Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ιε΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Μρ. ιβ΄ 1 – 12):
Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγειν· ἀμπελῶνα ἐφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὤρυξεν ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε. 2 καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος. 3 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενόν. 4 καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον. 5 καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες. 6 ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 7 ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, θεασάμενοι αὐτὸν ἐρχόμενον, πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία. 8 καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. 9 τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. 10 οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· 11 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 12 Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Κι ἄρχισε νά τούς λέει μέ παραβολές: Ἕνας ἄνθρωπος φύτεψε ἀμπέλι καί ἔβαλε τριγύρω ἀπό αὐτό ἕνα φράχτη. Κι ἔσκαψε κάτω ἀπό τό πατητήρι μιά στέρνα, γιά νά μαζεύεται ἐκεῖ ὁ μοῦστος, κι ἔκτισε ἕναν πύργο γιά νά μένουν σ’ αὐτόν οἱ φύλακες καί οἱ ἐργάτες. Μετά τό ἐμπιστεύθηκε σέ γεωργούς καί ἀναχώρησε σέ ἄλλη χώρα. Ὁ Θεός δηλαδή ἑτοίμασε καί ἐπιμελήθηκε ὡς δικό του λαό τόν ἰουδαϊκό λαό. Καί ἐμπιστεύθηκε τό λαό αὐτό στούς ἀρχιερεῖς καί τούς ἄρχοντες γιά νά τόν καλλιεργήσουν, ὥστε νά παραγάγει ἔργα πίστεως καί ἀρετῆς. 2 Καί στήν κατάλληλη ἐποχή τῆς σοδειᾶς ἔστειλε στούς γεωργούς κάποιο δοῦλο γιά νά παραλάβει ἀπ’ αὐτούς τό μερίδιο ἀπ’ τόν καρπό τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἔστειλε δηλαδή ὁ Θεός τήν πρώτη σειρά τῶν προφητῶν γιά νά διαπιστώσουν τά ἔργα τῆς ἀρετῆς τά ὁποῖα ὄφειλε σάν καλλιεργημένο ἀμπέλι νά καρποφορήσει ὁ λαός πού τόσο εὐνοήθηκε ἀπό τόν Θεό. 3 Αὐτοί ὅμως ἔπιασαν τόν δοῦλο αὐτόν, τόν ἔδειραν καί τόν ἔδιωξαν μέ ἀδειανά χέρια. Ἡ πρώτη σειρά τῶν προφητῶν στάλθηκε στόν ἰσραηλιτικό λαό μάταια καί χωρίς κανένα θετικό ἀποτέλεσμα. 4 Καί πρόσθεσε ὁ Θεός καί δεύτερη ἀποστολή. Ἔστειλε πάλι στούς γεωργούς ἄλλο δοῦλο. Κι ἐκεῖνον τόν λιθοβόλησαν, τοῦ ἔσπασαν τό κεφάλι καί τόν ἔδιωξαν ἀτιμασμένο. Καί τή δεύτερη λοιπόν ἀποστολή τῶν προφητῶν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων τήν κακομεταχειρίστηκαν περισσότερο ἀπ’ τήν πρώτη. 5 Καί πρόσθεσε καί τρίτη ἀποστολή καί ἄλλες. Ἔστειλε δηλαδή πάλι κι ἄλλο δοῦλο. Κι ἐκεῖνον τόν σκότωσαν καί πολλούς ἄλλους τούς κακομεταχειρίστηκαν. Ἄλλους τούς ἔδειραν κι ἄλλους τούς σκότωσαν. 6 Εἶχε λοιπόν ἀκόμη ἕνα, τόν γιό του τόν ἀγαπημένο. Τούς ἔστειλε λοιπόν στό τέλος κι αὐτόν λέγοντας ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πρέπει τουλάχιστον νά ντραποῦν τό γιό μου. Ἔστειλε λοιπόν καί τόν Υἱό του, τόν Ἰησοῦ Χριστό. 7 Οἱ γεωργοί ὅμως ἐκεῖνοι εἶπαν μεταξύ τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κληρονόμος. Ἐλᾶτε νά τόν σκοτώσουμε, καί θά εἶναι δική μας ἡ κληρονομιά. Ἀνενόχλητοι πλέον θά ἐξουσιάζουμε τή συναγωγή καί θά τήν ἐκμεταλλευόμαστε. 8 Κι ἀφοῦ τόν ἔπιασαν, τόν σκότωσαν, καί τό σῶμα του τό ἔβγαλαν καί τό πέταξαν ἔξω ἀπό τό ἀμπέλι. 9 Τί θά τούς κάνει λοιπόν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ; Θά ἔλθει καί θά ἐξολοθρεύσει τούς γεωργούς αὐτούς καί θά δώσει τό ἀμπέλι σέ ἄλλους. Καί πράγματι, ἀφοῦ ἐξολόθρευσε τούς Ἰουδαίους καί κατέστρεψε μέ τούς Ρωμαίους τήν Ἱερουσαλήμ, παρέδωσε τό ἀμπέλι του στό νέο Ἰσραήλ τῆς χάριτος, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, γιά νά τό καλλιεργοῦν καρποφόρα. 10 Καί συνέχισε ὁ Κύριος: Δέν διαβάσατε οὔτε κἄν τό λόγο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Λίθο πού ἀπέρριψαν καί πέταξαν ὡς ἄχρηστο καί ἀκατάλληλο οἱ κτίστες, αὐτός ἔγινε ἡ κεφαλή ὅλης τῆς οἰκοδομῆς, ἀκρογωνιαῖος λίθος καί στερεό ἀγκωνάρι της; 11 Ἡ τοποθέτηση αὐτή τοῦ λίθου ἔγινε ἀπ’ τόν Κύριο καί εἶναι θαυμαστή στά μάτια μας, στά μάτια τῶν πιστῶν. Δηλαδή, ἐνῶ ἐσεῖς μέ ἀπορρίψατε ὡς ἀκατάλληλο λίθο στήν οἰκοδομή τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἔγινα κεφαλή ὅλης τῆς οἰκοδομῆς καί συνένωσα τούς λαούς σέ μία Ἐκκλησία. Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός στά μάτια ὅλων τῶν πιστῶν ἔγινε ἀπό μένα, τόν Κύριο. 12 Οἱ ἀρχιερεῖς τότε ζητοῦσαν νά τόν συλλάβουν, διότι κατάλαβαν ὅτι γι’ αὐτούς εἶπε τήν παραβολή. Ἀλλά φοβήθηκαν τό λαό. Κι ἔτσι τόν ἄφησαν κι ἔφυγαν.