ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017
Εὐαγγέλιον: (Λουκ. β΄ 20-21, 40-52):
20 Καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. 21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. 40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό. 41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. 42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς 43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. 44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· 45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. 46 καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· 47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. 48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. 49 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; 50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. 51 καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 52 Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
«…ἀκούοντα αὐτῶν καί ἐπερωτῶντα αὐτούς»
Εἶχε φθάσει ἤδη στήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν ὁ Ἰησοῦς. Καί μποροῦσε πλέον, κατά τόν νόμο τους τόν Μωσαϊκό, νά συμμετέχει στίς τελετές τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων, τοῦ πάσχα, πού γινόταν στά Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι, ἀνέβηκε μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα του καί τόν Ἰωσήφ, τόν προστάτη της, ἀπό τήν Ναζαρέτ στά Ἱεροσόλυμα.
Ὅταν τελείωσαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους ἐκεῖ, πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅμως τό βραδύ τῆς μέρας αὐτῆς, σάν σταμάτησαν οἱ ταξιδιῶτες-προσκυνητές γιά τή νύκτα τους σέ κάποιο σταθμό, εἶδαν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν μαζί τους. Ἀνήσυχοι πολύ ξαναγύρισαν ἀμέσως στά Ἱεροσόλυμα ἀναζητώντας τον μέ ἀγωνία.
Τήν τρίτη ἡμέρα τόν βρῆκαν. Ἦταν στό Ναό τοῦ Σολομῶντος. Βρισκόταν ἀνάμεσα στούς διδασκάλους πού δίδασκαν ἐκεῖ στά προπύλαια τοῦ περίφημου Ναοῦ τους καί ἐξηγοῦσαν τό Νόμο τους. Εἶχαν τριγύρω μαζευθεῖ ἀρκετοί καί παρακολουθοῦσαν αὐτή τή σπάνια σκηνή. Τόν Ἰησοῦ — ἕνα δωδεκάχρονο Παιδί, πού ἀκτινοβολοῦσε ὅμως χάρη καί σύνεση — νά εἶναι ἀνάμεσα στούς ραββίνους καί νά ἀκούει μέ σεβασμό καί προσοχή ὅτι αὐτοί οἱ δάσκαλοι δίδασκαν. Ἀλλά καί νά ρωτάει πάνω σ’ αὐτά πού δίδασκαν, ἐμβαθύνοντας σέ ὅ,τι ἔλεγαν ἤ καί θέλοντας νά μάθει κάτι. Ἀκόμη, ὅταν ἐκεῖνοι τόν ρῶ- τοῦσαν, καθώς ἔβλεπαν ὅτι εἶχε νοημοσύνη ἐξαιρετική, νά ἀπαντάει ταπεινά μέ ἀπαντήσεις πού προκαλοῦσαν θαυμασμό καί καταπλήξη, γιατί ἤταν σοφές!
Ὅταν σέ λίγο ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ παραπονέθηκε πού τούς ἄφησε μέ τήν ἀπουσία του νά τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγωνία, ὁ Ἰησοῦς μέ ἀπλότητα εἶπε· Γιατί μέ ἀναζητούσατε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στόν Οἶκο τοῦ Πατρός μου;… Καί ἄφησε ἔτσι νά φανεῖ πῶς Ἄλλος ἦταν ὁ Πατέρας του, ὁ Θεός· κι ὅτι δηλαδή εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά τά θαυμαστά πού ἔκανε, ὁ Ἴδιος «ἤν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς»∙ ὑπάκουε σ’ αὐτούς, τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν Προστάτη τους Ἰωσήφ, καί ἔκανε ὅτι ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν. Καί μεγάλωνε ταπεινά κοντά τους ἕως ὅτου θά ἔφθανε ὁ καιρός, γιά ν’ ἀρχίσει τό θεῖο ἔργο του στή γῆ.
«…ἀκούοντα αὐτῶν καί ἐπερωτῶντα αὐτούς».
Τί φωτεινό καί σπουδαῖο ὑπόδειγμα αὐτό τοῦ Ἰησοῦ! Ὡς Θεός τά πάντα γνώριζε. Καί κατεῖχε «πᾶν τό πλήρωμα τῆς σοφίας», ὅλη τή σοφία. Ὡς ἄνθρωπος ὅμως πού ἔζησε ἀνάμεσά μας μᾶς ἔδωσε ὡς ὑπέροχο μάθημα τό πνεῦμα τῆς μαθητείας. Ἦταν κοντά στούς διδασκάλους. Ἀρεσκόταν νά βρίσκεται κοντά σέ ἀνθρώπους πού γνώριζαν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπους πολυμαθεῖς καί εἰδήμονες. Στεκόταν ἀπέναντι τους μέ σεβασμό πού ἀντανακλοῦσε τιμή πρός αὐτούς. Ἄκουγε μέ προσοχή.Καί ἔπειτα, ρωτοῦσε μετριόφρονα πάνω σ’ αὐτά πού ἄκουγε. Γιά κάτι περισσότερο. Καί, ὅταν τόν ρωτοῦσαν, ἀπαντοῦσέ. Μέ σοβαρότητα καί σύνεση τέτοια πού δημιουργοῦσε κατάπληξη στούς ἀνθρώπους.Ἐκεῖνος ὅμως ἔμενε ταπεινός.
Τί μοναδικό καί ἀνυπέρβλητο πρότυπο ζωῆς!Τό πρῶτο· Νά θέλει κανείς νά «ἀκούει». Τί τέχνη κι ἀρετή ἀπαιτεῖ αὐτό! Πόσο πρέπει κανείς νά ἐπιβάλλεται στόν ἑαυτό του. Νά μή τόν θεωρεῖ αὐτάρκη ἤ καί παντογνώστη. Νά μή κάνει τόν ἔξυπνο προβάλλοντας συνεχῶς τίς ἀπόψεις του καί μήν ἀφήνοντας τούς ἄλλους νά μιλήσουν. Νά θεωρεῖ εὐκαιρία τό νά συναντᾶ καί ν’ ἀναστρέφεται ἀνθρώπους πνευματικούς, σοφούς, μέ σύνεση καί πολύτιμη πείρα.
Καί ἀφοῦ πρῶτα μάθει ν’ ἀκούει προσεκτικά, μπορεῖ ὕστερα νά διατυπώνει τά ἐρωτηματικά, τίς ἀπορίες του. Νά ρωτάει. Πόση ἀρετή χρειάζεται καί τοῦτο! Πόση ταπείνωση. Δέν μπορεῖ βέβαια νά τά ξέρει ὅλα ὁ ἄνθρωπος. Κι εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά θέλει νά ρωτάει. Νά μαθαίνει ὅλο καί περισσότερα. Νά ἐμβαθύνει σέ ὅτι ἀκούει, γιά νά κατανοήσει περισσότερο, νά ὠφεληθεῖ περισσότερο. Νά ρωτάει σεμνά, σεβαστικά· γιά νά μάθει, ὄχι γιά νά προκαλέσει ἤ νά παγιδέψει ἤ νά ἐκθέσει, καθώς τό συνηθίζουν μερικοί.
Καί ἄν αὐτοί οἱ δύο δρόμοι – τοῦ ν’ ἀκούει καί τοῦ νά ἐρωτᾶ κανείς – ὁδηγοῦν μέ βεβαιότητα στήν πρόοδο καί τήν ἀπόκτηση ἀνθρωπίνων γνώσεων, πόσο πιό πολύ χρήσιμοι φαίνεται νά εἶναι στήν πορεία τήν πνευματική του ἀνθρώπου! Στό νά γνωρίσει τίς ἀλήθειες τῆς Πίστεως, στό νά μάθει τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Νά ἀκούει καί νά ρῶτα. Νά ρῶτα καί νά ἀκούει τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους, πού καθένας ἀναζητεῖ ἕνα στόχο μέσα ἀπό τόν ὁποῖον θά ἀξιοποιήσει ὅσο γίνεται καλύτερα καί σωστότερα τόν χρόνο πού τοῦ χαρίζει ὁ Θεός, ἄς ἀτενίσουμε πρός τόν Δωδεκαετῆ Ἰησοῦ καί ἄς τόν δοῦμε «ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων ἀκούοντα αὐτῶν καί ἐπερωτῶντα αὐτούς». Δείχνει τόν τρόπο τῆς ἐπιτυχίας καί τῆς προόδου.