Ὁ καπνοπαραγωγὸς

Ἔχεις περάσει καιρὸ τώρα τὰ 80, μπαρμπα-Γιάννη. Μιὰ ζωὴ ἁπλὸς ἀγρότης. Σκαμμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τοὺς καύσωνες ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω σου. Πρόσωπο ποὺ τόσες φορὲς τὸ ἔβρεξε ὁ ἱδρώτας, καθὼς ὄργωνες, ἔσπερνες, σκάλιζες, ράντιζες μὲ τὸ φάρμακο – δηλητήριο, κι ὁ ἀέρας πολλὲς φορὲς τό ᾿φερνε πάνω σου. Κουράστηκες, ἀλήθεια! Δίπλωνες τὸ σῶμα σου στὰ δύο καὶ ἔσκυβες γιὰ ὧρες νὰ μαζέψεις τὰ φύλλα τοῦ καπνοῦ ἀπ’ τὶς καπνόριζες. Τό ᾿κανες μὲ ἱκανοποίηση ὅμως, γιατὶ ζοῦσε ἡ οἰκογένειά σου ἀπ᾿ αὐτό. Κι ὅταν οἱ πολλοὶ πήγαιναν διακοπές, ἐσὺ τότε ἔπρεπε νὰ μαζέψεις τὸν καπνό. Κι ἀπ᾿ τὶς 2 τὰ μεσάνυχτα ἔφευγες γιὰ τὸ χωράφι, καὶ μόνο γιὰ λίγο σταματοῦσες στὶς 10 μὲ 11 τὸ βράδυ. Σὲ 3 ὧρες ξανὰ στὸ πόδι. Γιὰ νὰ μεγαλώσεις τὰ παιδιά σου, νὰ τὰ σπουδάσεις, νὰ γίνουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ βοηθήσουν τὸν τόπο.

Τώρα στὸ ΚΑΠΗ συζητᾶς μὲ τοὺς λίγους ποὺ ἔχουν ἀπομείνει. Βλέπεις τὴ σύνταξή σου νὰ μειώνεται, τὰ φάρμακα τώρα νὰ τὰ πληρώνεις, τὸ ἰατρεῖο νὰ ἀνοίγει μόνο μιὰ μέρα τὴ βδομάδα. Τὰ παιδιά σου ἄνεργα ἐδῶ καὶ καιρό. Σκέφτεσαι πλέον νὰ ἀρχίσεις νὰ πουλᾶς τὰ χωραφάκια, ποὺ ἔζησαν καὶ σένα καὶ τὴν οἰκογένειά σου, γιὰ νὰ πληρώσεις τοὺς ἀβάσταχτους φόρους. Πρέπει νὰ τοὺς πληρώσεις, γιὰ νὰ μὴ χρεωκοπήσει ἡ χώρα, σοῦ λένε. Τώρα νιώθεις μιὰ πίκρα, γιατί, ὅταν ἐσὺ ἔβγαζες ποτάμι τὸν ἰδρώτα σου, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ἑκατομμύριά τους ἔξω καὶ δὲν πλήρωναν οὔτε δραχμὴ φόρο…

Ἔχεις τώρα πιὸ πολλοὺς φίλους, γνω­στοὺς καὶ συγγενεῖς στὸ κοιμητήριο πα­ρὰ ζωντανούς. Ἀναπαύονται κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Καὶ μόνο συλλογιέσαι μήπως αὔριο – μεθαύριο τὸν ἀ­φαι­ρέσουν τὸν σταυρὸ μὲ νόμο ἀπὸ τὰ Κοιμητήρια. Ἴσως τὸ ἀπαιτήσουν οἱ Εὐ­ρω­παῖοι «φίλοι» μας γιὰ νά… μὴ δυσανασχετοῦν οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ ἄθεοι!

«Καλὰ ἔλεγε παλιὰ ὁ δάσκαλος», μουρμουρίζεις. «Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Ἐ­φιάλτες, οἱ Μῆδοι δὲν θὰ πατοῦσαν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ τώρα τί κάνουμε; Χανόμαστε; Μέχρι ἐδῶ ἦταν; Γιὰ σύνελθε, μπαρμπα-Γιάννη», λὲς στὸν ἑαυτό σου. «Αὐτὰ ἔχουν τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅταν κα­νεὶς κοιτάει μόνο τὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα, εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει θηρίο καὶ κανένα νὰ μὴ λογαριάζει.

»Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ καὶ τί θὰ ὑπογράψει, αὐτὸ ἔχει σημασία· καὶ ὄχι τί λογαριάζουν οἱ μεγάλοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Πέρασα τὰ 80 καὶ δὲν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός. Θὰ μὲ ἀφήσει τώρα; Ἤ, μήπως δὲν βλέπει αὐτὰ ποὺ γίνονται;».

Ἔπιασες τότε τὸ Ψαλτήρι καὶ διάβασες τὸν 72ο Ψαλμό. Τί φοβερὸς Ψαλμός! Γρά­φτηκε χιλιάδες χρόνια πρίν, μὰ φωτογραφίζει τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων σήμερα.

Τί λέει; Κινδύνεψε νὰ κλονισθεῖ ὁ Ψαλμωδός, βλέποντας τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν ἄνεση μὲ τὴν ὁποία περνοῦσαν τὴ ζω­­ή τους οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοίταζαν μόνο τὸ στενό τους προσωπικὸ συμφέρον, χωρὶς νὰ λογαριάζουν κανένα… Μάζευαν πλοῦτο χωρὶς κόπο, μὲ ἀδικίες συνήθως, χωρὶς νὰ συναντοῦν στὴ ζωή τους θλίψεις καὶ συμφορές. Αὐτή τους ἡ συμ­περιφορὰ τοὺς φούσκωνε ἀπὸ ὑπερηφάνεια: «Διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς… καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστῳ;» (Ψαλ. οβ΄ [72] 8, 9-11)· σκέφτηκαν πονηρὰ κατὰ τῶν ἄλ­λων ἀνθρώπων καὶ γεμάτα πονηριὰ ἦ­ταν τὰ λόγια τους. Κάλυψαν τὴ γῆ οἱ ὕ­βρεις τους καὶ οἱ συκοφαντίες τους… Οἱ βλασφημίες τους ἔφτασαν νὰ ἀπευθύ­νονται καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸν θεώρησαν ἀδύναμο στὸ νὰ λαμ­­­­βάνει γνώση τῶν ἀδικιῶν καὶ τῶν ἀ­σεβειῶν τους.

Ὅμως ὁ Ψαλμὸς ξεδιπλώνει παρα­κάτω μία μεγάλη διαχρονικὴ ἀλήθεια: «Πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι. πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα; ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀ­νομίαν αὐτῶν. ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις» (Ψαλ. οβ΄ [72] 18-20)· εὐτυχοῦν τώρα, ἀλλὰ τοὺς ἐπεφύλαξες κακά. Τοὺς γκρέμισες σὲ ἐρείπια ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς τους. Πῶς σὲ μιὰ στιγμὴ ἐξαφανίστηκαν;… Χάθηκαν ἐξαιτίας τῆς πολλῆς τους ἀνομίας. Σὰν τὸ ὄ­νει­ρο ποὺ ἐξαφανίζεται ὅταν ξυπνάει ὁ ἄν­θρωπος, ἔτσι καὶ αὐτοὶ διαλύθηκαν. Ὄχι μόνο σὲ ἀνθρώπους συνέβη αὐτὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ σὲ δυναστεῖες ἐπιφανῶν καὶ σὲ συμμαχίες.

Μπαρμπα-Γιάννη, τὸν Ψαλμὸ δὲν χορ­­ταίνεις νὰ τὸν διαβάζεις. Ἠρέμησες. Βγῆ­κε ὁ ἥλιος ξανὰ στὴν ψυχή σου, σκόρπισε τὰ σύννεφα τῆς ταραχῆς σου. Ξεκαθάρισες γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι οἱ ἀ­λήθειες τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς βγάζουν πράγ­­ματι ἀπ᾿ τὸ τοῦνελ τῆς δυσθυμίας στὸ φῶς Του καὶ δίνουν ἐλπίδα. Βλέπει ὁ Θεὸς καὶ θὰ ἐπέμβει, ὅταν κρίνει. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ξεγελάει οὔτε ντροπιάζει, γιατὶ εἶναι ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ.

Καὶ μὲ τοὺς δύο τελευταίους στίχους βάζει ὅλη τὴν οὐσία του σὰν σφραγίδα:

«Ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται,… ἐμοὶ δὲ τὸ προσ­κολ­λᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου» (Ψαλ. οβ΄ [72] 27-28). Ὅσοι ἀπομακρύνουν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ Σένα, θὰ χαθοῦν, γιὰ μένα ὅμως ἕνα ἀγαθὸ μόνιμο καὶ ὕψιστο ὑ­πάρχει τὸ νὰ προσκολλῶμαι σὲ Σένα, καὶ σὲ Σένα, Κύριε, νὰ στηρίζω ὁλόκληρη τὴν ἐλπίδα μου.

Διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη καὶ τελικὴ ἀ­λήθεια τοῦ κόσμου!