ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (27/1)

Σήμερα 27/1 ἑορτάζουν:

  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
  • Αγία Μαρκιανή η Βασίλισσα
  • Όσιος Κλαυδιανός
  • Όσιος Πέτρος ο Αιγύπτιος
  • Άγιος Δημήτριος ο εν Κωνσταντινοπόλει
  • Όσιος Κλήμης ο Στυλίτης που ασκήτευσε στο όρος Σάγματα της Βοιωτίας
  • Άγιος Δημητριανός της Ταμασού, ο θαυματουργός
  • Όσιος Τίτος ο στρατιώτης
  • Άγιος Άσκιοτ ο Βασιλέας
  • Άγιος Πέτρος Ζβέρεφ ο Ιερομάρτυρας

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΟΙΝΟΠΩΛΗΣ

Τήν ἰ­δί­α μέ­ρα πού ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει τήν ἱ­ε­ρή μορ­φή τοῦ με­γά­λου Ἱ­ε­ράρ­χου, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, μέ τήν ἀνακο­μι­δή τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου του, ἑ­ορ­τά­ζου­με καί τήν μνή­μη τοῦ ἁ­πλοῦ πι­στοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου τοῦ οἰ­νο­πώ­λη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μαρ­τύ­ρη­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας ἄλ­λω­σε ἀ­να­δεί­χθη­καν Ἅ­γιοι ἀ­π’ ὅ­λες τίς τά­ξεις, σ’ ὅ­λες τίς ἐ­πο­χές καί σέ κά­θε τό­πο. Κι ὅ­λοι αὐ­τοί ἐμ­πνέ­ον­ταν ἀ­πό τήν ἴ­δια στα­θε­ρή πί­στη καί τήν ἴ­δια θερ­μή ἀγά­πη πρός τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό.

Γιά τόν ἅ­γιο νε­ο­μάρ­τυ­ρα Δη­μή­τριο δέν ἔ­χου­με πολ­λά στοι­χεῖ­α γιά τήν παι­δι­κή του καί τήν ἐ­φη­βι­κή του ἡ­λι­κί­α. Τόν βρί­σκου­με σέ ἡ­λι­κί­α 25 ἐ­τῶν νά ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ὑ­πάλ­λη­λος σ’ ἕνα οἰ­νο­πω­λεῖ­ο τοῦ Γα­λα­τᾶ τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Εἶ­χε ἕ­να κα­λό ἀ­φεν­τι­κό, τόν Χατ­ζη­πα­να­γι­ώ­τη, Χρι­στια­νό κι αὐ­τόν πι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τόν ὑ­πάλ­λη­λό του. Κα­μά­ρω­νε μά­λι­στα τόν Δη­μή­τριο, ὅ­πως τόν ἔ­βλε­πε μέ πολλά σω­μα­τι­κά καί ψυ­χι­κά χα­ρί­σμα­τα. Ἦ­ταν ἕ­να ψη­λό παλ­λη­κά­ρι ὁ Δη­μή­τριος, γε­ρός, δυ­να­τός, σφρι­γη­λός, πρό­θυ­μος καί ἱ­κα­νός γιά ἐρ­γα­σί­α, εὐ­γε­νής, πε­ρι­ποι­η­τι­κός, μέ κα­λω­σύ­νη πρός ὅ­λους, μέ­σα κι ἔ­ξω ἀ­πό τό οἰ­νο­πω­λεῖ­ο, τούς Χρι­στια­νούς καί τούς Τούρ­κους, χω­ρίς δι­ά­κρι­ση. Πραγ­μα­τι­κός Χρι­στια­νός, ἐ­φάρ­μο­ζε πι­στά πά­νω στήν πρα­ξη τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί τόν χαί­ρον­ταν καί ὅ­λοι τοῦ ἀν­τα­πέ­δι­δαν τήν ἀ­γά­πη καί τόν πε­ρι­ποι­οῦν­ταν μέ τό φιλοδώ­ρη­μά τους.

Οἱ Τοῦρ­κοι ὅ­μως; Αὐ­τοί λυ­ποῦν­ταν καί ζή­λευ­αν, δι­ό­τι ἕ­να τέ­τοι­ο παλ­λη­κά­ρι μέ προ­σόν­τα καί χα­ρί­σμα­τα ἦ­ταν Χρι­στια­νός καί ὄ­χι μου­σουλ­μά­νος. Γι’ αὐ­τό καί συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, βάλ­θη­καν νά τόν τουρ­κέ­ψουν. Προ­σπά­θη­σαν νά δη­μι­ουρ­γή­σουν ἀ­φορ­μή καί νά τόν ἐ­νο­χο­ποι­ή­σουν. Καί ἡ εὐ­και­ρί­α δό­θη­κε. Ἕ­να βρά­δυ στό οἰ­νο­πω­λεῖ­ο – τα­βέρ­να ὅ­που ἐργαζό­ταν, οἱ τοῦρ­κοι πε­λά­τες με­θυ­σμέ­νοι μά­λω­σαν με­τα­ξύ τους. Βρί­σθη­καν, κτυ­πή­θη­καν καί τραυ­μά­τι­σαν κά­ποι­ον ἀ­π’ αὐ­τούς. Οἱ δυ­ό τους, Χατ­ζη­πα­να­γι­ώ­της καί Δη­μή­τριος, ἔ­τρε­ξαν νά τούς συμ­φι­λι­ώ­σουν. Κι ἐ­πει­δή δέν τό κα­τώρ­θω­σαν, τούς ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πό τό κα­τά­στη­μα καί ἔ­κλει­σαν τό μα­γα­ζί. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα οἱ Τοῦρ­κοι πῆ­γαν μέ ἀ­πό­φα­ση νά ἐπιρ­ρί­ψουν τήν εὐ­θύ­νη στό χρι­στια­νό παλ­λη­κά­ρι. «Αὐ­τός τραυ­μά­τι­σε τόν Τοῦρ­κο». «Αὐ­τός, ὁ Χρι­στια­νός, φα­να­τι­κός, ἐκ­δι­κη­τι­κός, αἰ­μο­βό­ρος, φταί­ει γιά ὅ­λα». Συμ­φώ­νη­σαν ὅλοι καί τόν τρά­βη­ξαν στόν τοῦρ­κο δι­κα­στή. Ἀ­πήγ­γει­λαν τήν κα­τη­γο­ρί­α καί ἀ­παί­τη­σαν πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή τι­μω­ρί­α. Δέν μπο­ρεῖ ἕ­νας γκι­α­ού­ρης νά φέ­ρε­ται μέ τέ­τοι­ο τρό­πο σ’ ἕναν… ἀ­ξι­ο­πρε­πῆ τοῦρ­κο ἐ­φέν­τη.

