν τούς ἐπισκέφθηκε κλεισμένους στό ὑπερῶο ἀπό τό φόβο τῶν Ἰουδαίων.
Τόν εἶδε, ὅταν ὡς πηγή τῶν χαρισμάτων τούς ἐνεφύσησε πνοή νέας ζωῆς, τό ζωοποιοῦν Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τόν ἀρραβώνα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰω. κ΄ 22). Ὅταν τούς ἐπιβεβαίωσε ὅτι αὐτός ὁ παντοδύναμος Κύριος θά εἶναι μαζί τους πάσας τάς ἡμέρας (Μάτθ. κή 20). Ὅταν τούς ὑποσχέθηκε ὅτι θά στείλει τελικά τόν Παράκλητο, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ὁποῖος καί θά τούς ὑπενθυμίσει ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος τούς εἶπε καί θά τούς ὁδηγήσει «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄ 13).
Εὐλογημενη πράγματι ἡ μαθητεία καί ἡ ἑτοιμασία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα!
Στό ἱεραποστολικό ἔργο
Πολλά εἶχε ἀκούσει ὁ κλητός του Κυρίου μαθητής Ἀνδρέας καί ἀκόμη πιό πολλά εἶχε δεῖ καί αἰσθανθεῖ κοντά στό Διδάσκαλο γιά μία ὁλόκληρη τριετία.
Πόσο ὅμως ἦταν δυνατό νά ἐμβαθύνει σέ ὅλα αὐτά; Κυρίως νά κατανοήσει τά βαθιά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἦταν δυνατόν νά ἀντιληφθεῖ καί στή συνέχεια νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου νά διδάξουν τό εὐαγγέλιο σέ ὄλον τόν κόσμο;
Τό μεγάλο ἔργο τῆς τριετοῦς μαθητείας κοντά στόν Κύριο θά τό συμπλήρωνε στή συνέχεια τό Παράκλητο Πνεῦμα, τό ὁποῖο καί περίμεναν. Μαζί μέ τούς ἕνδεκα Μαθητές ἦταν καί ὁ Ἀνδρέας καί ὁμοθυμαδόν μέ τούς ἄλλους περίμεναν στό ὑπερῶο μέ ἀγαθή καρδιά τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καί ἦρθε ὁ ἀγαθός Παράκλητος τήν πεντηκοστή ἡμέρα ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἦρθε «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πράξ. β΄ 2) καί ὡς γλώσσα πυρός μετέδωσε τά χαρίσματά Του σέ καθένα ἀπό τούς Μαθητές, καί φυσικά καί στόν Ἀνδρέα.
Καί ἐπλήσθη καί αὐτός Πνεύματος Ἁγίου, ἕτοιμος γιά τό ἱεραποστολικό του ἔργο. Ὁ πρώην ἁλιέας τῶν ψαριῶν ξεκινᾶ γιά νά γίνει ψαράς ἀνθρώπων.
Γιά ὅλο τό μακρύ ταξίδι του καί τήν Ἱεραποστολική τοῦ δράση δέν ἀναφέρουν τίποτε οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἡ ἄλλο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐκκλησιαστικοί ὅμως συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων μας δίνουν ἀρκετές πληροφορίες. Μερικές ἀπό αὐτές θά ἀναφέρουμε μέ συντομία.
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τίποτα τό ἐντυπωσιακό δέν παρουσιάζει ὁ μεγάλος ἱεραπόστολος. Τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού θαμπώνουν τόν κόσμο καί κάνουν τούς ἀνθρώπους νά ἀκοῦνε μέ θαυμασμό καί ἐμπιστοσύνη. Ἀντίθετα ἔχει τήν ὄψη ἡλιοκαμένου ψαρᾶ, μέ ἐνδύματα πτωχικά καί σκονισμένα. Μέσα του ὅμως ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Στήν ψυχή του ἔχει θρονιασμένη τήν πίστη. Στό στόμα του τό λόγο τοῦ Σταυροῦ πού εἶναι «δύναμις εἰς σωτηρίαν παντί τῷ πιστεύοντι» (Ρώμ. α΄ 16).
Μέ αὐτά τά ἐφόδια ξεκινᾶ ὡς ἀρνί ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως προφήτευσε ὁ Κύριος (Λούκ. ι΄ 3). Καί ἦταν πραγματικά ἐποχή λύκων. Κοινωνία ἀνθρώπων διεφθαρμένων, φανατικῶν εἰδωλολατρῶν, μέ πάθη φοβερά καί ἀκατονόμαστα, μέ ἐγκλήματα καί παραπτώματα ἠθικά. Λύκοι πού ἀνάμεσά τους ἐπρόκειτο νά ἐργασθεῖ ὡς ἄρνιον ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας.
Ἀπτόητος καί ἀκατάβλητος, μέ τή φλόγα τῆς πίστεως στό Χριστό καί μέ τήν ἔντονη ἀνάμνηση τῆς ἐντολῆς πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη…, ξεκινᾶ γιά τήν Ἀσία. Διακαής πόθος του εἶναι οἱ λύκοι νά γίνουν ἀρνιά τοῦ Χριστοῦ. Γί αὐτό περιοδεύει καί κηρύττει. Κηρύττει ἀνάμεσα σέ ἀντιδράσεις καί διωγμούς. Ἀλλά μέ τή φανερή παρουσία καί τήν ἔκδηλη ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε στούς Ἀποστόλους Του ὅτι θά εἶναι μαζί τους.
Ἡ Νίκαια, ἡ Νικομήδεια, ἡ Βιθυνία, ἡ Ἡράκλεια καί τά μέρη τοῦ Πόντου δέχονται τή θεόσταλτη καί εὐεργετική ἐπίσκεψη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Σέ κάθε τόπο διδάσκει καί μεταδίδει φῶς Χριστοῦ, ἀλλά καί θαυματουργεῖ. Ἀκόμη χειροτονεῖ ἱερεῖς καί ἐπισκόπους «πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων» (Ἐφ. δ 12), ἐκείνων πού πίστευσαν μέ τό λόγο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου στό Χριστό καί ὅλων ὅσων στό μέλλον θά δεχθοῦν τή χριστιανική πίστη.
Φθάνει ἀκόμη καί στήν ἀχανῆ Ρωσία μέχρι καί τό Κίεβο, γιά νά κηρύξει τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἄξιο ὅμως ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι ὅτι πρῶτος ὁ Ἀνδρέας ὡς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ κήρυξε τήν εὐαγγελική ἀλήθεια στό Βυζάντιο καί ἵδρυσε τήν πρώτη ἐκεῖ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ πρόδρομος καί θεμελιωτής τῆς λαμπρῆς δόξας τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ὡς πρωτεύουσα τῆς μεγάλης Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας θά ἀνακαινιζόταν καί θά ὀνομαζόταν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Πόλη πού θά ἀποτελοῦσε τό φάρο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί θά ἀκτινοβολοῦσε μία ὁλόκληρη χιλιετία σέ Ἀνατολή καί Δύση.
Πόσοι κόποι καί ἀγῶνες χρειάσθηκαν καί ἐδῶ μέχρι νά συγκροτηθεῖ ἡ πρώτη Ἐκκλησία μέ πρῶτο της Ἐπίσκοπο τόν Στάχυ, τόν ὁποῖο ἐγκατέστησε ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας.
Ἀπό τότε ἡ Κωνσταντινούπολη καί ἰδιαίτερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο αἰσθάνεται ξεχωριστή εὐγνωμοσύνη καί ἀποδίδει ἰδιαίτερη τιμή στόν ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου ἀπόστολο ἅγιο Ἀνδρέα, τόν ὁποῖο θεωρεῖ προστάτη καί ἐμψυχωτή σέ ὅλη τή μακραίωνη ζωή καί δράση του.
Τόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνδρέα παρακαλεῖ ἰδιαίτερα στις ἥμερες αὐτές τῆς δοκιμασίας του νά τό προστατεύει. Νά τό ἀξιώσει νά βρεῖ καί πάλι τήν παλαιά του αἴγλη, γιά νά εἶναι πάντοτε Φάρος τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στήν Πάτρα
Δέν περιορίσθηκε ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας μόνο στή Μ. Ἀσία. Δέν ἔμεινε γιά πάντα στό Βυζάντιο καί τίς γύρω περιοχές. Περνᾶ στή Θράκη. Προχωρεῖ στή Μακεδονία, συνεχίζει στή Θεσσαλία καί φθάνει στήν Πάτρα. Ἐκεῖ θά εἶναι ὁ τελευταῖος σταθμός τῆς πολύμοχθης καί ἀπόλυτα ἐπιτυχημένης καί θεάρεστης ἀποστολικῆς του περιοδείας.
Ἐδῶ τόν περιμένουν σκληροί ἀγῶνες ἀλλά καί νίκες μεγάλες γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. ς΄ 2). Καί ἐδῶ ὁ Κύριος τοῦ δίνει δύναμη θαυματουργική, ὥστε μέ τή θεραπεία ἀσθενῶν νά προσελκύσει τούς καλοδιάθετους στήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἔτσι συγκεντρώθηκε ὁ πρῶτος πυρήνας τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τήν πίστη μέ θερμότητα καί ἐνθουσιασμό. Μεταξύ αὐτῶν καί πρόσωπα ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως καί μορφώσεως. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ κατακτᾶ μέ τό χρόνο ἔδαφος καί ἡ πόλη τῶν Πατρέων δείχνει ἐνδιαφέρον καί πλαισιώνει τόν θεῖο Ἀπόστολο.
Στό ἔργο αὐτό ὁ ἀντίδικος ὡς ὠρυόομενος λέων βρυχᾶται. Ζητάει μέ κάθε τρόπο νά ἀχρηστεύσει καί νά ἐξαφανίσει τόν Ἀπόστολο, γιά νά συνεχίσει αὐτός τό καταχθόνιο ψυχοφθόρο ἔργο του στούς ἀνθρώπους πού εἶχε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του. Ἐμπνέει λοιπόν στήν ψυχή τοῦ ἀνθύπατου Αἰγεάτη μίσος φοβερό ἐναντίον τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Καί μολονότι ὁ ἀνθύπατος βλέπει μέ τά μάτια του καί ψηλαφεῖ μέ τά χέρια του μέσα στή δική του οἰκογένεια τά θαύματα τοῦ Ἀποστόλου, πωρωμένος ὅπως εἶναι γίνεται ὄργανο τοῦ σατανᾶ καί δίνει ἐντολή νά φυλακίσουν τόν Ἅγιο.
Ἡ φυλακή ὅμως γιά τόν Ἀνδρέα ἀπό τόπος βασανισμου μεταβάλλεται σέ οἶκο προσευχῆς καί σέ ἀμβωνα κηρύγματος τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπό τή φυλακή ὁ δέσμιος Ἀπόστολος μεταδίδει στούς πιστούς δύναμη καί φῶς. Ἀποκαλύπτει ἀλήθειες ὑψηλές, τίς ὁποῖες τούς ἐμπιστεύεται ὡς παρακαταθήκη ἱερή γιά τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρέων. Στό τέλος μάλιστα χειροτονεῖ καί τόν πρῶτο Ἐπίσκοπό τους, τόν Στρατοκλή.
Αὐτή ὅμως ἡ συνεχής καί ἐπιτυχημένη δραστηριότητα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα στή φυλακή ἐξαγρίωσε περισσότερο τόν ἀνθύπατο. Ὅταν εἶδε ὁ Αἰγεάτης ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά περιορίσει τή δραστηριότητα τοῦ φλογεροῦ Ἀποστόλου καί τήν προσήλωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἔδωσε ἐντολή νά τιμωρηθεῖ ὁ Ἀνδρέας μέ θάνατο σταυρικό.
Δέν ἄργησε νά ἑτοιμασθεῖ καί νά στηθεῖ ὁ Σταυρός. Σταυρός σέ σχῆμα Χ κοντά στήν παραλία. Πάνω σ’ αὐτόν δέθηκε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Τρεῖς μέρες ἔμεινε δεμένος σφιχτά στό φρικτό ξύλο. Ὁ πόνος πολύς. Ἡ ὀδύνη ἀπερίγραπτη. Ἡ εἰρηνή τῆς ψυχῆς πού ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του ἐκπληκτική.
Γύρω ἀπό τό Σταυρό συγκεντρώνεται πλῆθος κόσμου. Ἄλλοι πιστοί καί ἄλλοι περίεργοι. Σέ αὐτούς πού εἶναι ψυχές προορισμένες γιά τή σωτηρία, στρέφει τό λόγο ὁ Ἅγιος του Θεοῦ. Συμβουλεύει καί παρακαλεῖ. Τούς συμβουλεύει νά μείνουν σταθεροί στήν κλήση τους. Τούς παρακαλεῖ νά κάνει ὁ καθένας τόν ἑαυτό του ναό ἅγιο καί κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὧρες ἱερές! Στιγμές συγκλονιστικές!
Εἶναι οἱ τελευταῖες στιγμές τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Παραμένει μέ τό σῶμα του δεμένο στό Σταυρό καί θυμᾶται τόν Κύριό του. Ἐκεῖ στό Γολγοθᾶ πάνω στό Σταυρό ἀτενίζει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τά ἁπλωμένα χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ἐμπνέεται καί παίρνει δύναμη. Θεωρεῖ μεγάλη τιμή νά τελειώσει τή ζωή του ὅπως καί ὁ Κύριος του. Καί ἔτσι καθώς αἰσθάνεται τίς δυνάμεις του νά τόν ἐγκαταλείπουν, ἀφήνει ἀπό τά χείλη του νά βγοῦν αὐτά τά λόγια:
«Ὤ, ἀγαθέ Σταυρέ, ὁ εὐπρέπειαν καί ὡραιότητα ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Κυρίου δεξάμενος, ἐπί πολύ ἐπιπόθητε καί σπουδαίως ἐπιθυμητέ καί ἐκτενῶς ἐπιζητούμενε, λάβε με ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί ἀπόδος μέ τῷ Διδασκάλῳ μου».
Στρέφει ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ τό βλέμμα του στόν οὐρανο καί μέ βαθύτατη συγκίνηση λέει:
Ἤδη τόν Βασιλιά μου βλέπω καί προσκυνῶ. Ἐνώπιόν Του παρίσταμαι, ὅπου ὑπάρχουν οἱ Ταξιαρχίες, ὅπου τό φῶς χωρίς νύκτα, ὅπου τά ἄνθη δέν μαραίνονται, ὅπου δέν ὑπάρχει ὀδύνη οὔτε τό ὄνομα τῆς λύπης ἀκούγεται, ὅπου ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση δέν ἔχει τέλος.
Καί οἱ τελευταῖες του λέξεις:
Δέξαι μέ, Δέσποτα. Προσλαβοῦ μέ πρός Σέ, Ἰησοῦ Χριστέ, ὅν εἶδον, ὅν φιλῶ, ἐν τῷ ὁποίῳ εἰμί καί ἐσομαι. Δέξαι μέ ἐν εἰρήνῃ εἰς τάς αἰωνίους σου σκηνάς.
Ἔτσι τελείωσε ἡ ζωή τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος γνώρισε τόν Χριστό κοντά στόν Ἰορδάνη, δέχθηκε τήν κλήση πλησίον τῆς λίμνης Γεννησαρέτ καί γιά τρία ὁλόκληρα χρόνια μαθήτευσε κοντά στό Διδάσκαλο. Στή συνέχεια Τόν κήρυξε στήν Ἀσία καί στήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ ὑπέμεινε διωγμούς καί θυσίες πού ἔφτασαν μέχρι τό σταυρικό θάνατο.
Ἡ πόλη τῶν Πατρέων τιμᾶ τόν ἅγιο Ἀνδρέα, τόν Πρωτόκλητό του Κυρίου μαθητῆ, ὡς πολιοῦχο καί προστάτη της. Πρός τιμήν του ἔχει οἴκοδομησει τελευταῖα λαμπρό, καλλιμάρμαρο καί περικαλλέστατο Ναό, καύχημα ὄχι μόνο τῶν Πατρῶν ἀλλά καί ὅλης της Ὀρθοδοξίας. Μέσα σ’ αὐτόν ἔχει ὡς εὐλογία θησαυρίσει τήν τιμία κάρα του, ἡ ὁποία ἐπανῆλθε στόν τόπο πού τῆς ἀνῆκε. Καί ἔλαβε τή θέση της, γιά νά ὑπενθυμίζει στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές τή ζωή, τούς κόπους καί τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου καί νά τούς φιλοτιμεῖ γιά ζωή καί δράση ἀνάλογη.
Στιχηρόν τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἦχος δ΄
Ὁ τοῦ Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ὅτε τό ἀπαύγασμα τό ἐνυπόστατον,
τῆς πατρικῆς δόξης ἔφανε ἀνθρώπων γένος, δι’ εὐσπλαγχνίαν σῶσαι βουλόμενος,
τότε πρῶτος, Ἔνδοξε, τούτῳ προσέδραμες, καταυγασθείς τήν διάνοιαν,
τελειοτάτη μαρμαρυγή αὐτοῦ τῆς Θεότητος ὅθεν καί κῆρυξ καί Ἀπόστολος χρηματισθείς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
ὅν ἱκέτευε σῶσαι καί φωτίσαι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος β΄
«Τόν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον καί μαθητῶν τόν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος,
Πέτρου τόν σύγγονον εὐφημήσωμεν ὅτι ὡς πάλαι τούτω καί νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν εὑρήκαμεν, δεῦτε, τόν ποθούμενον».
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος δ΄
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος καί τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος,
τόν Δεσπότην τῶν ὅλων, Ἀνδρέα, ἱκέτευε,
εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος.
Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη