Μεταφέρουμε ἕνα ἀληθινὸ καὶ συγκλονιστικὸ περιστατικὸ καὶ συγχρόνως πολὺ διδακτικὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἱερομάρτυρα Ἀλεξάνδρου Παρούσνικωφ ποὺ ζοῦσε στὸ χωριὸ Τρόϊτσκι τῆς Μόσχας, ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἅγιοι Κατάδικοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου (σελ. 307-308).
Βρισκόμαστε στὰ δίσεκτα χρόνια ποὺ τὸ ἀντιεκκλησιαστικὸ μένος καὶ ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κλήρου στὴ Ρωσία βρίσκεται στὸ κατακόρυφο. Ἐπικρατεῖ καὶ φοβερὴ πείνα. Οἱ ἀρχὲς στέρησαν τὰ δελτία τροφίμων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, τὶς πρεσβυτέρες καὶ τὰ παιδιά τους. Ἔτσι ἀδυνατοῦν νὰ προμηθευθοῦν τρόφιμα ἀπὸ τὰ κρατικὰ καταστήματα ὅπως ὅλοι, γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν. Στὸ σχολεῖο πάλι οἱ δάσκαλοι δὲν πρόσφεραν στὰ παιδιὰ τῶν ἱερέων τὸ πρωινὸ ποὺ ἔπαιρναν οἱ ἄλλοι μαθητές. Οἱ ἀρχὲς μάλιστα στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 δήμευσαν τὸ μισὸ σπίτι τοῦ π. Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος, ἂς σημειωθεῖ, εἶχε δέκα παιδιά.
«Μιὰ ἀγελάδα εἶχε ἀπομείνει στὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἡ μοναδικὴ περιουσία καὶ τὸ τελευταῖο μέσο συντηρήσεώς της. Ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ αὐτὴν τοὺς τὴν πῆραν οἱ ἀρχὲς κάποια μέρα. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἦταν τότε στὸ ναό. Ἐπιστρέφοντας στὸ σπίτι, εἶδε τὴν πρεσβυτέρα του πολὺ ταραγμένη.
–Τί ἔγινε; τὴ ρώτησε.
–Πῆραν τὴν ἀγελάδα μέσ’ ἀπὸ τὴν αὐλή μας, ἀπάντησε ἐκείνη μὲ φωνὴ τρεμάμενη.
–Πῆραν τὴν ἀγελάδα;… Ἀλεξάνδρα! Παιδιά! Ἐλᾶτε ὅλοι! Γρήγορα γονατίστε! Ἂς κάνουμε εὐχαριστήρια προσευχὴ στὸν προστάτη τῆς οἰκογενείας μας, τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν Θαυματουργό!
Ἡ πρεσβυτέρα τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία.
–Πάτερ;!… ψέλλισε.
–Ἀλεξάνδρα, τῆς εἶπε, γιατί ἀπορεῖς; Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἀγελάδα, ὁ Κύριος καὶ μᾶς τὴν πῆρε. Δοξασμένο τὸ ὄνομά Του! Ἐλᾶτε νὰ κάνουμε τὴν εὐχαριστήρια προσευχή.
Ὁ καλὸς ἱερέας ἤθελε νὰ δείξει ἔτσι στὴν πρεσβυτέρα του καὶ στὰ παιδιά του ὅτι στὴν κακία πρέπει νὰ ἀπαντοῦμε μὲ τὴν ἀκακία, καὶ ὅτι τὸν Κύριο πρέπει νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε ὄχι μόνο γιὰ τὶς χαρὲς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πίκρες, προκειμένου νὰ γευθοῦμε τοὺς γλυκοὺς καρποὺς τοῦ Παραδείσου».
Δεῖτε τώρα καὶ τὸ θαῦμα ποὺ προκάλεσε ἡ εὐχαριστήρια αὐτὴ προσευχή: «Ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ στερήθηκαν τὴν ἀγελάδα, κάθε πρωὶ ἔβρισκαν στὸ κατώφλι τῆς ἐξώπορτας ἕνα καλάθι μὲ μιὰ μπουκάλα γάλα καὶ δυὸ καρβέλια ψωμί. Τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ γιὰ καιρὸ ἔμεναν ἄγρυπνα ὣς ἀργὰ τὴ νύχτα, παρατηρώντας τὴν ἐξώπορτα ἀπὸ ἕνα κοντινὸ παράθυρο, προκειμένου νὰ μάθουν ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἔφερνε τὸ γάλα καὶ τὸ ψωμί. Δὲν κατόρθωσαν ὡστόσο νὰ ἀνακαλύψουν τὸν εὐεργέτη τους».
Ἔτσι εἶναι, ἀναγνώστη μου· «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα» – καὶ τὰ ἐκ πρώτης ὄψεως δυσάρεστα – «συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η΄ 28). Ὅταν ἡ ἀγαπῶσα τὸν Θεὸ ψυχὴ ξέρει νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ καὶ νὰ Τὸν δοξάζει καὶ στὶς δυσκολίες, τότε ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει μὲ τρόπο θαυμαστό.
Ἂς θυμηθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Σίλα στὴ φυλακὴ τῶν Φιλίππων. Τὸ σῶμα τους εἶναι γεμάτο πληγὲς ἀπὸ τοὺς ραβδισμούς, καὶ τὰ ξεσχισμένα ροῦχα τους κολλημένα σ’ αὐτές. Τὰ χέρια τους ἁλυσοδεμένα καὶ τὰ πόδια τους μέσα στὸ βασανιστικὸ ξύλο σφιγμένα. «Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι» (Πράξ. ις΄ [16] 25).
Αὐτὴ ἡ μεσονύχτια δοξολογία τους ἔφερε τὸ θαῦμα. Ξαφνικὰ ἔγινε μεγάλος σεισμός, ποὺ σάλεψε τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς. Ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες, ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸ βασανιστικὸ ξύλο, ἄνοιξαν οἱ πόρτες. Συγκλονίστηκε ὁ δεσμοφύλακας. Πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του, «καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ» (βλ. Πράξ. ις΄ [16] 33-34).
Ἀδελφέ μου, νὰ τὸ ἐννοήσουμε καλά: Ἡ εὐχαριστία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ στὶς θλίψεις καὶ δοκιμασίες μας κάνουν θαύματα. «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η΄ 28). Τὰ πάντα! Ἀκόμη καὶ τά, κατὰ τὴ γνώμη μας, πιὸ θλιβερά!