Βε­βαί­ως ὁ δι­κα­στής ζή­τη­σε ἀ­πό τόν κα­τη­γο­ρού­με­νο ἐ­ξη­γή­σεις. Κι ὁ Δη­μή­τριος, τε­λεί­ως ἀ­θῶ­ος, δι­η­γή­θη­κε μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια καί πει­στι­κό­τη­τα τά ὅ­σα εἶ­χαν συμ­βεῖ τό προηγού­με­νο βρά­δυ. Πῶς ὅ­μως ὁ δι­κα­στής νά τόν ἀ­κού­σει, ἀ­φοῦ οἱ φω­νές τοῦ τουρ­κι­κοῦ ὄ­χλου, ποῦ εἶ­χε συγ­κεν­τρω­θεῖ, κά­λυ­πταν τή φω­νή τοῦ Χρι­στια­νοῦ; Κι ὁ δι­κα­στής, φα­να­τι­κός κι αὐ­τός μω­α­με­θα­νός, ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν φό­βο τοῦ ὄ­χλου, πρό­τει­νε τή λύ­ση: Γί­νε Τοῦρ­κος καί ὅ­λα θά σοῦ συγ­χω­ρη­θοῦν. Τώ­ρα ἐ­δῶ ὁ­μο­λό­γη­σε τήν πί­στη σου στόν Ἀλ­λάχ καί τόν προ­φή­τη του καί ὅ­λα τε­λει­ώ­νουν. Κι ἐ­νῶ ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν μέ ἀ­γω­νί­α, ἀ­κού­σθη­κε κρυ­στάλ­λι­νη ἡ φω­νή τοῦ πι­στοῦ νέ­ου: Ἐ­γώ οὔ­τε Τοῦρ­κο κτύ­πη­σα, οὔ­τε Τοῦρ­κος γί­νο­μαι. Θά πε­θά­νω ὅ­πως εἶ­μαι, Χρι­στια­νός. Ἀ­γα­πῶ τήν πί­στη μου καί θά πε­θά­νω γι’ αὐ­τήν. Τό­τε ἀ­κού­σθη­κε ἡ ἐ­ξορ­γι­σμέ­νη κραυ­γή καί ἀ­παί­τη­ση τοῦ ὄ­χλου: Νά πε­θά­νει! Κι ὁ δι­κα­στής δι­έ­τα­ξε τόν ἀ­πο­κε­φα­λι­σμό του. Νά φύ­γει τό κε­φά­λι τοῦ ἄ­μυα­λου Γραι­κοῦ.

Ἔ­ξαλ­λοι οἱ Τοῦρ­κοι γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τους, ὁ­δη­γοῦν τόν κα­τά­δι­κο στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ὅ­μως σέ λί­γο τόν γυ­ρί­ζουν πά­λι στόν δι­κα­στή. Τώ­ρα ἀρ­χί­ζει ἄλ­λη δι­α­δι­κα­σί­α. Τά γλυ­κό­λο­γα, οἱ πε­ρι­ποι­ή­σεις, οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις. Θά σέ κά­νου­με… θά γί­νεις… θά ἀ­νέ­βεις… θά χαί­ρε­σαι… Ἀρ­κεῖ νά γί­νεις Τοῦρ­κος. Κι ὅ­ταν πλέ­ον ὁ δι­κα­στής καί ὁ ὄ­χλος πεί­σθη­καν ὅ­τι ὁ 25χρονος Χρι­στια­νός δέν με­τα­πεί­θε­ται, τό­τε τόν τρά­βη­ξαν καί τόν ἔ­συ­ραν μέ­χρι τό οἰ­νο­πω­λεῖ­ο. Ἐ­κεῖ ἔ­γινε τό φρι­κτό πα­νη­γύ­ρι τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Φώ­να­ξαν, τρα­γού­δη­σαν, χό­ρε­ψαν γύ­ρω του οἱ Τοῦρ­κοι καί στό τέ­λος τόν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν: 27 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1784.

Ἕ­νας ἀ­κό­μη Νε­ο­μάρ­τυς προ­στέ­θη­κε στούς κα­τα­λό­γους τῶν Μαρ­τύ­ρων τοῦ Χρι­στοῦ. Προ­στέ­θη­κε στά ἅ­για σκη­νώ­μα­τα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, γιά νά ψάλ­λει ὕ­μνους στόν Σω­τή­ρα Χριστό καί νά δέ­ε­ται γιά τά χρι­στι­α­νι­κά νειά­τα κά­θε ἐ­πο­χῆς, νά τά κρα­τᾶ Ἐ­κεῖ­νος στα­θε­ρά στήν πί­στη καί τήν ἀ­γά­πη του. Ἡ­ρωϊ­κά, ἀ­γω­νι­στι­κά, νι­κη­φό­ρα.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη