Εὐαγγέλιον: Κυρ. ιστ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 10-14)
10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρ-παγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
10 Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ἱερό γιά νά προσευχηθοῦν· ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης. 11 Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ὄρθιος, γιά νά φαίνεται καλά, καί προσευχόταν πρός τόν ἑαυτό του καί γιά τόν ἑαυτό του μέ τά ἑξῆς λόγια: Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καί σάν αὐτόν ἐκεῖ τόν τελώνη. Ἐνῶ δηλαδή ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἔνοχοι καί ἀξιοκατάκριτοι, ἐγώ εἶμαι ὁ μόνος ἀνένοχος. Σ’ εὐχαριστῶ λοιπόν, διότι δέν βλέπω στόν ἑαυτό μου τίς τόσες κακίες πού ἔχουν οἱ ἄλλοι. 12 Ἔχω ὅμως καί ἀρετές: Νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα, κάθε Δευτέρα καί Πέμπτη. Δίνω τό ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα πού ἀποκτῶ, ἀκόμη κι ἀπό τά πιό μικρά καί τιποτένια, γιά τά ὁποῖα δέν ἐπιβάλλει ὁ νόμος τή «δεκάτη». 13 Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο ὅπου καίγονταν οἱ θυσίες, καί δέν εἶχε τήν τόλμη ὄχι μόνο τά χέρια του ἀλλά οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει ἐπάνω πρός τόν οὐρανό. Ἀλλά χτυποῦσε συνεχῶς τό στῆθος του, πού περιέκλειε τήν ἁμαρτωλή καί ἀκάθαρτη καρδιά του, καί ἔλεγε: Κύριε καί Θεέ, σπλαχνίσου με καί συγχώρησέ με τόν ἁμαρτωλό. 14 Σᾶς βεβαιώνω ὅτι αὐτός ὁ περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε ἀπό τό ἱερό καί πῆγε στό σπίτι του ἀθωωμένος καί δικαιωμένος ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ὁ τελώνης καί κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος, διότι ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ ἀπό τόν Θεό καί θά κατακριθεῖ. Ἀντίθετα ὅποιος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ καί θά τιμηθεῖ ἀπό τόν Θεό.