ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (30/12)

Σήμερα 30/12 εορτάζουν:

  • Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
  • Άγιος Φιλέταιρος
  • Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας
  • Οσία Θεοδώρα «η από Καισαρείδος»
  • Άγιοι Επτά Μάρτυρες
  • Όσιος Λέων ο Αρχιμανδρίτης
  • Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
  • Άγιος Μακάριος Μητροπολίτης Μόσχας
  • Όσιος Δανιήλ ο θαυματουργός

Ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Ἀνυσία ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ

29.Agia-Anysia 1

Κάθε εὐλαβὴς προσκυνητὴς ποὺ εἰσέρχεται στὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου στὴ Θεσσαλονίκη ἔχει τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ ἀσπασθεῖ ὄχι μόνο τὰ μυροβλύζοντα ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὰ χαριτόβρυτα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Καλλίδη, ἀλλὰ καὶ τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Ἀνυσίας.

Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια (καλοκαίρι τοῦ 1980), καθὼς γινόταν ἡ διαπλάτυνση τῆς Λεωφόρου Γ΄ Σεπτεμβρίου, ἀνακαλύφθηκε ὁ θησαυρὸς τῶν θεμελίων τῆς παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας μαζὶ μὲ τὸν τάφο της καὶ τὰ ἱερά της λείψανα.

Ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς λαὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὰ δέχθηκε ὅλα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτά. Καὶ μὲ κατάνυξη καὶ συγκίνηση θησαύρισε σὲ ἀσημένια Λάρνακα τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας πρὸς εὐλογίαν ὅ λων.

Ἡ ἁγία Ἀνυσία ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια τοῦ Μαξιμιανοῦ (300 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς της ἦταν ἐπιφανεῖς καὶ πάμπλουτοι. Ὡς πρῶτο τους ὅμως πλοῦτο θεωροῦσαν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Αὐτὸν τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ φρόντισαν νὰ ἐναποθέσουν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τῆς μικρῆς τους μοναχοκόρης Ἀνυσίας. Τὸ μικρὸ παιδὶ δεχόταν ὁλόψυχα τὴν ἁγία διαπαιδαγώγηση τῶν γονέων της. Καὶ ὅσο μεγάλωνε, χαιρόταν γιατὶ εἶχε τέτοιους γονεῖς, ποὺ ἦταν καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὰ πράγματα πιστοὶ γονεῖς. Θαύμαζε τὴν ταπεινοφροσύνη τους, τὴ φιλανθρωπία τους καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους καὶ ἀγωνιζόταν καὶ αὐτὴ μὲ τὰ δικά της μέτρα νὰ τοὺς μιμηθεῖ.

Οὔτε ὁ κόσμος τῆς ματαιότητας τὴ σαγήνεψε, οὔτε ἡ ἡλικία τῆς νεότητας τὴν ἔθελξε μὲ τὰ θέλγητρά της. «Πόσο ζηλευτὴ εἶναι ἡ ἡλικία τῶν γερόντων μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν πείρα τους! Πόσο ὕπουλη καὶ ἐπικίνδυνη ἡ νεότητά σου!» ἔλεγε στὸν ἑαυτό της.

Σύντομα ἔφυγαν γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα οἱ γονεῖς της. Ἔφυγαν εὐτυχισμένοι, για τὶ ἄφησαν πίσω παιδὶ μεγαλωμένο, ὥριμο, ἔχοντας διαμορφωμένη προσωπικό­τητα μὲ ὀρθὰ κριτήρια.

Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της ἡ Ἀνυσία ἐκποίησε τὴ μεγάλη κληρονομιά της, ἀπέραντα εὔφορα κτήματα, ἀμέτρητα κοπάδια ζώων καὶ κατοικίες, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει ὅλα σὲ πτωχούς, σὲ χῆρες, σὲ ἐγκαταλειμμένα καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ σὲ ἀρρώστους.

Ἰδιαίτερα τὴ συγκινοῦσαν ὅσοι ἦταν φυλακισμένοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτρεχε λοιπὸν ἡ Ἀνυσία στὶς φυλακές. Δωροδοκοῦσε τοὺς φύλακες καὶ ἐπισκεπτόταν στὰ ὑγρὰ καὶ σκοτεινὰ κελλιὰ τοὺς ὁμολογητὲς τοῦ Κυρίου. Περιποιοῦνταν μὲ στοργὴ τὶς πληγές τους καὶ τοὺς στήριζε μὲ τῆς καρδιᾶς της τὰ πύρινα λόγια λέγοντάς τους νὰ μείνουν πιστοὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «ἄχρι θανάτου» καὶ νὰ μὴ λυγίσουν. Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ μέσα στὴν ἁγνὴ ψυχή της, κρυφόκαιγε ἡ φλόγα τῆς ἱερότερης ἐπιθυμίας, νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό.

Ἡ ζωὴ τῆς ἁγίας Ἀνυσίας κυλοῦσε φιλήσυχα καὶ φιλόθεα. Ἔχοντας ἐπιλέξει τὴν παρθενικὴ ζωὴ ζοῦσε μόνη της σὲ ἕνα σπιτάκι ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως μαζὶ μὲ ἄλλους ἐκεῖ γύρω, περιφρονημένους ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Χριστιανούς. Ἀπολάμβανε ἡ Ἁγία μιὰ δυνατὴ πνευματικὴ σχέση ἀγάπης καὶ στοργῆς μὲ τὸν οὐράνιο Νυμφίο της. Ζοῦσε ἐπὶ ὧρες ἀπορροφημένη μὲ τῆς προσευχῆς τὰ νοήματα καὶ σὰν ἄλλη Μαρία καθόταν «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καὶ δεχόταν καθημερινὰ μαθήματα ζωῆς ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Του.

Ὁ πανάγαθος Ἰησοῦς, ποὺ παρακολουθοῦσε ἄγρυπνος τὴ δούλη Του, τὴν ἐνίσχυε καὶ τὴ χαρίτωνε σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες της. Ἀλλὰ καὶ ὁ πάγκακος καὶ μισόκαλος διάβολος καὶ αὐτὸς τὴν παρακολουθοῦσε, ἐνοχλημένος ὅμως φοβερὰ ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς της. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ παλαίσματα τῶν ἱερῶν της ἰδανικῶν.

Ἄλλοτε τὴ θορυβοῦσε μὲ παράδοξους ἤχους, ἄλλοτε τῆς ἔφερνε ὑπνηλία καὶ ἀκηδία στὶς ὧρες τῆς προσευχῆς της, καὶ ἄλλοτε μὲ ἀσθένειες προσπαθοῦσε νὰ τὴν κάμψει.

Ἡ Ἀνυσία ὅμως ὅλα τὰ περιφρονοῦσε μὲ γενναιότητα καὶ συνέχιζε ἐντονότερα τὸν ἀγώνα της καὶ τὴν προσευχή της. «Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε, γιατὶ μὲ τὴ δύναμή Σου καὶ τὴ θεία Σου Χάρη κρατῶ ἀσύλητο τὸ κόσμημα τῆς παρθενίας. Προσμένω νὰ βρεθῶ στὴ χορεία τῶν φρονίμων παρθένων. Ἐσένα μόνο ποθῶ, ἡ ὕπαρξή μου καταφλέγεται ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη σὲ Σένα». Μὲ τέτοια ἱερὰ νοήματα ἑτοίμαζε ὁ Κύριος τὴν Ὁσία Του γιὰ τὴν ἔξοδό της.

Ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἀνυσία ὅπως πάντα ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ Ναό.

Πέρα σε τὴν Κασσανδριωτικὴ Πύλη ἀνάμεσα ἀπὸ πλῆθος ἐμπόρων ἀπαρατήρητη. Ὅμως στὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Αὐτοκράτορα – ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ – δημιούργησε ἔκπληξη τὸ γενναῖο της καὶ ἀτρόμητο παράστημα καὶ βάδισμα. Τὴν πλησίασε. Τῆς ἔσφιξε τοὺς βραχίονες. Τὴν ταρακούνησε καὶ τῆς εἶπε:

–Πές μου, ποιὰ εἶσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις;

–Εἶμαι δούλη Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ παντοκράτορος Κυρίου «τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Σήμερα εἶναι ἡμέρα Κυρίου. Πορεύομαι στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν λατρεύσω, ἀπάντησε ἡ Ὁσία.

Ὁ ὑπασπιστὴς ἐξαγριώθηκε πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ τὴν ἀπείλησε.

–Ξέρεις, τῆς λέγει, ἔχω διαταγὴ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορά μου. Ἔχω ἄδεια καὶ δύναμη νὰ σὲ ἐξοντώσω. Ἂν θέλεις, λυπήσου τὴ ζωή σου καὶ θυσίασε σ’ αὐτὰ τὰ εἴδωλα ποὺ βλέπεις λίγο πιὸ κάτω μπροστά σου σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο.

Τότε ἡ γενναία Ἀνυσία τὸν κοίταξε μὲ οἶκτο καὶ ἁγία περιφρόνηση. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει.

Ἀγανακτισμένος ἀπὸ τὴν προσβολὴ ὁ ὑ πασπιστὴς ἔβγαλε τὸ ξίφος του καὶ τὸ βύθισε βίαια στὰ πλευρὰ τῆς Ὁσίας. Πλούσιο τὸ αἷμα ἀνέβλυσε καὶ ἔλουσε τὸ ἁγνὸ σῶμα τῆς πιστῆς Ὁμολογήτριας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία λουσμένη στὸ αἷμα τοῦ Μαρτυρίου ἔπεφτε νεκρὴ πάνω στὸ δρόμο. Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ ὁ Κύριος εἶχε ἀλλάξει τὸ δρομολόγιο τῆς Ὁσίας Του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀντὶ νὰ τὴ δεχθεῖ στὸ Ναό Του τὴν ὑποδέχθηκε στὸν Ἀχειροποίητο ναὸ τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του ὄχι μόνο ὡς Ὁσία ἀλλὰ καὶ ὡς Μάρτυρά Του, γιὰ νὰ ἑνώσει καὶ τὴ δική της φωνὴ μὲ τὶς δοξολογίες τῶν Ἀγγέλων στὴ θεία Λειτουργία τοῦ ὑπερουρανίου Θυσιαστηρίου.

Ἁγία Ἀνυσία!

Μιὰ νεανικὴ μορφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος, μὲ ζωὴ ποὺ εὐωδιάζει τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὰ μύρα τῆς ἁγνότητος, τῆς θυσίας, τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ὁμολογίας.

Μιὰ ζωὴ τόσο ζηλευτή!

Μεθαύριο ἀνατέλλει μιὰ νέα χρονιά. Ἂς καλέσουμε τὴν ἁγία Ἀνυσία στὸ ξεκίνημα τοῦ καινούργιου μας δρόμου καὶ ἂς τὴν κάνουμε πρότυπο ζωῆς. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτέ: Μόνο τὰ πρότυπα τῶν Ἁγίων (ποὺ ἀν τιγράφουν στὴ ζωή τους μὲ πιστότητα τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ) μποροῦν νὰ μᾶς χα ρί ζουν τὴν πραγματικὴ εὐτυχία, γιατὶ εἶναι οἱ ἀσφαλέστεροι ὁδοδεῖκτες τοῦ οὐρανοῦ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΔΕΩΝ Ο ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΣ 

30.Osios Gedeon

Στὸν οὐ­ρα­νὸ τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας μας κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου δὲν μᾶς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζει μό­νο τὸ ἄ­στρο τῶν Μάγων. Γύρω ἀ­πὸ τὸν Δε­σπό­τη Χρι­στό, «τὸν ἥ­λιο τῆς Δι­και­ο­σύ­νης», δὲν πα­ύ­ουν — ὅ­πως ὅ­λες βέ­βαι­α τὶς μέ­ρες τοῦ χρό­νου — νὰ λά­μπουν καὶ νὰ φω­τί­ζουν καὶ ἄλ­λοι ἀ­στέ­ρες. Εἶ­ναι οἱ ἀ­στέ­ρες τοῦ νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­τος, οἱ Ἅ­γιοί του. ῞Ε­να τέ­τοι­ον ἀ­στέ­ρα θὰ προ­σεγ­γί­σου­με σή­με­ρα, ποὺ ἑ­ορ­τά­ζει τὴν χαρ­μό­συ­νη πε­ρί­ο­δο τῶν Χρι­στου­γέν­νων, στὶς 30 Δε­κεμ­βρί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ἅ­γιον Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα Γεδε­ὼν τὸν Κα­ρα­καλ­λη­νό, ποὺ ἀ­νή­κει στὴ χο­ρε­ί­α τῶν πα­νεν­δό­ξων νε­ο­μαρ­τύ­ρων τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας.

