Ὁ ἅγιος Νικόλαος, Ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, ὁ Θαυματουργός, εἶναι Ἅγιος μεγάλος καὶ δημοφιλέστατος. Ἤδη ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία εἶχε ἐκδηλωθεῖ ἡ ἐξαιρετικὴ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκεῖνον, καθὼς δὲν θήλαζε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Τὸ πρόσωπο καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου ἀκτινοβολοῦσαν ἔντονα τὴ θεία Χάρη. Ὅποιος τὸν συναντοῦσε στὸ δρόμο, ἄλλαζε διάθεση, ὅσο λυπημένος κι ἂν ἦταν. Μὲ τὰ λόγια του, μὲ τὴν παρουσία του ὁ Ἅγιος μετέδιδε στὸν συνομιλητή του τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ποικίλων καὶ θαυμαστῶν ἐλεημοσυνῶν του δὲν ἦταν ἁπλὲς καλὲς πράξεις, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἕνας ἠθικὸς ἄνθρωπος φρονεῖ ὅτι «πρέπει» νὰ κάνει. Ἦταν ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του· μιᾶς καρδιᾶς καθαρῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἐξαγιασμένης, ἀναγεννημένης, ποὺ εἶχε χωρέσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰω. δ´ 8), καὶ οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄνθρωποι ἀγάπης· ἀληθινῆς ἀγάπης, ὑπερφυσικῆς ἀγάπης.
Τὸ νὰ ξεπεράσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του, νὰ νικήσει τὸν ἐγωισμό του καὶ νὰ ζεῖ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται νὰ γίνουν κατοικητήριά Του, ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἔλθει καὶ σκηνώσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε μέσα του πηγὴ ἀσυγκράτητη ξεχειλίζει ποταμοὺς Χάριτος στὸ περιβάλλον του: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», εἶπε ὁ Κύριος, «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ´ 38).
Πῶς ἔγινε δεκτικὸς τῆς θείας Χάριτος ὁ ἅγιος Νικόλαος; Τὸ μυστικό του, ποὺ εἶναι μυστικὸ κάθε Ἁγίου, μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει τὸ ἀπολυτίκιό του: «Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια». Ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα, γράφει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, δηλαδὴ ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία σου, σὲ ἀνέδειξε στὰ μάτια τῶν πιστῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν ποίμνη σου, «κανόνα πίστεως»: ὑπόδειγμα πίστεως ζωντανῆς καὶ ἀκλόνητης στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ κριτήριο Ὀρθοδοξίας στοὺς ταραγμένους ἐκείνους καιρούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ταλαιπωροῦσε τὴν Ἐκκλησία ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Σὲ ἀνέδειξε καὶ «εἰκόνα πραότητος», ζωντανὴ ἀποτύπωση τῆς πραότητος· ἀκόμη, «ἐγκρατείας διδάσκαλον», ἔμπρακτο διδάσκαλο τῆς ἐγκράτειας, τῆς περιεκτικότατης ἐκείνης ἀρετῆς, ποὺ σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νίκη ἐνάντια σὲ ὅλα τὰ πάθη, τέλεια κατὰ Θεὸν αὐτοκυριαρχία. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν τὶς εἶχε ὁ Ἅγιος σὲ μέτριο ἀλλὰ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό – γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς ἀκτινοβολοῦσε ἀνεπιτήδευτα στὴν ἀναστροφή του καὶ ἀποτελοῦσε πρότυπο καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς.
«Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια», συνεχίζει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος. Ἐδῶ μᾶς ἀποκαλύπτεται τὸ μυστικό του, ἡ ὁδὸς τῆς ἁγιότητος: Γι᾿ αὐτὸ ἀπέκτησες τὰ ὑψηλὰ καὶ οὐράνια μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο μὲ τὴν κατὰ Θεὸν πτωχεία.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν ἀναδείχθηκε μέγας χωρὶς κόπο καὶ ἀγώνα. Ὅπως ὁ Κύριος «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος… διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε» (Φιλιπ. β´ 8-9), ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Ταπεινώθηκε ὁ Ἅγιος, πολὺ ταπεινώθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔδωσε στὸ Θεὸ λίγα ἢ πολλά· Τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα, ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του. Ταπεινώθηκε μὲ τὴν ὁλοκάρδια, ἰσόβια ὑπακοή του στὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ταπεινώθηκε καὶ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους του, διακονώντας τους στὶς ποικίλες ἀνάγκες τους μὲ ὑποδειγματικὴ αὐταπάρνηση.
Ἀρνήθηκε τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ προτίμησε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀρνήθηκε κάθε ἐγωιστικὴ καύχηση, κάθε στήριγμα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε τόσο πολύ, τὸν κατέστησε ἐπίγειο ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο, οἰκεῖο Του, «υἱὸν» Θεοῦ κατὰ χάριν, δυνατὸ πρέσβυ στὸ θρόνο Του.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος προτίμησε τὴν πτωχεία γιὰ τὸν Χριστό. Περιφρόνησε τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ ὡς ρέοντα καὶ φθαρτά, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια καὶ μένοντα. Δὲν ἀναλώθηκε στὸ πολυώδυνο κυνήγι τοῦ ὑλικοῦ πλούτου, ἀλλὰ ἀφοσιώθηκε στὴ μυστικὴ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, στὴ μακάρια καὶ ἀμέριμνη ἐπιδίωξη τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὸν ἀληθινὸ καὶ ἄφθαρτο πλοῦτο: τὴν ἁγιότητα, τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν μόνο ἀληθινὸ θησαυρό.
Ὁ Ἅγιος ἐπεδίωξε νὰ εἶναι ὁ Θεὸς τὸ μόνο ἀγαθό του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ τὰ μεταδίδει ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος οἰκονόμος στοὺς ἀναγκεμένους…
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Δεκεμβρίου θὰ συναντήσουμε καὶ πάλι τὸν Ἅγιό μας. Θὰ ἐκκλησιασθοῦμε τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του, θὰ ἀσπασθοῦμε τὴν εἰκόνα του, θὰ ψάλουμε τὸ Ἀπολυτίκιό του. Ὅμως ἂς μὴν ἀρκεσθοῦμε μόνο σ᾿ αὐτά. Ἂς μελετήσουμε τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Ἂς τοῦ μιλήσουμε μὲ ἁπλότητα, καταθέτοντας τοὺς πόνους καὶ τοὺς πόθους μας. Ἂς τοῦ ζητήσουμε μιὰ συνάντηση, ὅπως τότε ποὺ ζοῦσε στὴ γῆ καὶ μετέβαλλε ὅσους τὸν συναναστρέφονταν. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ γαληνεύσει τὴν καρδιά μας, τὴν τρικυμισμένη ἀπὸ τοὺς ἄγριους ἀνέμους τῶν παθῶν· τὴν καρδιά μας τὴν κουρασμένη ἀπὸ τὶς μάταιες ἐπιδιώξεις καὶ ἀσχολίες μας· νὰ δώσει στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας νέο στίγμα πορείας: «τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».