ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ι΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιγ΄ 10-17

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀ­­­σθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββά­­τ­­ῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζε­­­σθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ

«Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε…»

Ὅλος ὁ λαὸς χάρηκε μὲ τὸ νέο θαῦμα ποὺ τέλεσε ὁ Κύριος θεραπεύοντας μία συγ­κύ­πτουσα – δηλαδὴ πολὺ ­καμπουριασμένη – γυναίκα στὴ Συναγωγή. Ὑπῆρξε ὅμως καὶ κάποιος ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ­χάρηκε μὲ τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἀγανάκτησε. Ἦταν ὁ ἀρχι­συν­άγωγος, ὁ ὁποῖος ­ἀντέδρασε ­ἔν­τονα, δῆ­θεν διότι ὁ Κύριος ­θεράπευσε τὴ ­γυναίκα αὐτὴ ἡμέρα Σάββατο, στὴν ­πραγ­­ματικότητα ὅμως ἐξαιτίας τοῦ φθόνου ποὺ ἔκρυβε μέ­σα του πρὸς τὸν Χριστό, ὁ Ὁ­­­ποῖος γινόταν ἀ­­ποδέκτης τῶν ἐπιδοκιμασιῶν τοῦ πλήθους.

Μ’ αὐτὸ τὸ φοβερὸ πάθος τοῦ φθόνου θὰ ἀσχοληθοῦμε στὴ συνέχεια καὶ θὰ δοῦμε πρῶ­τον, πόσο μεγάλη ζημιὰ προκαλεῖ· καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦμε νὰ τὸ καταπολεμήσουμε.

1. Πάθος καταστρεπτικὸ

Τί εἶναι λοιπὸν ὁ φθόνος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ τόσο μεγάλη ζημιά; Ὁ Μ. Βασίλειος σὲ μία θαυμάσια σχετικὴ ὁμιλία του δίνει ἕναν πολὺ συνοπτικὸ ὁρισμὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ λέγοντας ὅτι ὁ φθόνος «λύπη ἐστὶ τῆς τοῦ πλησίον εὐπραγίας» (ΕΠΕ 6, 133). Εἶναι δηλαδὴ λύπη γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ ἄλλου, ἐκφράζεται ὅμως καὶ ἀντιθέτως ὡς χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση γιὰ τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς θλίψεις του. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἀδικεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀδικεῖ ὅμως καὶ τὸν ἑαυτό του.

Καὶ ἀδικεῖ μὲν τοὺς ἄλλους ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος, διότι ὁ φθόνος τὸν ὁδηγεῖ σὲ ψέματα, συκοφαντίες, σὲ ἔντονες ­διαμάχες καὶ πράξεις ἐκδικητικές, καὶ ­κάποτε σὲ κάτι ἀκόμη πιὸ φοβερό: στὸ ἔγκλημα τοῦ φόνου. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ­παραδείγματα στὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ στὴν Ἁγία ­Γρα­φὴ ποὺ μαρτυροῦν τὶς ­καταστρεπτικὲς συν­έπειες τοῦ φθόνου. Ὁ φθόνος ἦταν ποὺ ὤθησε τὸν Κάιν νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ. Παρομοίως καὶ τὸν Ἰωσὴφ ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν σκοτώσουν τὰ ἀ­­δέλφια του ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν. Ὁ φθόνος ἐπίσης τῶν Ἰουδαίων ἔγινε αἰτία γιὰ νὰ διαπραχθεῖ ἡ μεγαλύτερη ἀδικία καὶ τὸ φρικτότερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν: ἡ σταύρωση τοῦ Κυρίου. Τόσο πολὺ τυφλώνει τὸ πάθος αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο!

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φθονεῖ ἀδικεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του, διότι ἀντὶ νὰ ἀνακαλύψει τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ τὶς εὐλογίες ποὺ τοῦ παρέχει, ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων καὶ βασανίζεται ἀπὸ τοὺς λογισμούς του. «Γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγώ;…», σκέπτεται καὶ ἡ σύγκριση αὐτὴ παραλύει τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ δημιουργήσει κάποιο ἔργο μὲ βάση τὶς δικές του ἱκανότητες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ἀπραξία καὶ ἀδράνεια, σὲ στενοχώρια καὶ μελαγχολία.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε ὅτι ὁ φθόνος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ «πᾶσι τοῖς καλοῖς διοχλεῖ», δηλαδὴ ἐνοχλεῖ τοὺς καλούς, διότι ἀδικοῦνται ἀπὸ τὸν φθονερό, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη «τήκει τοὺς ἔχον­τας», λιώνει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ πάθος.

2. Πῶς ἀντιμετωπίζεται

Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀ­­­­­πὸ τὸ ἀπάνθρωπο αὐτὸ πάθος;

Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ἐπισημάνουμε τὸ πάθος αὐτὸ μέσα μας καὶ νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Διότι ­συμβαίνει συχνὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας λέγοντας ὅτι αὐτὸ ποὺ νιώθουμε δὲν εἶναι φθό­νος ἀλλὰ «δίκαιη» τάχα ἀγανάκτηση, ἐ­­­πειδὴ μᾶς παραγκωνίζουν καὶ δὲν μᾶς ὑ­­­­­­­­πο­λογίζουν, ἐνῶ τὸν ἄλλον «ἄδικα» τὸν ἐκτιμοῦν τόσο πολύ. Ὅταν λοιπὸν διακρίνουμε ὅτι ὑπάρχει μέσα μας αὐτὸ τὸ φοβερὸ πάθος, ὀφείλουμε νὰ τὸ ­ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Πνευματικό μας τὴ συμβουλή του.

Ἔπειτα, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κατα­φύγουμε σὲ θερμὴ προσευχή. Μάλιστα ἐ­­­κεῖνο ποὺ ἐπιφέρει καίριο πλῆγμα στὸ δαιμονικὸ αὐτὸ πάθος εἶναι τὸ νὰ προσευχόμαστε εἰλικρινὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ φθονοῦμε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ τοῦ χαρίζει ὑγεία, χαρά, εἰρήνη καὶ κάθε εὐλογία καὶ ἐπιτυχία στὴ ζωή του.

Τέλος, πολὺ βοηθητικὸ εἶναι νὰ ἐπιβάλλουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ κάνει τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Γιὰ παράδειγμα ἀντὶ νὰ κακολογοῦμε αὐτὸν ποὺ φθονοῦμε, νὰ τὸν ἐπαινοῦμε. Ἂν πάλι τὸν δοῦμε νὰ πετυχαίνει καὶ νὰ τιμᾶται, νὰ τρέξουμε νὰ τὸν συγχαροῦμε μὲ εἰλικρίνεια. Ἐπίσης, ἂν τυχὸν βρεθεῖ σὲ δύσκολη θέση μὲ κάποια ἀρρώστια ἢ ἄλ­λη δοκιμασία, ἐμεῖς νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦμε μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Αὐτὴ ἡ καλοσύνη, ἡ ἄδολη καὶ ἁγνὴ ἀγάπη θὰ διώξει ὁριστικὰ τὸν φθόνο ἀπὸ τὴν ψυχή μας.

Φθόνος. Ἕνα πάθος παράλογο καὶ κατα­στρεπτικό. Αὐτὸ ἔσπρωξε τὸν διάβολο νὰ βγάλει τοὺς πρωτοπλάστους ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸ χειρότερο, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Λυτρωτὴ μας Κύριο νὰ μᾶς ἐλευθερώνει καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος καὶ νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς ὅλους!