Στή χώρα τῶν λωτοφάγων

Τὰ δώδεκα καράβια ἀποχαιρέτησαν τὴν Τροία καὶ ξανοίχτηκαν στὸ καταγάλανο Αἰγαῖο. Μὰ ξάφνου ἄγριοι ἀνέµοι τά ᾿σπρωξαν βόρεια, κι ἀπό ʼκεῖ πρὸς τὸ νότο, στὴ χώρα τῶν Λωτοφάγων. Βγῆκαν οἱ ναῦτες στὴ στεριὰ κι ὁ Ὀδυσσέας ἔστειλε κάποιους συντρόφους του νὰ ἐξερευνήσουν τὴ χώρα. Μὰ αὐτοὶ δὲν γύρισαν πίσω. Ἀνήσυχος ὁ Ὀδυσσέας ἔψαχνε ὧρες νὰ τοὺς βρεῖ· καὶ μόλις τοὺς ἀνακάλυψε, ἀπορημένος κατάλαβε πὼς εἶχαν πάθει μεγάλο κακό: Εἶχαν ξεχάσει ποιοὶ εἶναι, ἀπὸ ποῦ ἔρχονται καὶ ποῦ πᾶνε. Τί εἶχε συμβεῖ; Εἶχαν φάει λωτούς, τοὺς ἐξωτικοὺς καρποὺς τῆς χώρας τῶν Λωτοφάγων ποὺ ἔφερναν λησμονιά! Κι ἀµέσως ξέχασαν πατρίδα καὶ γονιοὺς καὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸν τόπο τους. Καθὼς λοιπὸν τοὺς εἶδε ὁ Ὀδυσσέας μεθυσμένους ἀπὸ τὴ λήθη, τοὺς πῆρε μὲ τὴ βία στὰ πλοῖα. Ἐκεῖ συνῆλθαν, ξαναθυμήθηκαν τὸ σπίτι τους, τὸν σκοπό τους. Ἀμέσως τότε ὁ Ὀδυσσέας πρόσταξε νὰ φύγουν. Γιατὶ φοβήθηκε μὴν πάθουν τὰ ἴδια κι ἄλλοι…
Αὐτὴ τὴν ἱστορία δυστυχῶς τὴ βιώνουμε οἱ Ἕλληνες ἰδιαιτέρως στὶς μέρες μας. Διότι καὶ σήμερα πολλοὶ πέσαμε σὲ νάρκη. Χάσαμε τὴν ἱστορική μας μνήμη. Ξεχάσαμε τὸ παρελθόν μας, τὶς ρίζες μας. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ξεχνᾶμε περισσότερο αὐτὰ στὰ ὁποῖα δὲν δίνουμε βαρύτητα. Νά, λοιπόν, γιατί πάθαμε ἱστορικὴ ἀμνησία: Διότι περιφρονήσαμε τὸ παρελθόν μας. Μὲ ἀρρωστημένη ξενολατρία ἀντιγράψαμε ὅ,τι φαντάζει σύγχρονο, προοδευτικό. Διώξαμε ἀπὸ τὰ σχολειά μας τοὺς ἥρωες, ὑποβαθμίσαμε τὶς μεγαλειώδεις στιγμὲς τῆς Ἱστορίας μας. Ἀλλάξαμε τὰ σχολικὰ βιβλία, εὐτελίσαμε τὶς ἐθνικές μας γιορτές. Ξεχαστήκαμε στὴ χώρα τῶν «Λωτοφάγων», χάσαμε τὸ νόστο, τὴ λαχτάρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν ἀγαπημένη «Ἰθάκη», στοὺς γονιούς μας, στὶς ρίζες μας.
Πάθαμε κάτι ἀντίστοιχο μ’ αὐτὸ ποὺ πάθαιναν καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ βωλόδερναν ἀνάμεσα στὴ δική τους αὐτοσυνειδησία καὶ τὶς σαρκολατρικὲς ἐπιδράσεις τῶν γειτόνων τους. Εἶχαν πάθει κι αὐτοὶ πνευματικὴ ἀμνησία: «οὐκ ἐφύλαξαν τὴν διαθήκην τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ οὐκ ἠβουλήθησαν πορεύεσθαι. καὶ ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἔδειξεν αὐτοῖς» (Ψαλ. οζ΄ [77] 10-11). Δὲν ἔμειναν πιστοὶ στὴ συμφωνία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλησαν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο Του. Λησμόνησαν τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς μπροστὰ στὰ μάτια τους.
