ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (8/12)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Πέμ. κε΄  ἑβδ. ἐπιστ. (Β΄ Θεσ. β΄ 13 – γ΄ 5):

13 Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως, ὅτι παραλαβόντες λόγον ἀκοῆς παρ’ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἐδέξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καθώς ἐστιν ἀληθῶς, λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν. 14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγε­νήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκ­κλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐ­­­­σῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χρι­­στῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπά­θετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰου­δαίων, 15 τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, 16 κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος. 17 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀ­πορ­φανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. 18 διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦ­λος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. 19 τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχή­σεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­προσθεν τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐ­­τοῦ παρουσίᾳ; 20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ χαρά. Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐ­­δο­κήσαμεν καταλει­φθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι, 2 καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν, 3 τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα· 4 καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. 5 διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μήπως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

13 Ἐπειδή λοιπόν ἀνταποκριθήκατε στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό κι ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε τόν Θεό ἀκα­τάπαυστα, διότι μέ προθυμία ἀκούσατε ἀπό μᾶς λόγο Θεοῦ· καί τόν δεχθήκατε ὄχι σάν ἀνθρώπινο λόγο, ἀλλά, ὅπως πράγματι καί εἶναι, ὡς λόγο Θεοῦ. Αὐτός ὁ λόγος παράγει καί τά θαυμαστά ἀποτελέσματά του ἀνάμεσα σέ σᾶς πού τόν πιστεύετε. 14 Τόν δεχθήκατε ὡς λόγο Θεοῦ, διότι ἐσεῖς, ἀδελφοί, γίνατε μιμητές τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ πού εἶναι στήν Ἰουδαία ἑνωμένες μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί γίνατε μιμητές ἐκείνων, διότι κι ἐσεῖς πάθατε τά ἴδια ἀπό τούς ὁμο­εθνεῖς σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπό τούς Ἰουδαίους πού δέν πίστεψαν στόν Ἰησοῦ Χριστό. 15 Αὐτοί εἶναι πού θανάτωσαν καί τόν Κύριο Ἰησοῦ καί τούς προφῆτες τους, καί καταδίωξαν σκληρά κι ἐμᾶς. Αὐτοί καί στό Θεό δέν ἀρέσουν, καί τούς ἀνθρώπους ὅλους ἐχθρεύονται, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου. 16 Αὐτοί μᾶς ἐμποδίζουν νά κηρύξουμε τό λόγο τοῦ Θε­οῦ στούς ἐθνικούς, γιά νά σωθοῦν κι αὐτοί. Καί τά κά­­νουν αὐτά, γιά νά γεμίσουν μέχρι ἐπάνω τό ποτήρι τῶν ἁμαρτιῶν τους, μέ τό νά ἁμαρτάνουν πάντοτε καί σέ κάθε ἐποχή. Ἔφθασε ὅμως ἐπάνω τους ἡ θεία ὀργή γιά νά ἐπιφέρει τό τέλος καί τήν καταστροφή τους. 17 Ἐμεῖς, ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν χωρισθήκαμε ἀπό σᾶς καί μείναμε σάν ὀρφανά παιδιά μακριά ἀπό σᾶς γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα καί μέ τό σῶμα βεβαίως μό­­νο, ὄχι μέ τήν καρδιά, ποθήσαμε μέ πολλή λαχτάρα νά ξαναδοῦμε τό πρόσωπό σας. 18 Καί γι’ αὐτό θελήσαμε νά ἔλθουμε νά σᾶς συναντήσουμε – ἐγώ ὁ Παῦλος μάλιστα καί μία καί δύο φορές – ἀλλά μᾶς ἐμπόδισε ὁ σατανάς. 19 Ἐπιθυμήσαμε νά ἔλθουμε νά σᾶς συναντήσουμε, διότι ποιός ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἤ ἡ χαρά μας ἤ τό στεφάνι μας, γιά τό ὁποῖο μποροῦμε νά καυχόμαστε, παρά ἐσεῖς μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους στούς ὁποίους κηρύξαμε; Γιά σᾶς ἐλπίζουμε νά βροῦμε ἔλεος καί δόξα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στή δευτέρα του παρουσία. 20 Αὐτό ἐλπίζουμε γιά τότε· ἀλλά καί τώρα ἐσεῖς εἶστε ἡ δόξα μας καί ἡ χαρά μας. Επειδή λοιπόν σᾶς ἐπιθυμήσαμε πολύ καί δέν ὑπο­φέ­­ραμε πλέον νά εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό σᾶς, προ­­τιμήσαμε νά μείνουμε μόνοι στήν Ἀθήνα, 2 καί σᾶς στείλαμε τόν Τιμόθεο τόν ἀδελφό μας καί διάκονο τοῦ Θεοῦ καί συνεργάτη μας στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, γιά νά σᾶς στηρίξει, νά σᾶς παρηγορήσει καί νά σᾶς ἐνισχύσει στήν πίστη σας, 3 ὥστε νά μήν κλονίζεται κανείς σας στίς θλίψεις αὐτές. Διότι τό ξέρετε κι ἐσεῖς ὅτι γι’ αὐτό ἔχουμε ταχθεῖ, γιά νά ὑποφέρουμε δηλαδή θλίψεις. 4 Καί τό ξέρετε, διότι κι ὅταν ἤμασταν κοντά σας, σᾶς προειδοποιούσαμε ὅτι πρόκειται νά ὑποφέρουμε θλίψεις, ὅπως κι ἔγινε καί τό γνωρίζετε πλέον κι ἐσεῖς ἀπό τήν πείρα σας. 5 Κι ἐπειδή σᾶς βρῆκαν θλίψεις, γι’ αὐτό κι ἐγώ δέν μποροῦσα πλέον νά ὑποφέρω τίς φροντίδες καί τούς φόβους πού εἶχα γιά σᾶς. Ἔστειλα λοιπόν τόν Τιμόθεο γιά νά μάθω γιά τήν πίστη σας καί νά πληροφορηθῶ μήπως σᾶς πείραξε καί σᾶς κλόνισε ὁ διάβολος, πού πειράζει τούς ἀνθρώπους, καί πάει ἔτσι χαμένος ὁ κόπος μας γιά σᾶς.