Εὐαγγέλιον: Κυρ. ια΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιδ΄ 16 – 24, Μτθ. κβ΄ 14):
16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς πα-ραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
16 Ὁ Ἰησοῦς τότε, προκειμένου νά διδάξει ποιές ἀρετές πρέπει νά ἔχει κανείς γιά νά συμμετάσχει στήν αἰώνια εὐφροσύνη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο καί κάλεσε πολλούς. Ἡ χαρά καί ἡ ἀπόλαυση δηλαδή τῆς αἰώνιας βασιλείας παρομοιάζεται μ’ ἕνα μεγαλοπρεπές δεῖπνο πού ἑτοίμασε ὁ Θεός. Σ’ αὐτό δέν κάλεσε ἀρχικά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά πολλούς, δηλαδή μόνο τούς Ἰουδαίους. 17 Καί τήν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τό δοῦλο του γιά νά πεῖ στούς καλεσμένους: Ἐλᾶτε καί μήν ἀναβάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα. (Σέ κάθε ἐποχή δηλαδή ὁ Θεός ἔστελνε τούς ἀπεσταλμένους του. Καί στό τέλος ἔστειλε τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή κι ἔπειτα τόν Υἱό του, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἔλαβε μορφή δούλου). 18 Τότε ἄρχισαν μεμιᾶς ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, σάν νά ἦταν συνεννοημένοι, νά δικαιολογοῦν τήν ἀπουσία τους ἀπό τό δεῖπνο. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: Ἔχω ἀγοράσει κάποιο χωράφι καί πρέπει νά βγῶ ἔξω καί νά τό δῶ. Σέ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο καί ἀπαλλαγμένο ἀπό τήν ὑποχρέωση νά ἔλθω. 19 Ἄλλος πάλι τοῦ εἶπε: Ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί πηγαίνω νά τά δοκιμάσω. Σέ παρακαλῶ, συγχώρησε τή δικαιολογημένη ἀπουσία μου. 20 Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: Εἶμαι νιόπαντρος καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἔλθω. Δηλαδή οἱ προσκεκλημένοι ὅλοι ἀπορροφήθηκαν ἀπό τίς βιοτικές καί τίς σαρκικές τους μέριμνες καί ἀδιαφόρησαν γιά τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τούς καλοῦσε νά γίνουν μέτοχοι καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας του. 21 Ὅταν λοιπόν γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, διηγήθηκε στόν κύριό του τά ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι. Τότε ὁ νοικοκύρης θύμωσε καί εἶπε στό δοῦλο του: Βγές γρήγορα στίς πλατεῖες καί στά στενά τῆς πόλεως καί φέρε ἐδῶ μέσα τούς φτωχούς, τούς σακάτηδες, τούς χωλούς καί τούς τυφλούς πού θά βρεῖς ἐκεῖ. Κάλεσε δηλαδή ὅσους εἶναι περιφρονημένοι μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀφοῦ οἱ ἐπίσημοι ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τή σωτηρία πού τούς προσφέρει ὁ Μεσσίας. 22 Ὕστερα ἀπό λίγο ἐπέστρεψε πάλι ὁ δοῦλος καί εἶπε: Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καί ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανός στό σπίτι γιά νά προσκληθοῦν κι ἄλλοι. 23 Τότε εἶπε ὁ κύριος στό δοῦλο: Βγές ἔξω ἀπ’ τήν πόλη στούς δρόμους καί στούς φράχτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι, πού δέν ἔχουν σπίτι καί μόνιμη κατοικία. Κι ἐπειδή αὐτοί θά διστάζουν ἀπό συστολή νά πάρουν μέρος στό δεῖπνο μου, παρακίνησέ τους ἐπίμονα νά μποῦν ἐδῶ, γιά νά γεμίσει τό σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδή καί τούς ἐθνικούς νά πάρουν μέρος στά ἀγαθά τῆς βασιλείας μου. 24 Διότι σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κάλεσα καί ἀρνήθηκαν τήν πρόσκλησή μου δέν θά καθίσει, ἀλλ’ οὔτε καί θά γευθεῖ τό δεῖπνο μου. 14 Διότι πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί, πού ἔχουν τίς ἀρετές καί θά κληρονομήσουν τή βασιλεία αὐτή.