Ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ ἕναν αἰώνα διάφορες ἀρχαιολογικὲς ἀποστολὲς ἔσκαψαν τὴν ἄμμο τῆς ἐρήμου, βρῆκαν χαλάσματα, ἔβγαλαν στὴν ἐπιφάνεια τὴ λαμπρὴ πύλη κι ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὰ πανύψηλα τείχη τῆς Βαβυλώνας, πῆραν στὴ χώρα τους κάποια ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ εὑρήματα καὶ ἔφυγαν. Ἡ τελευταία Γερμανικὴ ἀποστολὴ ὑπὸ τὸν Koldeway σταμάτησε τὸ 1912 τὸ ἔργο της. Ἡ ἔρημος ὅμως συνέχισε τὸ δικό της. Λίγα χρόνια ἀργότερα τὸ νεκρικὸ σάβανο τῆς ἄμμου εἶχε σκεπάσει καὶ πάλι τὰ πάντα.
Στὶς μέρες τῆς παντοδυναμίας του ὁ ὑπερφίαλος δικτάτορας Σαντὰμ Χουσεῒν προσπάθησε νὰ ξαναβγάλει τὸ πτῶμα τῆς Βαβυλώνας στὴν ἐπιφάνεια. Σκοπός του ἡ τουριστικὴ ἐκμετάλλευση, γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀναστήλωση ἔγινε χωρὶς πιστότητα καὶ μὲ προκλητικὴ κακογουστιά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Οὐνέσκο ἀρνήθηκε νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς «μνημεῖο παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς».
Ὅλες οἱ ἀνασκαφὲς προσπάθησαν νὰ ἀνακαλύψουν ἴχνη ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς «Κήπους τῆς Βαβυλώνας», ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Οὔτε τὰ μεγαλοπρεπὴ ἀνάκτορα τοῦ Ναβουχοδονόσορα οὔτε τὸν φοβερὸ ναὸ τοῦ θεοῦ Μαρντούκ, κτισμένο πυραμιδοειδῶς σὲ 7 ἐπίπεδα – τὸν γνωστὸ «πύργο τῆς Βαβέλ» – τὸ ψηλότερο κτήριο τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Ὅλα ἔχουν χαθεῖ…
Κι ὅμως τότε ἡ Βαβυλώνα ἦταν κοσμοκρατορία. Τὰ πανύψηλα τείχη της – 50 μέτρων – τὴν καθιστοῦσαν ἀπόρθητη. Τὸ σχῆμα της ἦταν τετράγωνο καὶ κάθε πλευρά της εἶχε μῆκος περίπου 23 χιλιόμετρα. Ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη πόλη ποὺ εἶχε κατασκευαστεῖ ποτὲ μὲ τείχη.
Ἡ δύναμή της τρομερή. Ἀπό ᾿δῶ τὰ στρατεύματά της ἀναχωροῦσαν καὶ λεηλατοῦσαν τοὺς λαούς. Ὁ Ναβουχοδονόσορας – πλανητάρχης τῆς ἐποχῆς – ἀκόντιζε πρὸς ἀνατολή, δύση, βορρᾶ καὶ νότο σκορπώντας τρόμο.
Ἐδῶ στὴν πλανηταρχιακὴ πόλη ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Μαζί του ἄρχισε νὰ σβήνει καὶ κείνη. Σταδιακὰ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε παντελῶς στὸν τάφο τῆς ἐρήμου. Δὲν κατοικήθηκε ποτὲ πιά.
Ἡ Βαβυλώνα! Ὁ Ναβουχοδονόσορας! Πλανητάρχης!
Χαμένοι… Θαμμένοι στὴν ἄμμο…
***
Ἄνθρωποι, ἀκοῦστε!
Ἀκοῦστε τὴν ἀλήθεια: Σκόνη οἱ πρόσκαιροι κάτοικοι τῆς γῆς. Σκόνη τὰ ἔργα τους. Σκόνη καὶ ἔρημος. Καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι. Καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι. Καὶ οἱ γνωστοὶ καὶ οἱ ἄγνωστοι. Καὶ οἱ ἐπιφανεῖς καὶ οἱ ἀφανεῖς. Σκόνη καὶ οἱ πλανητάρχες τῆς ἱστορίας. «Εἷς χοῦς πάντες» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἔπη ἠθικά, ΚΣΤ΄, PG 37, 853Α).
Σήμερα συνταράσσουν τὸν κόσμο, αὔριο δαγκώνουν τὸ χῶμα. Σήμερα ἀκοντίζουν πρὸς ἀνατολὴ καὶ δύση, πρὸς βορρᾶ καὶ νότο. Αὔριο ντύνονται τὸ σάβανο τοῦ θανάτου. Χάνονται καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ κατακτήσεις τους.
Κατὰ τὸν καιρὸ τῆς παντοδυναμίας τους, ἀποθρασύνονται. Ὑψώνουν τὸ ἀνάστημά τους. Ἀπειλοῦν, ἀδικοῦν, καταπατοῦν τοὺς ἀδύναμους, ἀπομυζοῦν τὸν κόπο τους, πίνουν τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν τους.
Κάποια στιγμὴ ὁ τροχὸς τῆς ἱστορίας γυρίζει ἀμείλικτος, τοὺς παίρνει ἀποκάτω, τοὺς ἐξαφανίζει. Χάνονται οἱ ἴδιοι, κάποτε καὶ οἱ αὐτοκρατορίες τους.
Τί μένει;
Μένεις Ἐσύ, Κύριε. Ὁ Αἰώνιος!
Ἐσύ, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων.
Ἐσύ! Ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας.
Κι ὅλοι αὐτοί, οἱ θρασεῖς καὶ ὑπερήφανοι, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, χωρὶς κἂν νὰ τὸ ὑποψιάζονται, ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιό Σου.
Οἱ ἀνόητοι λαοὶ τῆς γῆς ἔχουν στραμμένο τὸ βλέμμα τους ἐπάνω τους. Τοὺς ἀτενίζουν μὲ δέος. Πάντοτε. Σὲ κάθε ἐποχή. Σήμερα μάλιστα ἀποχαυνώνονται στὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων, πιπιλίζουν τὰ Δελτία τῶν Εἰδήσεων, ἀναζητοῦν τὰ σχόλια τῶν εἰδικῶν.
Δὲν καταλαβαίνουν κι αὐτοί.
Δὲν πιστεύουν, ἀκόμη κι ἂν λογιάζονται πιστοί. Τὸ μέλλον τους τὸ ἐξαρτοῦν ἀπὸ τὴ σκόνη, ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς ἐρήμου. Διαβάζουν τὰ λόγια Σου, μὰ δὲν τὰ βάζουν στὴν καρδιά τους. Ἀκοῦν τὴν προτροπή Σου: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ς΄ 33), μὰ δὲν τὴν δέχονται ὡς τρόπο ζωῆς.
Οἱ θρασεῖς πλανητάρχες.
Οἱ ἀνόητοι τῶν λαῶν.
Οἱ ὀλιγόπιστοι πιστοί.
Καὶ Ἐσύ, ὁ Ὤν. «Δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις… κραταιωθήτω ἡ χείρ σου, ὑψωθήτω ἡ δεξιά σου…
Μακάριος ὁ λαὸς ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν» (Ψαλ. πη΄ [88] 10-16).