Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό γνω­στούς ἁ­γί­ους της Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τό ὄ­νο­μα τοῦ β­ρί­σκε­ται στά στό­μα­τα ἀ­να­ρίθ­μη­των πι­στῶν, πού ζη­τοῦν τήν βο­ή­θεια καί προ­στα­σί­α ­του. Να­οί ἀ­μέ­τρη­τοι ἔ­χουν κτι­σθεῖ πρός τι­μήν του. Πλή­θη Χρι­στια­νῶν σπεύ­δουν νά τόν τι­μή­σουν κα­τά τήν ἐ­τή­σιο μνή­μη του. Ρί­γη συγ­κι­νή­σε­ως σκορ­πᾶ ἡ εἰ­κό­να του στίς λι­τα­νεῖες πού γί­νον­ται πρός τι­μήν του. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν τι­μοῦν καί τόν εὐ­λα­βοῦν­ται οἱ ναυ­τι­κοί μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­δί­δουν στίς προ­σευ­χές καί με­σι­τεί­ας του πολ­λά θαύ­μα­τα σω­τη­ρί­ας τους ἀ­πό τήν ἀ­γρι­ε­μέ­νη θά­λασ­σα. Μέ τά ὡ­ραι­ό­τε­ρα ἐγ­κώ­μια τόν τι­μᾶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. «Θεῖ­ον τῆς θει­ο­τά­της Ἱ­ε­ρω­σύ­νης κα­νό­να»  τόν ὀ­νο­μά­ζει ὁ ὑ­μνω­δός. Καί τόν ἀ­πο­κα­λεῖ μέ­γα Ποι­μέ­να. Καί προ­σκα­λεῖ τούς πι­στούς νά τόν ἐγ­κω­μιά­σουν. Καί νά ἐ­πι­κα­λε­σθοῦν «οἱ ἐν νό­σοις­ τον ἰα­τρόν, οἱ ἐν κιν­δύ­νοις τόν ρύ­στην, οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί τόν προ­στά­την, οἱ πέ­νη­τες τόν θη­σαυ­ρόν, οἱ ἐν θλί­ψε­σι τήν πα­ρα­μυ­θί­αν, τόν συ­νο­δί­την οἱ ὁ­δοι­πό­ροι, οἱ ἐν θα­λάσσῃ τόν κυ­βερ­νή­την». Ἀ­να­το­λή καί Δύ­σις τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὑ­πέ­ρο­χη θέ­ση με­τα­ξύ τῶν ἁ­γί­ων. Καί τοῦ ἀ­ξί­ζει ἡ τό­ση τι­μή. Καί τοῦ πρέ­πουν τό­σα ἐγ­κώ­μια. Δι­ό­τι ἀ­να­δεί­χθηκε νι­κη­τής σέ ὅ­λη του τή ζω­ή. Καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πέρ­μα­χος ἀ­γω­νι­στής. Καί τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας θαυ­μα­στή ἐν­σάρ­κω­ση.

Στά Πά­τα­ρα τῆς Λυ­κί­ας τῆς Μ. Ἀ­σί­ας ­γεν­νή­θηκε ὁ Νι­κό­λα­ος γύ­ρω στά 250 μ.Χ. Οἱ εὐ­σε­βεῖς καί φω­τι­σμέ­νοι γο­νεῖς του εἶ­χαν τήν εὐ­τυ­χί­α νά γνω­ρί­σουν τόν Χρι­στό καί νά με­τα­δώ­σουν στήν ἁ­πα­λή ψυ­χή τοῦ παι­διοῦ τους τήν θεί­α ἀ­λή­θεια. Ἄν­θρω­ποι κοι­νω­νι­κῶς ἀ­νώ­τε­ροι καί οἰ­κο­νο­μι­κῶς ἀ­νε­ξάρ­τη­τοι φρόν­τι­σαν μα­ζί μέ τήν εὐ­σέ­βεια νά δώ­σουν στόν Νι­κό­λα­ο καί μόρ­φω­ση κοι­νω­νι­κή καί γραμ­μα­τι­κή. Καί με­γά­λω­νε ὁ νέ­ος καί ἄρ­χι­ζε νά σκορ­πί­ζει τό ἄ­ρω­μα τῆς εὐ­σε­βεί­ας στό πε­ρι­βάλ­λον του. Ἀλ­λά τόν β­ρί­σκει μιά με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α. Στό ἄν­θος τῆς ἡ­λι­κί­ας του ὁ Θε­ός κα­λεῖ κοντά του καί τούς δυ­ό γο­νεῖς του. Καί ἔ­τσι ὁ νέ­ος μέ­νει μό­νος, ἀ­προ­στά­τευ­τος καί ὀρ­φα­νός μέ­σα σ’ ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον, ὅ­που ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἔ­δι­ναν τόν τό­νο καί τό χρῶ­μα στή ζω­ή. Οἱ κίν­δυ­νοι πού τόν πε­ρι­βάλ­λουν εἶ­ναι πολ­λοί. Ἡ πε­ρι­ου­σί­α πού δι­α­χει­ρί­ζε­ται με­γά­λη. Τά μο­νο­πά­τια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πολ­λά. Κιν­δυ­νεύ­ει νά πα­ρα­συρ­θεῖ, νά ἀ­κο­λου­θή­σει κο­σμι­κή ζω­ή, νά γλι­στρή­σει στό κα­κό. Ὅ­μως ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του νί­κη. Εἶ­ναι τό­σο βα­θιά ἡ εὐ­σέ­βειά του, ὥ­στε τί­πο­τε ἀ­πό αὐ­τά δέν τόν ἐ­πη­ρε­ά­ζει. Ἀντιθέτως χρη­σι­μο­ποι­εῖ τήν πε­ρι­ου­σί­α του σέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας, σέ πρά­ξεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καί φρον­τί­δος γιά τούς πτω­χούς καί στε­ρού­με­νους. Τόν θαυ­μά­ζουν οἱ Χρι­στια­νοί γιά τή στα­θε­ρό­τη­τά του καί προ­σεύ­χον­ται νά τόν ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός νά ὑ­πη­ρέ­τη­σει τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ προ­σευ­χές τους εἰ­σα­κού­ον­ται. Ὁ Νι­κό­λα­ος αἰ­σθά­νε­ται ἰ­σχυ­ρή τήν κλί­ση πρός τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Καί ὁ Θε­ός τόν ἀ­ξι­ώ­νει νά σ­τα­θεῖ μ­προστά στό θυ­σι­α­στή­ριο, λει­τουρ­γός καί ποι­μένας, ὁ­δη­γός καί ἐμ­πνευ­στής τῶν Χρι­στια­νῶν στήν πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή.

Ἁγιότητα βί­ου, ἀ­φι­λο­κέρ­δεια, πί­στη ἰ­σχυ­ρή, ζῆ­λος ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κός, ἀ­γά­πη πρός ὅ­λους εἶ­ναι τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ νέ­ου πρε­σβυ­τέ­ρου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Πα­τά­ρων. Ἡ φή­μη του σύντομα ἁ­πλώ­νε­ται εὐ­ρύ­τε­ρα. Γί­νε­ται γνω­στός γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του καί τόν ζῆ­λο του ὑ­πέρ τῆς πί­στε­ως. Γί αὐ­τό καί δέν εἶ­ναι πα­ρά­δο­ξο, ὅ­τι με­τά τό θά­να­το τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Μύ­ρων ὁ Νι­κό­λα­ος ἐ­κλέ­γε­ται δι­ά­δο­χός του καί ἀ­να­λαμ­βά­νει τή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Ἀπό τήν ὑ­ψη­λή αὐ­τή σκο­πιά ὁ Νι­κό­λα­ος ἐ­πι­σκο­πεῖ πρός ὅ­λες τίς κα­τευ­θύν­σεις. Πο­λε­μᾶ τήν αἵ­ρε­ση, πού θέ­λει νά μο­λύ­νει τούς πι­στούς, ἀ­δι­α­φο­ρώντας στίς ἀ­πει­λές ἐ­πάρ­χων καί δι­οι­κη­τῶν καί αὐ­το­κρα­τό­ρων ἀ­κό­μη· οἰ­κο­δο­μεῖ τούς πι­σ­τούς στήν ἀ­λή­θεια καί τήν κα­τά Χρι­στόν ζω­ή· τρέ­χει παν­τοῦ, ὅ­που ὑ­πάρ­χει πό­νος καί θλί­ψη, γιά νά πα­ρη­γό­ρη­σει· ἐ­νι­σχύ­ει τούς πτω­χούς· φρον­τί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιά τή νε­ό­τη­τα, πού δι­α­τρέ­χει τό­σους κιν­δύ­νους.  Εἶ­ναι ἕ­νας φω­τει­νός ὁ­δη­γός, πού μέ τό λό­γο του καί τό πα­ρά­δειγ­μά του φω­τί­ζει, κα­θο­δη­γεῖ, ἐμ­πνέ­ει. Καύ­χη­μα τῶν πι­στῶν στό­χος τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.