Ὁ Ἅ­γιος γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ πτω­χοὺς καὶ πι­στοὺς γο­νεῖς, τὸν Αὐ­γε­ρι­νὸ καὶ τὴν Κυ­ράτ­ζα στὸ χω­ριὸ Κάπουρνα τοῦ Νο­μοῦ Μα­γνη­σί­ας. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Νι­κό­λα­ος. Ἀ­πὸ τὴν μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α τῶν 12 ἐ­τῶν τὸν βλέ­που­με νὰ ἐρ­γά­ζε­ται μὲ θαυ­μα­στὴ ἐ­πι­μέ­λεια καὶ προ­θυ­μί­α στὸ ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ ἐμ­πό­ρου θε­ί­ου του στὸ Βε­λε­στῖ­νο. Ἀ­νε­κο­ύ­φι­ζε ἔ­τσι τοὺς γονεῖς του ἀ­πὸ τὰ δυ­σβά­στα­κτα βά­ρη τῆς φο­ρο­λο­γί­ας. Ὁ Νι­κό­λα­ος, λέ­γει ὁ βι­ο­γρά­φος του, ἦ­ταν «ἔ­ξυ­πνος καὶ σπου­δαῖ­ος εἰς πᾶ­σαν ὑ­πη­ρε­σί­αν».

῞Ο­μως ἕ­να τέ­τοι­ο φι­λό­τι­μο καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νο παι­δὶ τὸ ἐ­φθό­νη­σε ὁ πο­νη­ρός. Κάποια μέ­ρα ἕ­νας μου­σουλ­μᾶ­νος — ὁ Ἀ­λῆς — ἐ­κτι­μῶν­τας τὶς ἱ­κα­νό­τη­τές του τὸν ἀ­πέ­σπα­σε βί­αι­α ἀπὸ τὸν θεῖ­ο του καὶ κρυ­φὰ τὸν ἐ­πῆ­ρε στὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες τοῦ χα­ρε­μιοῦ του. Μέσα σ᾿ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον πο­νη­ροὶ Τοῦρ­κοι ἀ­πά­τη­σαν τὸν μι­κρὸ Νι­κό­λα­ο. Τοῦ ἔ­κα­μαν πε­ρι­το­μὴ καὶ τὸν ὀ­νό­μα­σαν «Ἰμ­βρα­ήμ». Ἔ­γι­νε πλέ­ον μου­σουλ­μᾶ­νος. Σύντομα ὅ­μως συ­ναι­σθάν­θη­κε τὴν με­γά­λη του πτώ­ση. Ἔ­κλαυ­σε πι­κρὰ ὅ­πως ὁ Πέτρος. Καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε κρυ­φὰ στὸ πατρι­κό του σπί­τι. Οἱ γο­νεῖς τὸν δέ­χθη­καν καὶ τὸν πα­ρη­γό­ρη­σαν…

Θὰ ἐρ­γα­σθεῖ τώ­ρα σὰν κτί­στης σὲ συγ­γε­νι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον. Σὲ λί­γο οἱ ἐρ­γα­σί­ες με­τα­φέ­ρον­ται στὴν Κρή­τη. Ὁ Νι­κό­λα­ος θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὰ ἀ­φεν­τι­κά του, ποὺ ὅ­μως τὸν ἀντιμε­τω­πί­ζουν μὲ σκλη­ρό­τη­τα, μὲ ἀ­πο­το­μί­α καὶ μὲ βι­αι­ό­τη­τα. Δέχεται συ­χνοὺς ρα­βδι­σμο­ύς. Πο­νεῖ πο­λὺ ὁ Νι­κό­λα­ος. Τόσο πο­λύ, ὥ­στε ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ δι­α­κό­ψει τὴν ἐρ­γα­σί­α. Ὁ Κύριος ὅ­μως ἀ­γρυ­πνεῖ συ­νε­χῶς πά­νω στὸ βα­σα­νι­σμέ­νο παι­δί του. Καὶ τοῦ ὁ­δη­γεῖ τὰ βή­μα­τα σὲ ἕ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι. Ὁ Νι­κό­λα­ος ἐ­κεῖ ἀν­τι­κρύ­ζει ἕ­να σε­βά­σμιο ἱ­ε­ρέ­α, ποὺ μό­λις εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὴν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Τὸν πλη­σι­ά­ζει. Ξε­σπᾶ σὲ δά­κρυ­α με­τα­νο­ί­ας. ᾿Ε­ξο­μο­λεῖ­ται εἰ­λι­κρι­νά. Εἰ­ρη­νε­ύ­ει… Ὁ στορ­γι­κὸς ἱ­ε­ρεὺς τὸν συμ­πο­νεῖ πο­λύ, τὸν δέ­χε­ται στὸ δι­κό του σπί­τι. Γίνεται ψυ­χο­πα­τέ­ρας του — ἄλ­λω­στε ἐ­κεῖ­νες τὶς μέ­ρες εἶ­χε συμ­βῆ νὰ χά­σει ἕ­να δι­κό του παι­δί. ᾿Ε­κεῖ ὁ Νι­κό­λα­ος μα­θα­ί­νει τὴν ὑ­φαν­τι­κὴ τέ­χνη. Σὲ τρί­α χρό­νια ὅ­μως ὁ καλός του προ­στά­της πε­θα­ί­νει…

 Ὁ Νι­κό­λα­ος τώ­ρα ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τὸ Ἅ­γιον ῎Ο­ρος. Πο­θεῖ τὸν βί­ο τῆς ἀ­σκή­σε­ως. ᾿Ε­πι­σκέ­πτε­ται 20 ἱ­ε­ρὲς Μο­νὲς καὶ Σκῆ­τες. ῾Η καρ­διά του τε­λι­κὰ ἀ­να­πα­ύ­θη­κε στὸ ἥ­συ­χο καὶ κατανυ­κτι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον τῆς ῾Ι. Μο­νῆς Κα­ρα­κάλ­λου. ᾿Ε­κεῖ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πά­λι σὲ ἔμ­πει­ρο Πνευ­μα­τι­κὸ μὲ δά­κρυ­α καὶ συν­τρι­βή. ᾿Εν­δύ­ε­ται τὸ πο­θη­τὸ σχῆ­μα τοῦ Μο­να­χοῦ καὶ λαμβά­νει τὸ νέ­ο ὄ­νο­μα Γε­δε­ών. Καὶ ξε­κι­νᾶ τώ­ρα νέ­ους ἀ­γῶ­νες. Σύντομα θὰ ἀ­να­δει­χθεῖ σὲ «με­γά­λο πρό­τυ­πο ἄ­κρας ὑ­πο­τα­γῆς καὶ ἀ­σκή­σε­ως». Λόγῳ δὲ τῆς με­γά­λης του εὐλαβε­ί­ας τοῦ ἀ­να­θέ­τουν τὸ δι­α­κό­νη­μα τοῦ «ἐκ­κλη­σι­άρ­χη», δη­λα­δὴ τοῦ νε­ω­κό­ρου, νὰ «φι­λο­κα­λεῖ» καὶ νὰ φρον­τί­ζει τὰ σκη­νώ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ! Τρι­ά­ντα πέ­ντε χρό­νια πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ. Ἀποκτᾶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη ὅ­λων. Τὸ 1797 τὸν ἀ­πο­στέλ­λουν σὲ με­τό­χι τῆς Μο­νῆς στὴν Κρή­τη νὰ δι­α­κο­νή­σει ὡς οἰ­κο­νό­μος. ᾿Ε­πι­στρέ­φει καὶ πά­λι στὸ ῎Ο­ρος. ῾Η με­λέ­τη τοῦ βί­ου τῶν Ἁ­γί­ων τὸν ἔ­χει συ­ναρ­πά­σει. Θέλει νὰ τοὺς μι­μη­θεῖ. Ἰ­σχυ­ρὸς πό­θος μαρ­τυ­ρί­ου τὸν ἔ­χει κυ­ρι­ε­ύ­σει. Αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι μό­νον ἔ­τσι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­πλύ­νει τε­λε­ί­ως τὴν ψυ­χή του ἀ­πὸ τὸ πα­λαιό του ἁ­μάρ­τη­μα, τῆς ἀρ­νή­σε­ως τῆς πί­στε­ώς του.

Μὲ τὶς εὐ­χὲς λοι­πὸν τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Μο­νῆς του ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τὴ Ζα­γο­ρά. Προ­σποι­εῖ­ται τὸν «διὰ Χρι­στὸν σα­λόν». Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Με­γά­λης Πέμπτης φθά­νει στὸ Βελεστῖνο, στὸ σπί­τι τοῦ ἀ­γα­ρη­νοῦ, τοῦ πρώ­ην ἀ­φεν­τι­κοῦ του. ᾿Ε­κεῖ ὅ­που εἶ­χε ἀ­ναγ­κα­σθῆ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό. Φο­ρεῖ στὸ κε­φά­λι του ἕ­να στε­φά­νι μὲ πο­λύ­χρω­μα λου­λο­ύ­δια. Ζη­τεῖ ἀ­πὸ τὸν Τοῦρ­κο ἐ­κεῖ «νὰ τοῦ ἀ­πο­δώ­σει ἐ­κεῖ­νο ποὺ τοῦ ἐ­στέ­ρη­σε». Καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του…

Τὴν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα, Μ. Πα­ρα­σκευή, ὁ ὅ­σιος Γε­δε­ὼν δι­κά­ζε­ται. Ἔρ­χε­ται στὸ δι­κα­στή­ριο φο­ρῶν­τας τὸ ἄν­θι­νο στε­φά­νι. Κρα­τά­ει ἀ­κό­μη στὰ χέ­ρια του καὶ δυ­ὸ κόκ­κι­να πα­σχα­λι­νὰ αὐ­γά. Τὰ προ­σφέ­ρει στὸν δι­κα­στὴ καὶ μὲ παρ­ρη­σί­α τοῦ λέ­γει· «Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη καὶ εἰς ἔ­τη πολ­λά»! ῞Ο­λοι ξαφ­νι­ά­ζον­ται. Οἱ ἀ­γα­ρη­νοὶ τοῦ ἀν­τι­προ­σφέ­ρουν κα­φὲ καὶ μὲ τα­ξί­μα­τα προ­σπα­θοῦν νὰ τὸν με­τα­πε­ί­σουν. Καὶ ὁ Γε­δε­ὼν πα­ίρ­νει τὸν κα­φὲ καὶ τὸν χύ­νει πά­νω στὸν δι­κα­στή. Τε­λι­κὰ τὸν ἀ­θω­ώ­νουν καὶ τὸν δι­ώ­χνουν «ὡς φρε­νό­λη­πτον». Ἀλ­λὰ ὁ μοναχὸς Γε­δε­ὼν ἐ­πι­μέ­νει νὰ ὁ­μο­λο­γεῖ τὴν πί­στι του. Πα­ίρ­νει τώ­ρα ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να καὶ τὰ κρα­τᾶ στὰ χέ­ρια του, «γιὰ νὰ τοὺς δε­ί­ξει ὅ­τι ἡ πί­στι του εἶ­ναι πιὸ φλο­γε­ρὴ» καὶ ἀπὸ τὰ ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να.

῞Ο­μως ἡ πο­θη­τὴ ὥ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη φθά­σει γιὰ τὸν ῞Ο­σιο. Ὁ Γε­δε­ὼν ἀ­πο­σύ­ρε­ται σὲ ἕ­να σπή­λαι­ο μὲ ὑ­πο­μο­νή. Ἀ­να­μέ­νει τὴν ἱ­ε­ρὴ στιγ­μὴ προ­σευ­χό­με­νος. ᾿Επιστρέ­φει καὶ πά­λι στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νή του. Καὶ ἐ­κεῖ μιὰ νύ­κτα εὑ­ρι­σκό­με­νος μέ­σα στὸ κα­θο­λι­κὸ τῆς Μο­νῆς σὲ ὥ­ρα Ἀ­κο­λου­θί­ας ἄ­κου­σε φω­νὴ ἀ­πὸ τὸν Παν­το­κρά­το­ρα τοῦ τρο­ύλ­λου ποὺ τὸν κα­λοῦ­σε σὲ ὁ­μο­λο­γί­α Χρι­στοῦ.

Τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ πλέ­ον εἶ­χε φα­νε­ρω­θῆ. Μὲ με­γά­λη χα­ρὰ ὁ Ἅ­γι­ός μας ἔρ­χε­ται καὶ πά­λι στὸ Βε­λε­στῖ­νο. ᾿Ε­κεῖ «ὁ­μο­λο­γεῖ λαμ­πρᾶ τῇ φω­νῇ τὴν εἰς Χρι­στὸν πί­στιν».

Βίαια τώ­ρα τὸν ὁ­δη­γοῦν στὸν πα­σᾶ τοῦ Τυρ­νά­βου γιὰ ἀ­νά­κρι­ση. Ἔ­χουν συγ­κεν­τρω­θῆ γύ­ρω του οἱ πιὸ ἐ­πί­ση­μοι ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὶ τῆς Λάρισας. Ὁ μάρ­τυς πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρός! Καὶ αὐ­τοὶ τὸν τι­μω­ροῦν. Τὸν δι­α­πομ­πε­ύ­ουν πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά. Τὸν πε­ρι­φέ­ρουν ἐ­πά­νω σὲ ἕ­να γα­ϊ­δο­ύ­ρι στοὺς δρό­μους τοῦ Τυρ­νά­βου χω­ρὶς ροῦ­χα, μὲ μιὰ προ­βιὰ προ­βά­του στὸ κε­φά­λι, καὶ στὸ τέ­λος τοῦ ἀ­πο­κό­πτουν μὲ πέ­λε­κυ τὰ πό­δια καὶ τὰ χέ­ρια, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως ὁ ῞Ο­σιος «ἐ­πο­ί­η­σε ἀ­γαλ­λό­με­νος» τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ τι­μί­ου Σταυ­ροῦ.

Τὸ ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο ἅ­γιο σῶ­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος, ἐ­νῶ ἀ­κό­μα ἀ­νέ­πνε­ε, τὸ ἔρ­ρι­ξαν στὸν βό­θρο τοῦ πα­λα­τιοῦ, ὅ­που καὶ ἄ­φη­σε τήν τε­λευ­τα­ί­α του πνοή. ῏Η­ταν 30 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ 1818. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ μὲ δω­ρο­δο­κί­α πα­ρέ­λα­βαν τὸ ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο τοῦ ὁ­σί­ου Μάρτυρος καὶ τὸ ἐ­κή­δευ­σαν μὲ τι­μές. Στὸν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου στὸν Τύρναβο ἐ­κτί­σθη να­ΐ­δριο.

Κα­θὼς πε­ρι­μέ­νου­με καὶ ἐ­φέ­τος τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ νέ­ου χρό­νου, ὁ ἅ­γιος Γε­δε­ὼν μὲ τὴν ζωή του ἔρ­χε­ται νὰ μᾶς δώ­σει σύν­θη­μα γιὰ ἀ­γῶ­να· «Ὁ­μο­λο­γη­ταὶ Χρι­στοῦ παν­τοῦ καὶ πάντο­τε μέ­χρι θα­νά­του». Ἄς τὸ δε­χθοῦ­με μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Καὶ ἂς τὸ ἐ­φαρ­μό­σου­με, μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες του, φέ­τος πιὸ πι­στά.

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα «ἡ ἀπὸ Καισαρίδος»

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (717-741). Ἦταν ἀπὸ γένος λαμπρὸ καὶ ἐπίσημο, τὸν πατέρα της ἔλεγαν Θεόφιλο καὶ ἦταν πατρίκιος, τὴν δὲ μητέρα της Θεοδώρα. Ἡ Θεοδώρα ἦταν στεῖρα καὶ κατόπιν μεγάλης προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό, ἀπέκτησε τὴν Ὁσία. Ὅταν ἡ κόρη Θεοδώρα ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἀφιερώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὀνομαζόμενη Ῥιγιδίου. Ἐκεῖ διέμενε ἀσκούμενη στὴν ἀρετή, μέχρι τὴν στιγμή, ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴνδώσει γυναῖκα στὸν γιό του Χριστόφορο. Τὴν ἡμέρα ὅμως τοῦ γάμου, ὁ Χριστοφόρος ἐξεστράτευσε μαζί με τὸν πατέρα του κατὰ τῶν Σκυθῶν καὶ στὴ συμπλοκὴ σκοτώθηκε. Ἔτσι ἡ Θεοδώρα, ἀφοῦ πῆρε ὅσα πολύτιμα πράγματα εἶχε, ἐπέστρεψε στὴ Μονή της, ὅπου ἐκάρη μοναχή. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη ἐγκράτεια καὶ σκληραγωγία καὶ ἀπεβίωσε μὲ ὁσιακὸ τρόπο.

Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος

Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (286 μ.Χ.), διακρινόταν γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς παράστημα καὶ τὴν ὡραιότητά του, νέος, ποὺ ὀνομαζόταν Φιλέταιρος (ἦταν γιὸς κάποιου ἔπαρχου Τατιανοῦ). Καὶ αὐτὸς μέν, οὔτε πρόσεχε καθόλου στὰ ἐξωτερικά του αὐτὰ χαρίσματα. Μία μόνο προσοχὴ καὶ προσπάθεια εἶχε, πὼς νὰ γίνεται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα θεοσεβέστερος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πρόκοβε ὁλοένα στὴν ταπεινοφροσύνη, ξέροντας καλὰ ὅτι χωρὶς αὐτή, κάθε ἀρετὴ νοθεύεται καὶ ἐξαφανίζεται. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως, ποὺ πρόσεχαν τὰ σωματικά του προτερήματα, τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν σύστησαν στὸν Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὸν κάλεσε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ τὸν κάνει βασιλικὸ ἀκόλουθο ἂν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Φιλέταιρος μὲ εὐγένεια ἀπάντησε, ὅτι ἦταν πρόθυμος νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά, ἀλλὰ μὲ τὴν προύποθεση ὅτι θὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν κράτησε τὴν ὀργή του καὶ ἀφοῦ τὸν τιμώρησε τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Κατόπιν ὅταν ἀνέλαβε ὁ σκληρὸς Μαξιμιανός, ὁ Φιλέταιρος καταδιώχθηκε καὶ βασανίστηκε ποικιλοτρόπως. Διασώθηκε ὅμως καὶ πῆγε στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ ἐκεῖ φανέρωσε τὴν πίστη του καὶ συνελήφθη. Ἀλλὰ τὰ λόγια του καὶ οἱ τρόποι του ἔκαναν χριστιανοὺς τοὺς φύλακες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐλευθερώσουν καὶ νὰ τὸν συνοδέψουν μέχρι τὴν Μηδία. Ἐκεῖ, σ΄ ἕνα ὄρος ἐπάνω, στὰ μέρη τῆς Σιγριανῆς, συνάντησαν ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο τὸν Εὐβίοτο. Καὶ ὅλοι μαζὶ ἔζησαν στὸ ὄρος αὐτὸ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, συμμελέτη καὶ συμπροσευχή.

Μνήμη τοῦ κόμη καὶ ἕξι στρατιωτῶν

Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ Ἀρχιμανδρίτης

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἀνύσιος, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ μαθητής, καθὼς καὶ διάδοχος τοῦ Ἅ(σ)χολίου, Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἔπαιξε σημαντικὸ ῥόλο γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἀνύσιος τοποθετήθηκε στὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὡς Βικάριος τοῦ Πάπα Δαμάσου, ὡς τὸ τέλος τοῦ θανάτου του τὸ 406 ἡ 407.