Σήμερα 30/12 εορτάζουν:
- Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
- Άγιος Φιλέταιρος
- Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας
- Οσία Θεοδώρα «η από Καισαρείδος»
- Άγιοι Επτά Μάρτυρες
- Όσιος Λέων ο Αρχιμανδρίτης
- Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
- Άγιος Μακάριος Μητροπολίτης Μόσχας
- Όσιος Δανιήλ ο θαυματουργός
Ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Ἀνυσία ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Κάθε εὐλαβὴς προσκυνητὴς ποὺ εἰσέρχεται στὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου στὴ Θεσσαλονίκη ἔχει τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ ἀσπασθεῖ ὄχι μόνο τὰ μυροβλύζοντα ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὰ χαριτόβρυτα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Καλλίδη, ἀλλὰ καὶ τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Ἀνυσίας.
Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια (καλοκαίρι τοῦ 1980), καθὼς γινόταν ἡ διαπλάτυνση τῆς Λεωφόρου Γ΄ Σεπτεμβρίου, ἀνακαλύφθηκε ὁ θησαυρὸς τῶν θεμελίων τῆς παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας μαζὶ μὲ τὸν τάφο της καὶ τὰ ἱερά της λείψανα.
Ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς λαὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὰ δέχθηκε ὅλα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτά. Καὶ μὲ κατάνυξη καὶ συγκίνηση θησαύρισε σὲ ἀσημένια Λάρνακα τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας πρὸς εὐλογίαν ὅ λων.
Ἡ ἁγία Ἀνυσία ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια τοῦ Μαξιμιανοῦ (300 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς της ἦταν ἐπιφανεῖς καὶ πάμπλουτοι. Ὡς πρῶτο τους ὅμως πλοῦτο θεωροῦσαν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Αὐτὸν τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ φρόντισαν νὰ ἐναποθέσουν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τῆς μικρῆς τους μοναχοκόρης Ἀνυσίας. Τὸ μικρὸ παιδὶ δεχόταν ὁλόψυχα τὴν ἁγία διαπαιδαγώγηση τῶν γονέων της. Καὶ ὅσο μεγάλωνε, χαιρόταν γιατὶ εἶχε τέτοιους γονεῖς, ποὺ ἦταν καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὰ πράγματα πιστοὶ γονεῖς. Θαύμαζε τὴν ταπεινοφροσύνη τους, τὴ φιλανθρωπία τους καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους καὶ ἀγωνιζόταν καὶ αὐτὴ μὲ τὰ δικά της μέτρα νὰ τοὺς μιμηθεῖ.
Οὔτε ὁ κόσμος τῆς ματαιότητας τὴ σαγήνεψε, οὔτε ἡ ἡλικία τῆς νεότητας τὴν ἔθελξε μὲ τὰ θέλγητρά της. «Πόσο ζηλευτὴ εἶναι ἡ ἡλικία τῶν γερόντων μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν πείρα τους! Πόσο ὕπουλη καὶ ἐπικίνδυνη ἡ νεότητά σου!» ἔλεγε στὸν ἑαυτό της.
Σύντομα ἔφυγαν γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα οἱ γονεῖς της. Ἔφυγαν εὐτυχισμένοι, για τὶ ἄφησαν πίσω παιδὶ μεγαλωμένο, ὥριμο, ἔχοντας διαμορφωμένη προσωπικότητα μὲ ὀρθὰ κριτήρια.
Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της ἡ Ἀνυσία ἐκποίησε τὴ μεγάλη κληρονομιά της, ἀπέραντα εὔφορα κτήματα, ἀμέτρητα κοπάδια ζώων καὶ κατοικίες, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει ὅλα σὲ πτωχούς, σὲ χῆρες, σὲ ἐγκαταλειμμένα καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ σὲ ἀρρώστους.
Ἰδιαίτερα τὴ συγκινοῦσαν ὅσοι ἦταν φυλακισμένοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτρεχε λοιπὸν ἡ Ἀνυσία στὶς φυλακές. Δωροδοκοῦσε τοὺς φύλακες καὶ ἐπισκεπτόταν στὰ ὑγρὰ καὶ σκοτεινὰ κελλιὰ τοὺς ὁμολογητὲς τοῦ Κυρίου. Περιποιοῦνταν μὲ στοργὴ τὶς πληγές τους καὶ τοὺς στήριζε μὲ τῆς καρδιᾶς της τὰ πύρινα λόγια λέγοντάς τους νὰ μείνουν πιστοὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «ἄχρι θανάτου» καὶ νὰ μὴ λυγίσουν. Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ μέσα στὴν ἁγνὴ ψυχή της, κρυφόκαιγε ἡ φλόγα τῆς ἱερότερης ἐπιθυμίας, νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό.
Ἡ ζωὴ τῆς ἁγίας Ἀνυσίας κυλοῦσε φιλήσυχα καὶ φιλόθεα. Ἔχοντας ἐπιλέξει τὴν παρθενικὴ ζωὴ ζοῦσε μόνη της σὲ ἕνα σπιτάκι ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως μαζὶ μὲ ἄλλους ἐκεῖ γύρω, περιφρονημένους ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Χριστιανούς. Ἀπολάμβανε ἡ Ἁγία μιὰ δυνατὴ πνευματικὴ σχέση ἀγάπης καὶ στοργῆς μὲ τὸν οὐράνιο Νυμφίο της. Ζοῦσε ἐπὶ ὧρες ἀπορροφημένη μὲ τῆς προσευχῆς τὰ νοήματα καὶ σὰν ἄλλη Μαρία καθόταν «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καὶ δεχόταν καθημερινὰ μαθήματα ζωῆς ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Του.
Ὁ πανάγαθος Ἰησοῦς, ποὺ παρακολουθοῦσε ἄγρυπνος τὴ δούλη Του, τὴν ἐνίσχυε καὶ τὴ χαρίτωνε σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες της. Ἀλλὰ καὶ ὁ πάγκακος καὶ μισόκαλος διάβολος καὶ αὐτὸς τὴν παρακολουθοῦσε, ἐνοχλημένος ὅμως φοβερὰ ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς της. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ παλαίσματα τῶν ἱερῶν της ἰδανικῶν.
Ἄλλοτε τὴ θορυβοῦσε μὲ παράδοξους ἤχους, ἄλλοτε τῆς ἔφερνε ὑπνηλία καὶ ἀκηδία στὶς ὧρες τῆς προσευχῆς της, καὶ ἄλλοτε μὲ ἀσθένειες προσπαθοῦσε νὰ τὴν κάμψει.
Ἡ Ἀνυσία ὅμως ὅλα τὰ περιφρονοῦσε μὲ γενναιότητα καὶ συνέχιζε ἐντονότερα τὸν ἀγώνα της καὶ τὴν προσευχή της. «Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε, γιατὶ μὲ τὴ δύναμή Σου καὶ τὴ θεία Σου Χάρη κρατῶ ἀσύλητο τὸ κόσμημα τῆς παρθενίας. Προσμένω νὰ βρεθῶ στὴ χορεία τῶν φρονίμων παρθένων. Ἐσένα μόνο ποθῶ, ἡ ὕπαρξή μου καταφλέγεται ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη σὲ Σένα». Μὲ τέτοια ἱερὰ νοήματα ἑτοίμαζε ὁ Κύριος τὴν Ὁσία Του γιὰ τὴν ἔξοδό της.
Ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἀνυσία ὅπως πάντα ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ Ναό.
Πέρα σε τὴν Κασσανδριωτικὴ Πύλη ἀνάμεσα ἀπὸ πλῆθος ἐμπόρων ἀπαρατήρητη. Ὅμως στὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Αὐτοκράτορα – ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ – δημιούργησε ἔκπληξη τὸ γενναῖο της καὶ ἀτρόμητο παράστημα καὶ βάδισμα. Τὴν πλησίασε. Τῆς ἔσφιξε τοὺς βραχίονες. Τὴν ταρακούνησε καὶ τῆς εἶπε:
–Πές μου, ποιὰ εἶσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις;
–Εἶμαι δούλη Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ παντοκράτορος Κυρίου «τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Σήμερα εἶναι ἡμέρα Κυρίου. Πορεύομαι στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν λατρεύσω, ἀπάντησε ἡ Ὁσία.
Ὁ ὑπασπιστὴς ἐξαγριώθηκε πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ τὴν ἀπείλησε.
–Ξέρεις, τῆς λέγει, ἔχω διαταγὴ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορά μου. Ἔχω ἄδεια καὶ δύναμη νὰ σὲ ἐξοντώσω. Ἂν θέλεις, λυπήσου τὴ ζωή σου καὶ θυσίασε σ’ αὐτὰ τὰ εἴδωλα ποὺ βλέπεις λίγο πιὸ κάτω μπροστά σου σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο.
Τότε ἡ γενναία Ἀνυσία τὸν κοίταξε μὲ οἶκτο καὶ ἁγία περιφρόνηση. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει.
Ἀγανακτισμένος ἀπὸ τὴν προσβολὴ ὁ ὑ πασπιστὴς ἔβγαλε τὸ ξίφος του καὶ τὸ βύθισε βίαια στὰ πλευρὰ τῆς Ὁσίας. Πλούσιο τὸ αἷμα ἀνέβλυσε καὶ ἔλουσε τὸ ἁγνὸ σῶμα τῆς πιστῆς Ὁμολογήτριας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία λουσμένη στὸ αἷμα τοῦ Μαρτυρίου ἔπεφτε νεκρὴ πάνω στὸ δρόμο. Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ ὁ Κύριος εἶχε ἀλλάξει τὸ δρομολόγιο τῆς Ὁσίας Του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀντὶ νὰ τὴ δεχθεῖ στὸ Ναό Του τὴν ὑποδέχθηκε στὸν Ἀχειροποίητο ναὸ τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του ὄχι μόνο ὡς Ὁσία ἀλλὰ καὶ ὡς Μάρτυρά Του, γιὰ νὰ ἑνώσει καὶ τὴ δική της φωνὴ μὲ τὶς δοξολογίες τῶν Ἀγγέλων στὴ θεία Λειτουργία τοῦ ὑπερουρανίου Θυσιαστηρίου.
Ἁγία Ἀνυσία!
Μιὰ νεανικὴ μορφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος, μὲ ζωὴ ποὺ εὐωδιάζει τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὰ μύρα τῆς ἁγνότητος, τῆς θυσίας, τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ὁμολογίας.
Μιὰ ζωὴ τόσο ζηλευτή!
Μεθαύριο ἀνατέλλει μιὰ νέα χρονιά. Ἂς καλέσουμε τὴν ἁγία Ἀνυσία στὸ ξεκίνημα τοῦ καινούργιου μας δρόμου καὶ ἂς τὴν κάνουμε πρότυπο ζωῆς. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτέ: Μόνο τὰ πρότυπα τῶν Ἁγίων (ποὺ ἀν τιγράφουν στὴ ζωή τους μὲ πιστότητα τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ) μποροῦν νὰ μᾶς χα ρί ζουν τὴν πραγματικὴ εὐτυχία, γιατὶ εἶναι οἱ ἀσφαλέστεροι ὁδοδεῖκτες τοῦ οὐρανοῦ.
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΔΕΩΝ Ο ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΣ
Στὸν οὐρανὸ τῆς ᾿Εκκλησίας μας κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου δὲν μᾶς ἐντυπωσιάζει μόνο τὸ ἄστρο τῶν Μάγων. Γύρω ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, «τὸν ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης», δὲν παύουν — ὅπως ὅλες βέβαια τὶς μέρες τοῦ χρόνου — νὰ λάμπουν καὶ νὰ φωτίζουν καὶ ἄλλοι ἀστέρες. Εἶναι οἱ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος, οἱ Ἅγιοί του. ῞Ενα τέτοιον ἀστέρα θὰ προσεγγίσουμε σήμερα, ποὺ ἑορτάζει τὴν χαρμόσυνη περίοδο τῶν Χριστουγέννων, στὶς 30 Δεκεμβρίου. Πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιον Ὁσιομάρτυρα Γεδεὼν τὸν Καρακαλληνό, ποὺ ἀνήκει στὴ χορεία τῶν πανενδόξων νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας.
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε ἀπὸ πτωχοὺς καὶ πιστοὺς γονεῖς, τὸν Αὐγερινὸ καὶ τὴν Κυράτζα στὸ χωριὸ Κάπουρνα τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος. Ἀπὸ τὴν μικρὴ ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν τὸν βλέπουμε νὰ ἐργάζεται μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια καὶ προθυμία στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἐμπόρου θείου του στὸ Βελεστῖνο. Ἀνεκούφιζε ἔτσι τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τὰ δυσβάστακτα βάρη τῆς φορολογίας. Ὁ Νικόλαος, λέγει ὁ βιογράφος του, ἦταν «ἔξυπνος καὶ σπουδαῖος εἰς πᾶσαν ὑπηρεσίαν».
῞Ομως ἕνα τέτοιο φιλότιμο καὶ εὐλογημένο παιδὶ τὸ ἐφθόνησε ὁ πονηρός. Κάποια μέρα ἕνας μουσουλμᾶνος — ὁ Ἀλῆς — ἐκτιμῶντας τὶς ἱκανότητές του τὸν ἀπέσπασε βίαια ἀπὸ τὸν θεῖο του καὶ κρυφὰ τὸν ἐπῆρε στὶς ὑπηρεσίες τοῦ χαρεμιοῦ του. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ περιβάλλον πονηροὶ Τοῦρκοι ἀπάτησαν τὸν μικρὸ Νικόλαο. Τοῦ ἔκαμαν περιτομὴ καὶ τὸν ὀνόμασαν «Ἰμβραήμ». Ἔγινε πλέον μουσουλμᾶνος. Σύντομα ὅμως συναισθάνθηκε τὴν μεγάλη του πτώση. Ἔκλαυσε πικρὰ ὅπως ὁ Πέτρος. Καὶ ἐπέστρεψε κρυφὰ στὸ πατρικό του σπίτι. Οἱ γονεῖς τὸν δέχθηκαν καὶ τὸν παρηγόρησαν…
Θὰ ἐργασθεῖ τώρα σὰν κτίστης σὲ συγγενικό τους περιβάλλον. Σὲ λίγο οἱ ἐργασίες μεταφέρονται στὴν Κρήτη. Ὁ Νικόλαος θὰ ἀκολουθήσει τὰ ἀφεντικά του, ποὺ ὅμως τὸν ἀντιμετωπίζουν μὲ σκληρότητα, μὲ ἀποτομία καὶ μὲ βιαιότητα. Δέχεται συχνοὺς ραβδισμούς. Πονεῖ πολὺ ὁ Νικόλαος. Τόσο πολύ, ὥστε ἀναγκάζεται νὰ διακόψει τὴν ἐργασία. Ὁ Κύριος ὅμως ἀγρυπνεῖ συνεχῶς πάνω στὸ βασανισμένο παιδί του. Καὶ τοῦ ὁδηγεῖ τὰ βήματα σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι. Ὁ Νικόλαος ἐκεῖ ἀντικρύζει ἕνα σεβάσμιο ἱερέα, ποὺ μόλις εἶχε τελειώσει τὴν θεία Λειτουργία. Τὸν πλησιάζει. Ξεσπᾶ σὲ δάκρυα μετανοίας. ᾿Εξομολεῖται εἰλικρινά. Εἰρηνεύει… Ὁ στοργικὸς ἱερεὺς τὸν συμπονεῖ πολύ, τὸν δέχεται στὸ δικό του σπίτι. Γίνεται ψυχοπατέρας του — ἄλλωστε ἐκεῖνες τὶς μέρες εἶχε συμβῆ νὰ χάσει ἕνα δικό του παιδί. ᾿Εκεῖ ὁ Νικόλαος μαθαίνει τὴν ὑφαντικὴ τέχνη. Σὲ τρία χρόνια ὅμως ὁ καλός του προστάτης πεθαίνει…
Ὁ Νικόλαος τώρα ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον ῎Ορος. Ποθεῖ τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως. ᾿Επισκέπτεται 20 ἱερὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες. ῾Η καρδιά του τελικὰ ἀναπαύθηκε στὸ ἥσυχο καὶ κατανυκτικὸ περιβάλλον τῆς ῾Ι. Μονῆς Καρακάλλου. ᾿Εκεῖ ἐξομολογεῖται καὶ πάλι σὲ ἔμπειρο Πνευματικὸ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή. ᾿Ενδύεται τὸ ποθητὸ σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ καὶ λαμβάνει τὸ νέο ὄνομα Γεδεών. Καὶ ξεκινᾶ τώρα νέους ἀγῶνες. Σύντομα θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ «μεγάλο πρότυπο ἄκρας ὑποταγῆς καὶ ἀσκήσεως». Λόγῳ δὲ τῆς μεγάλης του εὐλαβείας τοῦ ἀναθέτουν τὸ διακόνημα τοῦ «ἐκκλησιάρχη», δηλαδὴ τοῦ νεωκόρου, νὰ «φιλοκαλεῖ» καὶ νὰ φροντίζει τὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ! Τριάντα πέντε χρόνια παραμένει ἐκεῖ. Ἀποκτᾶ τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Τὸ 1797 τὸν ἀποστέλλουν σὲ μετόχι τῆς Μονῆς στὴν Κρήτη νὰ διακονήσει ὡς οἰκονόμος. ᾿Επιστρέφει καὶ πάλι στὸ ῎Ορος. ῾Η μελέτη τοῦ βίου τῶν Ἁγίων τὸν ἔχει συναρπάσει. Θέλει νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Ἰσχυρὸς πόθος μαρτυρίου τὸν ἔχει κυριεύσει. Αἰσθάνεται ὅτι μόνον ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ ξεπλύνει τελείως τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸ παλαιό του ἁμάρτημα, τῆς ἀρνήσεως τῆς πίστεώς του.
Μὲ τὶς εὐχὲς λοιπὸν τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Μονῆς του ἀναχωρεῖ γιὰ τὴ Ζαγορά. Προσποιεῖται τὸν «διὰ Χριστὸν σαλόν». Τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης φθάνει στὸ Βελεστῖνο, στὸ σπίτι τοῦ ἀγαρηνοῦ, τοῦ πρώην ἀφεντικοῦ του. ᾿Εκεῖ ὅπου εἶχε ἀναγκασθῆ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Φορεῖ στὸ κεφάλι του ἕνα στεφάνι μὲ πολύχρωμα λουλούδια. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο ἐκεῖ «νὰ τοῦ ἀποδώσει ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἐστέρησε». Καὶ ὁμολογεῖ τὴν ἁμαρτία του…
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, Μ. Παρασκευή, ὁ ὅσιος Γεδεὼν δικάζεται. Ἔρχεται στὸ δικαστήριο φορῶντας τὸ ἄνθινο στεφάνι. Κρατάει ἀκόμη στὰ χέρια του καὶ δυὸ κόκκινα πασχαλινὰ αὐγά. Τὰ προσφέρει στὸν δικαστὴ καὶ μὲ παρρησία τοῦ λέγει· «Χριστὸς Ἀνέστη καὶ εἰς ἔτη πολλά»! ῞Ολοι ξαφνιάζονται. Οἱ ἀγαρηνοὶ τοῦ ἀντιπροσφέρουν καφὲ καὶ μὲ ταξίματα προσπαθοῦν νὰ τὸν μεταπείσουν. Καὶ ὁ Γεδεὼν παίρνει τὸν καφὲ καὶ τὸν χύνει πάνω στὸν δικαστή. Τελικὰ τὸν ἀθωώνουν καὶ τὸν διώχνουν «ὡς φρενόληπτον». Ἀλλὰ ὁ μοναχὸς Γεδεὼν ἐπιμένει νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστι του. Παίρνει τώρα ἀναμμένα κάρβουνα καὶ τὰ κρατᾶ στὰ χέρια του, «γιὰ νὰ τοὺς δείξει ὅτι ἡ πίστι του εἶναι πιὸ φλογερὴ» καὶ ἀπὸ τὰ ἀναμμένα κάρβουνα.
῞Ομως ἡ ποθητὴ ὥρα τοῦ μαρτυρίου δὲν εἶχε ἀκόμη φθάσει γιὰ τὸν ῞Οσιο. Ὁ Γεδεὼν ἀποσύρεται σὲ ἕνα σπήλαιο μὲ ὑπομονή. Ἀναμένει τὴν ἱερὴ στιγμὴ προσευχόμενος. ᾿Επιστρέφει καὶ πάλι στὴν ἱερὰ Μονή του. Καὶ ἐκεῖ μιὰ νύκτα εὑρισκόμενος μέσα στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς σὲ ὥρα Ἀκολουθίας ἄκουσε φωνὴ ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα τοῦ τρούλλου ποὺ τὸν καλοῦσε σὲ ὁμολογία Χριστοῦ.
Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πλέον εἶχε φανερωθῆ. Μὲ μεγάλη χαρὰ ὁ Ἅγιός μας ἔρχεται καὶ πάλι στὸ Βελεστῖνο. ᾿Εκεῖ «ὁμολογεῖ λαμπρᾶ τῇ φωνῇ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν».
Βίαια τώρα τὸν ὁδηγοῦν στὸν πασᾶ τοῦ Τυρνάβου γιὰ ἀνάκριση. Ἔχουν συγκεντρωθῆ γύρω του οἱ πιὸ ἐπίσημοι ἀξιωματικοὶ τῆς Λάρισας. Ὁ μάρτυς παραμένει σταθερός! Καὶ αὐτοὶ τὸν τιμωροῦν. Τὸν διαπομπεύουν παραδειγματικά. Τὸν περιφέρουν ἐπάνω σὲ ἕνα γαϊδούρι στοὺς δρόμους τοῦ Τυρνάβου χωρὶς ροῦχα, μὲ μιὰ προβιὰ προβάτου στὸ κεφάλι, καὶ στὸ τέλος τοῦ ἀποκόπτουν μὲ πέλεκυ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ῞Οσιος «ἐποίησε ἀγαλλόμενος» τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ ἀκρωτηριασμένο ἅγιο σῶμα τοῦ μάρτυρος, ἐνῶ ἀκόμα ἀνέπνεε, τὸ ἔρριξαν στὸν βόθρο τοῦ παλατιοῦ, ὅπου καὶ ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. ῏Ηταν 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1818. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα πιστοὶ Χριστιανοὶ μὲ δωροδοκία παρέλαβαν τὸ ἅγιο Λείψανο τοῦ ὁσίου Μάρτυρος καὶ τὸ ἐκήδευσαν μὲ τιμές. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου στὸν Τύρναβο ἐκτίσθη ναΐδριο.
Καθὼς περιμένουμε καὶ ἐφέτος τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου χρόνου, ὁ ἅγιος Γεδεὼν μὲ τὴν ζωή του ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει σύνθημα γιὰ ἀγῶνα· «Ὁμολογηταὶ Χριστοῦ παντοῦ καὶ πάντοτε μέχρι θανάτου». Ἄς τὸ δεχθοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη. Καὶ ἂς τὸ ἐφαρμόσουμε, μὲ τὶς πρεσβεῖες του, φέτος πιὸ πιστά.
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα «ἡ ἀπὸ Καισαρίδος»
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (717-741). Ἦταν ἀπὸ γένος λαμπρὸ καὶ ἐπίσημο, τὸν πατέρα της ἔλεγαν Θεόφιλο καὶ ἦταν πατρίκιος, τὴν δὲ μητέρα της Θεοδώρα. Ἡ Θεοδώρα ἦταν στεῖρα καὶ κατόπιν μεγάλης προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό, ἀπέκτησε τὴν Ὁσία. Ὅταν ἡ κόρη Θεοδώρα ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἀφιερώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὀνομαζόμενη Ῥιγιδίου. Ἐκεῖ διέμενε ἀσκούμενη στὴν ἀρετή, μέχρι τὴν στιγμή, ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴνδώσει γυναῖκα στὸν γιό του Χριστόφορο. Τὴν ἡμέρα ὅμως τοῦ γάμου, ὁ Χριστοφόρος ἐξεστράτευσε μαζί με τὸν πατέρα του κατὰ τῶν Σκυθῶν καὶ στὴ συμπλοκὴ σκοτώθηκε. Ἔτσι ἡ Θεοδώρα, ἀφοῦ πῆρε ὅσα πολύτιμα πράγματα εἶχε, ἐπέστρεψε στὴ Μονή της, ὅπου ἐκάρη μοναχή. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη ἐγκράτεια καὶ σκληραγωγία καὶ ἀπεβίωσε μὲ ὁσιακὸ τρόπο.
Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος
Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (286 μ.Χ.), διακρινόταν γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς παράστημα καὶ τὴν ὡραιότητά του, νέος, ποὺ ὀνομαζόταν Φιλέταιρος (ἦταν γιὸς κάποιου ἔπαρχου Τατιανοῦ). Καὶ αὐτὸς μέν, οὔτε πρόσεχε καθόλου στὰ ἐξωτερικά του αὐτὰ χαρίσματα. Μία μόνο προσοχὴ καὶ προσπάθεια εἶχε, πὼς νὰ γίνεται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα θεοσεβέστερος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πρόκοβε ὁλοένα στὴν ταπεινοφροσύνη, ξέροντας καλὰ ὅτι χωρὶς αὐτή, κάθε ἀρετὴ νοθεύεται καὶ ἐξαφανίζεται. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως, ποὺ πρόσεχαν τὰ σωματικά του προτερήματα, τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν σύστησαν στὸν Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὸν κάλεσε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ τὸν κάνει βασιλικὸ ἀκόλουθο ἂν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Φιλέταιρος μὲ εὐγένεια ἀπάντησε, ὅτι ἦταν πρόθυμος νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά, ἀλλὰ μὲ τὴν προύποθεση ὅτι θὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν κράτησε τὴν ὀργή του καὶ ἀφοῦ τὸν τιμώρησε τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Κατόπιν ὅταν ἀνέλαβε ὁ σκληρὸς Μαξιμιανός, ὁ Φιλέταιρος καταδιώχθηκε καὶ βασανίστηκε ποικιλοτρόπως. Διασώθηκε ὅμως καὶ πῆγε στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ ἐκεῖ φανέρωσε τὴν πίστη του καὶ συνελήφθη. Ἀλλὰ τὰ λόγια του καὶ οἱ τρόποι του ἔκαναν χριστιανοὺς τοὺς φύλακες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐλευθερώσουν καὶ νὰ τὸν συνοδέψουν μέχρι τὴν Μηδία. Ἐκεῖ, σ΄ ἕνα ὄρος ἐπάνω, στὰ μέρη τῆς Σιγριανῆς, συνάντησαν ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο τὸν Εὐβίοτο. Καὶ ὅλοι μαζὶ ἔζησαν στὸ ὄρος αὐτὸ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, συμμελέτη καὶ συμπροσευχή.
Μνήμη τοῦ κόμη καὶ ἕξι στρατιωτῶν
Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀνύσιος, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ μαθητής, καθὼς καὶ διάδοχος τοῦ Ἅ(σ)χολίου, Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἔπαιξε σημαντικὸ ῥόλο γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἀνύσιος τοποθετήθηκε στὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὡς Βικάριος τοῦ Πάπα Δαμάσου, ὡς τὸ τέλος τοῦ θανάτου του τὸ 406 ἡ 407.