Στό θρό­νο τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας β­ρί­σκον­ται ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός (284 – 304) καί ὁ Μα­ξι­μια­νός (286 – 305). Κα­τά τό δι­ωγ­μό πού ­κή­ρυ­ξαν κα­τά τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ὁ Νι­κό­λα­ος συλ­λαμ­βά­νε­ται ἀπό τούς ἐθνικούς κυ­βερ­νῆτες τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ὑ­πο­βάλ­λε­ται σέ πολ­λές κα­κώ­σεις καί μα­ζί μέ ἄλ­λους Χρι­στια­νούς ἐγ­κλεί­ε­ται στίς φυ­λα­κές. Μέ­νουν ἀπό τότε ­πά­νω στό σῶ­μα του τά στίγ­μα­τα τῶν κα­κώ­σε­ων. Ὑ­πο­μέ­νει ὅ­μως τίς κα­κώ­σεις καί τα­λαι­πω­ρί­ες ἀ­δι­α­μαρ­τύρητα, εὐ­λο­γών­τας τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­νῶ οἱ πι­στοί προ­σεύ­χον­ται ἐ­κτε­νῶς γιά τόν ἅγιο ποι­με­νάρ­χη τους. Προ­σεύ­χον­ται νά πε­ρά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α καί νά ἔλ­θει ἡ γα­λή­νη. Πα­ρα­κα­λοῦν τόν Θε­ό νά δώ­σει στήν Ἐκ­κλη­σί­α χρό­νια εἰ­ρή­νης καί Χρι­στια­νούς βα­σι­λεῖς νά προ­στα­τεύ­ουν τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καί ὁ Θε­ός εἰ­σα­κού­ει τίς προσευχές τους. Καί ὁ χει­μώνας περ­νᾶ. Ἡ ἄ­νοι­ξη ἔρ­χε­ται. Ὁ Κων­σταν­τῖ­νος, ὁ πρῶ­τος Χρι­στια­νός αὐ­το­κρά­τωρ, κα­τα­λαμ­βά­νει τόν θρό­νο. Νέ­οι και­ροί τώ­ρα. Νέ­ος ἄ­νε­μος ἀρ­χί­ζει νά πνέ­ει γύ­ρω ἀ­πό τήν πί­στη. Ὁ Κων­σταν­τῖ­νος δι­α­τάζει νά ἀ­πο­λυ­θοῦν οἱ φυ­λα­κι­σμέ­νοι, νά ἐ­πα­νέλ­θουν οἱ ἐ­ξό­ρι­στοι.

Ὁ Νι­κό­λα­ος, κα­τα­βε­βλη­μέ­νος στό σῶ­μα ἀ­πό τίς τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀ­κμαῖ­ος ὅ­μως στήν ψυ­χή, ἀ­να­λαμ­βά­νει καί πάλι τά ὑ­ψη­λά του κα­θή­κον­τα. Ἡ εἴ­δη­ση ὅ­τι ὁ βα­σι­λεύς θά συγ­κά­λε­σει Οἰκου­με­νι­κή Σύ­νο­δο, γιά νά πα­τά­ξει τήν κα­τα­στρε­­πτι­κή αἵ­ρε­ση τοῦ Ἀ­ρεί­ου, ἀ­να­θερ­μαί­νει τό φρό­νη­μα τῶν πι­στῶν. Στή Σύ­νο­δο παίρνει μέ­ρος καί ὁ Νι­κό­λα­ος, ὑ­πε­ρα­σπί­ζοντας μέ ὅλες του τίς δυ­νά­μεις τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ἔτσι ἀ­να­δείχθηκε ἀ­λη­θινά κανόνας πί­στε­ως. Ἀφοῦ ἐπέ­­­στρεψε ἀπό τή Σύνοδο, συ­νέ­χι­σε μέ­χρι τά βαθειά γη­ρατειά του τό ἔρ­γο του, σκορπί­ζοντας παν­τοῦ τούς θη­σαυ­ρούς τῆς ἀ­γα­πητικῆς καρ­δί­ας του. Καί μέ τίς εὐ­αγ­γε­λι­κές ἀρετές καί τά θαύματά του ἀ­να­δείχθηκε βο­η­θός καί προ­στά­της τῶν πάντων. Σέ πολύ μεγάλη ἠλικία πα­ρέ­δωσε τό πνεῦ­μα του στόν Θε­ό. Αὐτόν τόν μέ­γα ποι­μέ­να νά τι­μοῦμε ἀ­ξί­ως, ἀλ­λά καί νά ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά ἀν­τι­γρά­φου­με τίς ἀ­ρε­τές του. Τήν πί­στη του, τήν ἁ­γι­ό­τη­τά του, τήν πρα­ό­τη­τα καί ἐγ­κρά­τειά του. Ἔ­τσι θά τι­μή­σει καί ­μᾶς ὁ Θε­ός. Τό ὑ­πο­σχέ­θηκε: «Τούς δο­ξά­ζον­τάς με ἀν­τι­δο­ξά­σω».

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου