«Πορευόμενοι…»
Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή του. Πορεία. «Ἐξ ὠδίνων μέχρι ταφῆς» (Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία τοῦ ριη΄ Ψαλμοῦ, PG 80, 1824)· ἀπὸ τὸν ἐπώδυνο τοκετὸ μέχρι τὸν ἐνταφιασμό του. Ποῦ πορεύεται; Μυστήριο. Πῶς πορεύεται; Τὸ μεγάλο πρόβλημα.
Στὸ πρῶτο ἐρώτημα, στὸ «ποῦ πορεύεται;», ἡ σύγχυση εἶναι ἀμέτρητη. Στὸ δεύτερο, τὸ «πῶς πορεύεται;», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπώδυνη.
Ποῦ πορεύεται;
Γιὰ τὸν ἐκτὸς Χριστοῦ κόσμο οἱ ἀπαντήσεις εἶναι ἀναρίθμητες. Ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ κάτω κόσμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μυθολογίας, τὸ βουδιστικὸ «νιρβάνα», τὴν ἰνδουιστικὴ μετενσάρκωση καὶ τὸν σαρκολατρικὸ μωαμεθανικὸ παράδεισο, μέχρι τὸ μηδέν, ἢ ἄλλως πως ὀνομαζόμενο ὑπὸ τῶν ἄθεων φιλοσόφων «ὁλικὴ συνείδηση τοῦ εἶναι». Τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ὁ ὑπερβαλλόντως προβαλλόμενος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης τὴ συνοψίζει στὴν ἑξῆς πασίγνωστη φράση του: «Ἐρχόμαστε ἀπὸ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· καταλήγουμε σὲ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· τὸ μεταξὺ φωτεινὸ διάστημα τὸ λέμε Ζωή» (Νικ. Καζαντζάκη, Ἀσκητική). Καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν αὐτοκτονικὴ ἀντίληψη πῶς τὴ λέμε; Ἀπελπισία; Ἢ μήπως σωστότερα: Μαύρη, κατάμαυρη ἀπελπισία;
Ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἡ ζωὴ εἶναι πράγματι ἀπελπισία, πορεία χωρὶς ἐλπίδα. Ἀπὸ τὸ πουθενὰ στὸ τίποτα. Καὶ γίνεται τραγικὴ ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ δώσει νόημα σὲ μιὰ ζωὴ ἀνόητη· νὰ βρεῖ σκοπὸ σὲ μιὰ πορεία πρὸς τὸ τίποτα, τὸ μηδέν, τὴν «ἄβυσσο».
Μέσα στὸ φῶς ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου ὅλα ἀλλάζουν. Τώρα ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἔρχεται πράγματι ἀπὸ μία «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς θείας ἀγάπης. Καὶ πορεύεται πρὸς μία ἄλλη «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας θείας Ζωῆς. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ μηδὲν μὲ μόνη τὴν ἀγαπητικὴ θέληση τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸ ἄπειρο, πρὸς τὴν αἰώνια δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος του. Θεοποιός!
Εἶναι ὅμως δρόμος σταυρικός. Πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴ Βασιλεία μέσα ἀπὸ θλίψεις, δοκιμασίες, προβλήματα καὶ τόσους κινδύνους τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ θὰ φτάσει στὸ ἔνδοξο τέλος αὐτοῦ τοῦ σταυρικοῦ δρόμου. Θὰ φτάσει! Ἀρκεῖ νὰ τὸν βαδίζει σωστά. Λοιπόν;
Πῶς πορεύεται;
Πῶς μπορεῖ νὰ πορεύεται σωστὰ ὁ ἄνθρωπος στὸ δρόμο τῆς ζωῆς του;
Ἀπάντηση στὸ καίριο αὐτὸ ἐρώτημα ἔδωσε τρεῖς χιλιάδες χρόνια πρὶν ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τοῦ 118ου Ψαλμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ψαλμοὺς καὶ εἶναι γνωστὸς μὲ τὴν ὀνομασία «Ἄμωμος». Ὁ πρῶτος στίχος αὐτοῦ τοῦ ἐκπληκτικοῦ Ψαλμοῦ, ποὺ μὲ τοὺς 176 στίχους του ἀποτελεῖ ἐξαίσιο ὕμνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δίνει τὴν ἀπάντηση ποὺ ἀναζητοῦμε. Λέει:
«Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὀδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου»· εἶναι τρισευτυχισμένοι αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν ἄμεμπτοι τὸν δρόμο τους, ὅσοι πορεύονται σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. «Ὁδὸν καὶ στράταν ὀνομάζει ὁ Δαβὶδ τὴν παροδικὴν καὶ περαστικὴν ταύτην ζωήν», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ δρόμος, ποὺ ὅσοι τὸν βαδίζουν ἄμεμπτοι εἶναι τρισευτυχισμένοι, εἶναι ἡ παροδικὴ καὶ περαστικὴ τούτη ζωή.
Ὅμως ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ τὸ πρόβλημα, ἡ μεγάλη δυσκολία. Ποῦ; Στὴ μία αὐτὴ λέξη, τὴ λέξη «ἄμωμοι». Λέξη ἐπώδυνη. Διότι «ἄμωμος» σημαίνει ἀψεγάδιαστος, ἀκατηγόρητος. Κι ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ Γραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν πείρα μας ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ τὸ πετύχει. «Τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς. ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ΄ [14] 4, 5)· ποιὸς εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας; Κανένας! Ἀκόμα κι ἂν ὅλη ἡ ζωή του πάνω στὴ γῆ εἶναι μόνο μία μέρα.
Ὡστόσο ὁ Ψαλμωδὸς δὲν μᾶς ἀφήνει ἀβοήθητους. Δείχνει καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας «ἄμωμοι». Θὰ τὸ κατορθώσουμε, μᾶς λέει, ἂν εἴμαστε «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου», ἂν πορευόμαστε στὴ ζωή μας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς δείχνει μόνο ποιὸ εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὰ λάθη ποὺ τυχὸν κάναμε.
Μᾶς λέει, λοιπόν, ὅτι μποροῦμε νὰ εἴμαστε «ἄμωμοι», ἀκόμη κι ἂν ἁμαρτάνουμε! Πῶς; Μὲ τὴ μετάνοια! Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τῆς ζωῆς «ἐν νόμῳ Κυρίου». Πορεία μετανοίας. Ἄμωμη πορεία. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι «ἐν νόμῳ Κυρίου».
Τότε καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ νικήσει τὸν ἄνθρωπο. Κανένας πειρασμὸς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ τὸν λυγίσει. Διότι πορεύεται «ἄμωμος… ἐν νόμῳ Κυρίου». Καὶ γνωρίζει ὅτι ἀκόμη κι ἂν πέσει, ὅσο χαμηλὰ κι ἂν πέσει, εἶναι «ἄμωμος», ἐφόσον μετανοεῖ.
Μακάριοι λοιπὸν «οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ».
Μακάριοι καὶ τρισευτυχισμένοι «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου».