O ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ

Δέν ἦ­ταν ἀ­πό τούς κοι­νούς ἀν­θρώ­πους ὁ ἅ­γιος Εὐ­στρά­τιος. Κα­τεῖ­χε ὑ­ψη­λή καί ἐ­πί­ζη­λη θέ­ση στή στρα­τι­ω­τι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α. Ἦ­ταν τό καύ­χη­μα τοῦ στρα­τοῦ τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, αὐ­το­κρά­το­ρος τό­τε τῆς Ρώ­μης (284 – 305 μ.Χ.). Ἦ­ταν ὅ­μως συγ­χρό­νως καί Χρι­στια­νός ὁ Εὐ­στρά­τιος. Καί μά­λι­στα ζη­λω­τής καί θερ­μός, δρα­στή­ριος ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος μέ­σα στίς τά­ξεις τοῦ στρα­τοῦ καί τῆς ὑπόλοιπης κοι­νω­νί­ας. Οἱ λό­γοι τῆς πί­στε­ώς του, ἡ ἀ­γα­θο­ερ­γί­α τῆς ἀ­γά­πης του καί τό ἅ­γιο πα­ρά­δειγ­μά του συν­δυ­ά­ζον­ταν ἄ­ρι­στα, γιά νά γί­νε­ται ὁ Εὐ­στρά­τιος ἀ­γα­πη­τός πο­λύ, ἀλ­λά καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ὠ­φέ­λι­μος. Πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων ὁ­δή­γη­σε στόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α του.

Ὅ­ταν ὅ­μως οἱ ἐ­νέρ­γει­ές του ἄρ­χι­σαν νά κι­νοῦν τήν ὑ­πο­ψί­α, ἄρ­χι­σε καί ἡ προ­σε­κτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­σή του. Καί δέν ἄρ­γη­σαν νά δι­α­πι­στώ­σουν, ὅ­τι ὁ Εὐ­στρά­τιος καί Χρι­στια­νός ἦ­ταν, καί στίς χρι­στι­α­νι­κές Συ­νά­ξεις σύ­χνα­ζε, ἀλ­λά καί φι­λαν­θρω­πί­α καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ἐ­ξα­σκοῦ­σε. Τό­τε χω­ρίς ἀ­να­βο­λή τόν ὁ­δη­γοῦν στόν Λυ­σί­α, τόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό Ἐ­πί­τρο­πο τῆς Σε­βά­στειας. Κι ἀρ­χί­ζει τώ­ρα ἡ στι­χο­μυ­θί­α με­τα­ξύ Λυ­σί­α καί Εὐ­στρα­τί­ου. Καί ὁ μέν πρῶ­τος προ­σπα­θεῖ νά πεί­σει τόν Μάρ­τυ­ρα νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τήν πί­στη του καί νά ἀ­κο­λου­θή­σει τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη θρη­σκεί­α τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων, ἐ­άν ἐ­πι­θυ­μεῖ καί τή δι­κή του ἀ­νά­δει­ξη καί τήν ὠ­φέ­λεια τοῦ Κρά­τους. Ἀλ­λά καί ὁ Εὐ­στρά­τιος μέ τήν παρ­ρη­σί­α, πού τοῦ χά­ρι­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο (Λουκ. κα΄ 15), τοῦ ἀ­πε­δεί­κνυ­ε τή δι­α­φθο­ρά τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, ἀλ­λά καί τήν ἐ­ξύ­ψω­ση καί εὐ­φρο­σύ­νη, πού δί­νει μό­νο ὁ Χρι­στός.

Γρή­γο­ρα ἀν­τι­λή­φθη­κε ὁ Λυ­σί­ας, ὅ­τι μά­ται­α κο­πιά­ζει. Γι’ αὐ­τό καί δί­νει ἐν­το­λή νά βα­σα­νί­σουν τόν χρι­στια­νό ἀ­ξι­ω­μα­τι­κό. Στήν ἀρ­χή τοῦ φό­ρε­σαν ὑ­πο­δή­μα­τα μέ αἰχ­μη­ρά καρ­φιά στό ἐ­σω­τε­ρι­κό τους καί τόν δι­έ­τα­ξαν νά τρέ­ξει. Στή συ­νέ­χεια τόν μα­στί­γω­σαν, τοῦ γέ­μι­σαν τό σῶ­μα μέ πλη­γές, τίς ὁ­ποῖ­ες καί ἔ­κα­ψαν μέ λαμ­πά­δες, τίς γέ­μι­σαν μέ ξί­δι καί ἁ­λά­τι καί τίς ἔ­τρι­ψαν μέ σκλη­ρό ὕ­φα­σμα. Καί με­τά τό φο­βε­ρό­τα­το αὐ­τό καί πα­ρα­τε­τα­μέ­νο μαρ­τύ­ριο, αἱ­μό­φυρ­το, πλη­γω­μέ­νο καί πο­νε­μέ­νο, τόν ἔ­κλει­σαν στή φυ­λα­κή. Ὅ­ταν τήν ἑ­πο­μέ­νη τόν πα­ρου­σί­α­σαν καί πά­λι στόν Ἐ­πί­τρο­πο, αὐ­τός ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος. Εἶ­δε τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος ὑ­γι­έ­στα­το καί κα­θα­ρό, τήν ὄ­ψη λαμ­πρή καί ἱ­λα­ρή. Ὁ Εὐ­στρά­τιος ἀν­τι­λή­φθη­κε τήν ἐκ­πλη­ξη τοῦ Λυ­σί­α καί τόν κά­λε­σε νά ψη­λα­φή­σει καί νά δεῖ ὅτι πράγ­μα­τι ὁ Χρι­στός κά­νει θαύ­μα­τα, καί νά πι­στεύ­σει σ’ αὐ­τόν. Ἀλ­λά γιά τόν σκλη­ρό εἰ­δω­λο­λά­τρη ἴ­σχυ­σε ὁ λό­γος τοῦ Ἠ­σαί­α: «ἀ­κο­ῇ ἀ­κού­σε­τε καί οὐ μή συ­νῆ­τε καί βλέ­πον­τες βλέ­ψε­τε καί οὐ μή ἴ­δη­τε» (Ἠσ. στ΄ 9).

Ἐ­άν ὅ­μως ὁ Λυ­σί­ας ἔ­μει­νε ἀ­ναί­σθη­τος, ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ γεν­ναί­ου ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ καί τό θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τῶν πλη­γῶν του συγ­κί­νη­σε βα­θύ­τα­τα ἄλ­λους Χρι­στια­νούς τοῦ ἐ­πι­τρο­πι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος. Καί συγ­κλο­νι­σμέ­νοι, γε­μά­τοι ἀ­πό ἐν­θου­σια­σμό, ὁ­μο­λό­γη­σαν μέ παρ­ρη­σί­α ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λον, κα­θέ­νας μέ τόν τρό­πο του, τήν πί­στη τους στόν Χρι­στό: ὁ ὁ­μο­βάθ­μιος τοῦ Εὐ­στρα­τί­ου ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός Εὐ­γέ­νιος, ὁ ἱ­ε­ρεύς Αὐ­ξέν­τιος καί ὁ Μαρ­δά­ριος. Σύγ­χυ­ση ἐ­πι­κρά­τη­σε στό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό στρά­τευ­μα. Ἀ­να­τα­ρα­χή ἀ­φάν­τα­στη μέ τά ἀ­νέλ­πι­στα πε­ρι­στα­τι­κά. Ἀλ­λά μέ­σα σέ τέ­τοι­α ἀ­τμό­σφαι­ρα τά πά­θη καί ὁ φα­να­τι­σμός ἀ­νά­βουν. Ἔ­τσι, χω­ρίς καμ­μί­α κα­θυ­στέ­ρη­ση, ἔ­κο­ψαν τή γλώσ­σα τοῦ Εὐ­γε­νί­ου καί τοῦ ἔ­σπα­σαν τά ὀ­στά μέ τήν στρέ­βλη. Ἔ­πει­τα σ’ ἕ­να κον­τι­νό δά­σος ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως Αὐ­ξεν­τί­ου. Καί τέ­λος τρύ­πη­σαν τούς ἀ­στρα­γά­λους τοῦ Μαρ­δα­ρί­ου, τοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ ἕνα σχοι­νί καί τόν κρέ­μα­σαν πά­νω στή φω­τιά. Ἔ­τσι μέ τήν προ­σευ­χή: «Δέ­σπο­τα, σέ εὐ­χα­ρι­στῶ, πού μέ ἀ­ξί­ω­σες νά ἔχω αὐτά τά ἀγαθά» πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του. «Τῶν βα­σά­νων τήν πυ­ράν κα­θυ­πο­μεί­νας, χά­ρι­τι δρό­σον ἐ­δέ­ξα­το».

Ἀλ­λά τά μαρ­τύ­ρια τῆς ἡ­μέ­ρας ἐ­κεί­νης εἶ­χαν καί συ­νέ­χεια. Ὁ­δή­γη­σαν δη­λα­δή τό­τε στόν Λυ­σί­α κι ἕ­να ὑ­ψί­κορ­μο ρω­μα­λέ­ο στρα­τι­ώ­τη, τόν Ὀ­ρέ­στη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φε­ρε στό στή­θος του Σταυ­ρό. Καί σύ λοι­πόν Χρι­στια­νός; τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­γα­νά­κτη­ση καί ἀ­γω­νί­α ὁ Λυ­σί­ας. Καί τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη, πού ὁ Ὀ­ρέ­στης ἔ­δι­νε μέ καύ­χη­ση ἐν Κυ­ρί­ῳ τήν θε­τι­κή ἀ­πάν­τη­σή του, καί ἄλ­λος καί ἄλ­λοι πολ­λοί στρα­τι­ῶ­τες αὐ­θόρ­μη­τοι ὁ­μο­λό­γη­σαν πί­στη στόν Χρι­στό. Φο­βι­σμέ­νος ὁ Λυ­σί­ας μπρο­στά στά ἐκ­πλη­κτι­κά γε­γο­νό­τα, πα­ρέ­δω­σε τόν Ὀ­ρέ­στη καί τόν Εὐ­στρά­τιο στόν ἔ­παρ­χο Ἀ­γρι­κό­λα καί ἀ­να­χώ­ρη­σε.

Ὁ Ἀ­γρι­κό­λας θέ­λη­σε νά συ­ζη­τή­σει φι­λο­σο­φι­κά μέ τούς δυ­ό ὁ­μο­λο­γη­τές. Ὅ­ταν ὅ­μως δι­α­πί­στω­σε τήν ἀ­δυ­να­μί­α του, ἀ­πο­φά­σι­σε κι αὐ­τός μέ τή δύ­να­μη τῆς κο­σμι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας του νά ἐκ­δι­κη­θεῖ μέ βα­σα­νι­στή­ρια. Ζή­τη­σε καί τοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­να σι­δε­ρέ­νιο κρεβ­βά­τι, τό κοκ­κί­νι­σαν στή φω­τιά καί δι­έ­τα­ξε τόν Ὀ­ρέ­στη νά πέ­σει ἐ­πά­νω γυ­μνός. Καί τό παλ­λη­κά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ γεν­ναῖ­ος στρα­τι­ώ­της, ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἄ­φο­βος ξά­πλω­σε. Οἱ σάρ­κες του καί­γον­ταν, ἀλ­λά ἡ ψυ­χή του, πού ἀ­πο­λάμ­βα­νε «τήν δρό­σον τοῦ Πνεύ­μα­τος», με­τα­φέρ­θη­κε στήν εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Ὁ Εὐ­στρά­τιος τή νύ­χτα στή φυ­λα­κή μέ βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση κοι­νώ­νη­σε ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Ἐ­πι­σκό­που τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια καί τήν ἑ­πό­μενη δέ­χθη­κε κι αὐ­τός, τε­λευ­ταῖ­ος, τό μαρ­τύ­ριο. Θαρ­ρα­λέ­ος, ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἔ­πε­σε στή φω­τιά, κά­τω ἀ­πό τά βλέμ­μα­τα πλή­θους εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συγ­κεν­τρώ­θη­καν γιά νά ψυ­χα­γω­γη­θοῦν ἀ­πό τό θέ­α­μα.

Μί­α ὁ­μά­δα ἡ­ρώ­ων της πί­στε­ως. «Ἀ­θλη­τι­κόν ἀ­γώ­να ὑ­πο­μεί­ναν­τες ἐ­δέ­ξαν­το τούς στε­φά­νους τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας». Θαρ­ρα­λέ­οι Ὁ­μο­λο­γη­τές καί ἡ­ρω­ϊ­κοί Μάρ­τυ­ρες μέ­σα σέ μί­α κοι­νω­νί­α ἀ­πί­στων. Καύ­χη­μα τῆς πί­στε­ώς μας καί φω­τει­νό πα­ρά­δειγ­μα στούς αἰ­ῶ­νες. Ἐ­μεῖς, ἀ­λή­θεια, θαυ­μα­στές τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους, στή ση­με­ρι­νή κοι­νω­νί­α ἔ­χου­με του­λά­χι­στον τήν παρ­ρη­σί­α τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας; Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά τήν ἔ­χου­με.

Στι­χη­ρόν Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ.

Λό­γοις καί πα­θή­μα­σι καί πο­λυ­τρό­ποις στε­ρή­σε­σι τῆς ζω­ῆς ἐ­πε­δεί­ξαν­το ἀ­γά­πην οἱ Ἅ­γιοι τήν πρός Σέ τε­λεί­αν,

μή σα­λευ­ο­μέ­νην, σύν Εὐ­στρα­τίῳ τῷ σο­φῷ καί Αὐ­ξεν­τίῳ ἀ­γω­νι­σά­με­νοι,

Ὀ­ρέ­στης καί Μαρ­δά­ριος με­τ’ Εὐ­γε­νί­ου οἱ ἔν­δο­ξοι ταῖς αὐ­τῶν σῶ­σον, Κύ­ρι­ε, προ­σευ­χαῖς τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη