Γεμάτο τὸ καινούργιο μεγάλο Πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἕβρου. Οἱ γιατροὶ ἀγωνίζονται φιλότιμα νὰ βοηθήσουν κάθε λογῆς ἀρρώστους, χωρὶς διάκριση. Ὄχι μόνο τοὺς Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης. Μπροστά τους βλέπουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ πονεῖ καὶ ὑποφέρει. Καὶ κάνουν ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσουν.
Ἐκεῖνες τὶς μέρες – πλησίαζαν παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων – μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο μὲ φρικτοὺς πόνους στὸ ἕνα νεφρό του ὁ κ. Δημητρός, συνταξιοῦχος ἀγροφύλακας. Οἱ γιατροὶ διέγνωσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ χειρουργηθεῖ ἐπειγόντως. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Καὶ τώρα μετεγχειρητικά, μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς χειρουργημένους ἀρρώστους, μένει σ’ ἕνα θάλαμο τοῦ Νοσοκομείου γιὰ νὰ τὸν παρακολουθοῦν οἱ γιατροὶ καὶ γιὰ ἄλλες ἰατρικὲς ἐξετάσεις ποὺ ἔκριναν ἀναγκαῖες. Κοντά του, τοῦ συμπαραστέκεται ἡ πιστὴ σύζυγός του καὶ εὐσεβὴς Χριστιανή, ἡ Ἀμαλία.
Τὴ δεύτερη μέρα μετὰ τὴν ἐγχείρηση, μιὰ συγγενὴς τοῦ διπλανοῦ τους ἀρρώστου ἔφερε γλυκὰ νὰ κεράσει ὅλους στὸ θάλαμο. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἀλλὰ καὶ Τετάρτη, ἡμέρα νηστείας, καὶ τὰ γλυκὰ ἦταν ἀρτύσιμα, τῆς εἶπε ἡ Ἀμαλία:
–Κυρία μου, εὐχαριστῶ πολύ, ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μὴν πάρω, γιατὶ νηστεύω. Ἐγὼ ἄλλωστε δὲν εἶμαι ἄρρωστη. Οἱ ἄρρωστοι μποροῦν νὰ πάρουν ἐλεύθερα. Γιὰ τοὺς ὑγιεῖς γιὰ τὶς μέρες αὐτὲς ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὁρίσει νηστεία.
–Τί χαζὰ πράγματα εἶναι αὐτά; πετάχτηκε ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τὸ ἀπέναντι κρεβάτι, ποὺ παρακολουθοῦσε τὴ σκηνή. Τί θὰ πεῖ νηστεία καὶ γιατί νηστεύετε;
–Γιατί εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀπάντησε ἀμέσως ἐκείνη. Γιὰ τὴ νηστεία ἀναφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα της ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἀκόμη ἐποχὴ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας νήστευαν οἱ Χριστιανοί. Καὶ πολλοὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή τους ἔκαναν καὶ θαύματα!
–Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ μᾶς λές; ἀπάντησε ἔντονα ὁ ἄλλος. Τὰ θαύματα τὰ κάνει ἡ ἐπιστήμη. Τί δουλειὰ ἔχει ἡ προσευχή; Ἐδῶ ποὺ εἴμαστε, οἱ γιατροί μας κάνουν θαύματα! Μᾶς ξαναφέρνουν στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ θανάτου. Αὐτὰ μάλιστα! Εἶναι θαύματα. Ὄχι τὰ ἄλλα ποὺ μοῦ λές. Μὴν ἀκοῦς τί λένε οἱ παπάδες, ποὺ θέλουν νὰ κάνουν χρυσὲς δουλειές!
–Δὲν σταματᾶτε ἐπὶτέλους, κύριε, τὴν πάρλα; φώναξε ἕνας ἀπὸ τὸ ἀκραῖο κρεβάτι. Κάνατε καζάνι τὸ κεφάλι μας. Ἐδῶ εἶναι Νοσοκομεῖο. Θέλουμε λίγη ἡσυχία ἐπὶτέλους! Ἀμὰν πιά!
–Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, πετάχτηκε κι ὁ ἄρρωστος ποὺ δὲν εἶχε μιλήσει καθόλου ὣς τότε. Κάτι ὅμως θέλω νὰ σᾶς πῶ κι ἐγώ. Δὲν μιλάω καλὰ τὰ Ἑλληνικά, γιατὶ εἶμαι Μουσουλμάνος. Ἤθελα λοιπὸν νὰ ρωτήσω τὸν κύριο ποὺ εἶπε ὅτι δὲν ὑπάρχουν θαύματα: Δὲν πιστεύει στὸ Θεό; Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, δούλευα τριάντα ὁλόκληρα χρόνια στὰ καράβια. Γύρισα ὅλο τὸν κόσμο. Μιὰ μέρα μᾶς ἔπιασε μεγάλη τρικυμία μεσοπέλαγα. Ἄλλοι ἔκλαιγαν, ἄλλοι φώναζαν· «βοήθεια, χανόμαστε!», ἄλλοι ἔβριζαν. Δυό – τρεῖς πιστοὶ Χριστιανοὶ πῆραν τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ γονάτισαν μπροστά τους, καὶ προσεύχονταν. Καὶ πρὶν καλά-καλὰ τελειώσουν τὴν προσευχή τους, ἡ θάλασσα ἔγινε λάδι, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ βγῆκε ὁ ἥλιος. Γλυτώσαμε, εἶπε, κι ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ χαρά.
Ἔκανε μάλιστα καὶ τὸν σταυρό του μὲ δάκρυα στὰ μάτια, κι ἂς ἦταν Μουσουλμάνος!
–Δὲν ἦταν θαῦμα αὐτό; πρόσθεσε καὶ σώπασε.
–Μαίρη, ὁ Μουσουλμάνος μᾶς ἔβαλε γυαλιά, εἶπε ἡ πιστὴ Ἀμαλία. Ὁ Χριστιανὸς βρίζει καὶ δὲν πιστεύει, κι ὁ Μουσουλμάνος γίνεται καὶ δάσκαλός μας!
–Ἔχεις δίκαιο, ἀγαπητὴ Ἀμαλία. Ὅμως δὲν τὸν ρωτᾶς μὲ τρόπο, γιατί δὲν βαφτίζεται νὰ γίνει κι αὐτὸς Χριστιανός;
–Τὸν ρώτησα, Μαίρη μου, χθὲς ποὺ ἤμασταν μόνοι καὶ βρῆκα κάποια εὐκαιρία.
–Μοῦ φαίνεστε καλὸς ἄνθρωπος, τοῦ εἶπα, κύριε Ἰμπραήμ – ἔτσι τὸν λένε. Γιατί δὲν γίνεστε καὶ σεῖς Χριστιανός, ὅπως ἐμεῖς, ὥστε νὰ λατρεύετε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προπάντων νὰ κοινωνᾶτε καὶ σεῖς μαζί μας τὸ Ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Θὰ νιώθετε εὐτυχισμένος, κύριε Ἰμπραήμ, καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ προπάντων στὴν ἄλλη, στὸν Παράδεισο, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ μὲ τὴν Παναγία μας!
–Καὶ τί σοῦ εἶπε, Ἀμαλία μου;
–Εἶναι πολὺ δύσκολο καὶ γιὰ μένα καὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά μου. Θὰ κινδυνέψει ἡ ζωὴ ὅλων μας. Πάντως, βαθιὰ μέσα μου τὸ θέλω.
–Ἂν τὸ άποφασίσετε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κύριε Ἰμπραήμ, ἐγὼ μὲ τὸν ἄντρα μου θὰ γίνουμε νουνοί σας, κουμπάροι. Καὶ μὴ φοβάστε, ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος θὰ σᾶς προστατέψει. Ὑπάρχουν τέτοια παραδείγματα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρώην Μουσουλμάνοι ἔγιναν καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
–Μακάρι! εἶπε, καὶ ξανάκανε τὸν σταυρό του, Μαίρη μου!
–Νὰ προσευχηθοῦμε πρίν, Ἀμαλία μου, γιὰ νὰ κάνει γι’ αὐτὸν ὁ Θεὸς ἕνα ἀκόμη θαῦμα καὶ νὰ βαπτιστεῖ.