Κι ἂν αὐτοὶ εἶναι ἀξιοκατάκριτοι, πόσο πιὸ ἀξιοκατάκριτοι εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Διότι ἐμεῖς περιφρονήσαμε καὶ ξεχάσαμε ἀ­συγκρίτως μεγαλύτερες εὐλογίες καὶ εὐ­εργεσίες τοῦ Θεοῦ στὸ Γένος μας. Ξεχάσαμε πὼς τὴ χώρα μας διάβηκαν ἅγιοι Ἀπόστολοι, στὰ ἱερὰ χώματά μας ἔχυσαν τὸ αἷμα τους τόσοι Μάρτυρες. Στὸν τόπο μας ὑπάρχει τὸ σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, να­οὶ περίλαμπροι καὶ μοναστήρια. Στὸν τόπο μας ἔζησαν τόσοι Πατέρες τῆς Ἐκ­κλησίας, ἀσκητές, ὅσιοι, ἱεραπόστολοι ποὺ μεταλαμπάδευσαν τὸ φῶς τῆς πίστεως σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Τί πάθαμε λοιπὸν καὶ τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτά; Γιατί τὰ ἀπεμπολήσαμε; Γιατί τὰ ἀπαξιώσαμε; Καὶ ἡ κακόμοιρη πατρίδα μας κατάντησε ζητιάνα. Παράλυτη, σὰν σὲ ἀφασία καὶ καταστολή. Καὶ οἱ ἐλάχιστοι ποὺ τολμοῦν νὰ ἀρθρώσουν λόγο ἀφυπνιστικό, ἀντιμετωπίζουν τὴ χλεύη ἢ τὸν διασυρμό. Λὲς καὶ μιὰ ἄλλη Κίρκη μᾶς παραμόρφωσε.
Πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἡ ἐθνική μας λήθη ἀκολούθησε τὴν πνευματική: Διώξαμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀκολούθησαν. Ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ ὅσιος Παΐσιος: «Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν Θεὸ φέρνει τὴν ἀδιαφορία καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, φέρνει τὴν ἀποσύνθεση… Λατρεύει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ ὕστερα ἀγαπάει καὶ τοὺς γονεῖς του, τὸ σπίτι του… τὸ χωριό του… τὴν πατρίδα του. Ἕνας ποὺ δὲν ἀγαπάει τὸν Θεό, τὴν οἰκογένειά του, δὲν ἀγαπάει τίποτε· καὶ φυσικὰ οὔτε τὴν πατρίδα του».
Διώξαμε λοιπὸν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ξεχάσαμε τὶς εὐεργεσίες Του. Πολὺ περισσότερο ξεχάσαμε πὼς αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς! Καὶ μᾶς περιμένει νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο. Νὰ θυμηθοῦμε πὼς δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Πὼς ἔχουμε Πατέρα. «Μνήσθητε τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε», μᾶς καλεῖ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. ρδ΄ [104] 5). Νὰ θυμηθοῦμε τὸν Πατέρα μας, τὴν ἱερὴ ἱστορία μας. Νὰ νοσταλγήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε. Ἔστω καὶ λίγοι, ἔστω κι ἐλάχιστοι νὰ θυμόμαστε, εἶναι ἀρκετό. Διότι ἐλάχιστοι πάντα σηκώνουν στοὺς ὤμους τους τὴ μοίρα τοῦ Γένους μας. Ἂς μείνουμε λοιπὸν ὄρθιοι, μὲ πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ μνήμη, κι ἂς εἴμαστε λίγοι. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους, θὰ μᾶς θυμηθεῖ καὶ πάλι. «Θὰ θυμηθεῖ τὸν λαό Του καὶ θὰ δικαιώσει τὴν κληρονομία Του» (Ἐσθ. ι΄ [10] 3ι).