ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (22/1)

Εὐαγγέλιον Κυριακῆς ιε΄ Λουκᾶ (Λουκᾶ ιθ΄ 1-10)

Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι κα­λούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐ­­τὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗ­­­τος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀ­­­πὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. 4 καὶ προδραμὼν ἔμπρο­σ­θεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκεί­νης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κα­­­τάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. 7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁ­­­μαρ­τωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτω­­­­­χοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυ­κο­φάντη­σα, ἀποδίδωμι τε­τρα­πλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβρα­άμ ἐστιν. 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώπου ζητῆσαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀπολωλός.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Επειτα ἀπό λίγο ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στήν Ἱεριχώ, καί περνοῦσε μέσα ἀπό τήν πόλη. 2 Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνο­μαζόταν Ζακ­χαῖ­ος. Αὐτός ἦταν ἀρχιτελώνης καί πολύ πλούσιος. 3 Καί προσπαθοῦσε νά δεῖ τόν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλά δέν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροή λαοῦ, καί αὐτός ἦταν κοντός στό ἀνάστημα καί σκεπαζόταν ἀπό τό πλῆθος. 4 Ἔτρεξε λοιπόν μπροστά ἀπό τό πλῆθος πού συνό­δευε τόν Ἰησοῦ καί ἀνέβηκε σάν νά ἦταν μικρό παιδί σέ μία συκομουριά γιά νά τόν δεῖ, διότι ἀπό τό δρόμο ἐκεῖ­νο στόν ὁποῖο βρισκόταν τό δέντρο αὐτό θά περ­νοῦ­σε ὁ Ἰησοῦς. 5 Ἀμέσως μόλις ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στό σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τά μάτια του καί τόν εἶδε· καί χωρίς νά τόν γνω­ρίζει ἀπό παλαιότερα τόν φώναξε μέ τό ὄνομά του καί τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νά μείνω στό σπίτι σου, σύμφωνα μέ τή θεία βουλή πού προετοιμάζει τή σωτηρία σου. 6 Τότε ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε γρήγορα καί τόν ὑποδέ­χθηκε στό σπίτι του μέ χαρά. 7 Ὅλοι ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τό σπί­τι τοῦ Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους μέ ἀ-γανάκτηση καί σχολίαζαν περιφρονητικά τόν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νά μεί­νει καί νά ἀναπαυθεῖ στό σπίτι ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. 8 Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστά στόν Κύριο καί τοῦ εἶπε: Ἰδού, Κύριε, τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου τά δίνω ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς, κι ἄν τυχόν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καί ἀναφορές γιά νά ἀδικήσω κάποιον σέ κάτι, τοῦ τό γυρίζω πίσω τετραπλάσιο. 9 Τότε ὁ Ἰησοῦς στράφηκε πρός αὐτόν καί εἶπε: Σήμερα μέ τήν ἐπίσκεψή μου στό σπίτι αὐτό ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στόν οἰκοδεσπότη ὅσο καί στούς δικούς του. Καί ἔπρεπε νά σωθεῖ καί ὁ ἀρχιτελώνης αὐ­τός, διότι κι αὐτός εἶναι γιός καί ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς πού διαμαρτύρεσθε. Καί σ’ αὐτόν λοιπόν ἔδωσε ὁ Θεός τήν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας. 10 Ἔπρεπε λοιπόν νά συντελέσω στή σωτηρία αὐτή τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπό τόν οὐ­ρανό στή γῆ γιά ν’ ἀναζητήσει καί νά σώσει ὅλη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, πού σάν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νά πεθάνει μέ­σα στήν ἁμαρτία.