ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (1/2)

Σήμερα 1/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Τρύφων ο Μάρτυρας
  • Όσιος Βασίλειος Α’ ο Ομολογητής Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
  • Άγιος Αναστάσιος ο Νεομάρτυρας εκ Ναυπλίου
  • Όσιος Πέτρος ο εν Γαλατία
  • Όσιος Βενδιμιανός
  • Όσιος Τιμόθεος ο Ομολογητής
  • Άγιος Θεΐων και Δύο παιδιά
  • Άγιος Καρίων ο Μάρτυρας
  • Άγιοι Περπέτουα, Σάτυρος, Ρευκάτος, Σατουρνίλος, Σεκούνδος και Φιλικητάτη οι Μάρτυρες
  • Αγία Bridgit (Ιρλανδή)
  • Όσιος Αντώνιος ο Ερημίτης
  • Άγιος Ηλίας ο Μεγαλομάρτυρας
  • Άγιοι Αδριανός, Πολύευκτος, Πλάτων και Γεώργιος οι Μάρτυρες εν Μεγάροις
  • Άγιος Πέτρος ο Ιερομάρτυρας
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού του Σωτήρος Χριστού εν Αρμουλαδή
  • Προεόρτια της Υπαπαντής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
  • Άγιοι Γεώργιος Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Δαβίδ ο Μοναχός

 

Ο ΑΠΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ

1.Agios-Trifon

Ὁ Φε­βρουά­ριος ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου μάρ­τυ­ρος Τρύ­φω­νος. Ὁ ἅ­γιος Τρύ­φων θε­ω­ρεῖ­ται προ­στά­της τῶν κη­που­ρῶν καί ἀμ­πε­λουρ­γῶν καί πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στίς ἅγιες εἰ­κό­νες συ­νή­θως μέ κλα­δευ­τή­ρι στό χέ­ρι. Εἶ­ναι ὁ καρ­τε­ρι­κός μάρ­τυς τῶν πα­θη­μά­των τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος μέ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α ζω­ῆς θαυ­μα­στῆς, ἐ­νά­ρε­της καί λαμ­πρῆς.

Κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν πό­λη Λάμ­ψα­κο τῆς Φρυ­γί­ας καί ἔ­ζη­σε στά χρό­νια πού αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης ἦ­ταν ὁ Γορ­δια­νός (238 – 244). Ἦ­ταν πτω­χός ὁ Τρύ­φων. Τό­σο πτω­χός, ὥστε, γιά νά προ­σπο­ρί­ζε­ται τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τή ζω­ή του, ἔ­βο­σκε χῆ­νες. Ὅ­μως ὁ φτω­χός κα­τά τή ζω­ή, πλού­σιος ὅ­μως κα­τά τήν ψυ­χή Ἅ­γιος, εἶ­χε ὡς κέν­τρο τῆς ζω­ῆς του τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Μέ­σα στά νο­ή­μα­τα τῆς θεί­ας Γρα­φῆς ἐν­τρυ­φοῦ­σε κα­θη­με­ρι­νά ὁ Τρύ­φων καί στίς ὧ­ρες κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­βο­σκε τίς  χῆ­νες στά χλο­ε­ρά λειβάδια, αὐ­τός ποί­μαι­νε τήν ψυ­χή του στόν λει­μώ­να τόν πνευ­μα­τι­κό, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζει τίς Ἅ­γι­ες Γρα­φές ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­­σό­στο­μος. Ὧ­ρες ὁ­λό­κλη­ρες περ­νοῦ­σε στήν ὕ­παι­θρο ἐμβαθύ­νον­τας στά νο­ή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί προ­σευ­χό­με­νος.

Ψυ­χή ἁ­πλή, ὅ­πως ἦ­ταν, καί κα­λο­δι­ά­θε­τος, εἵλ­κυ­σε τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α κα­τέ­λα­βε καί γέ­μι­σε ὅ­λο τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο καί τόν φώ­τι­σε. Κι ὅ­ταν ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός κό­σμος εἶ­ναι λαμ­πρός, εἶ­ναι πε­πλη­ρω­μέ­νος Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό­τε καί τό πρό­σω­πο φω­τί­ζε­ται καί ἡ ζω­ή. Ἡ ἀ­να­στρο­φή γί­νε­ται φω­τει­νή καί λάμ­πει καί φω­τί­ζει τό πε­ρι­βάλ­λον. Ἔ­τσι ἐξηγεῖ­ται πῶς τόν πτω­χό βο­σκό τῶν χη­νῶν τόν πλη­σί­α­ζαν πολ­λοί, γιά νά συ­ζη­τοῦν μα­ζί του, νά τόν ἀ­κού­σουν, νά τόν συμ­βου­λευ­θοῦν, νά δι­δα­χθοῦν. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ Τρύφων εἵλ­κυ­σε πολ­λούς στήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί με­τε­λαμ­πά­δευ­σε τό φῶς τῆς ἀ­λήθειας. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός ψάλ­λει. «Φῶς ἐ­γέ­νου δεύ­τε­ρον φω­τί τῷ πρώτῳ προσπε­λά­σας, αἴ­γλη τοῦ αὐ­τοῦ πυρ­σού­με­νος καί μορ­φού­με­νος καί ταῖς αὐ­τοῦ χο­ρη­γου­μέ­ναις ἐλ­λάμ­ψε­σι δι­α­λάμ­πων».

Ὁ Τρύ­φων ἔ­λα­βε καί ἄλ­λη εἰ­δι­κή χά­ρη ἀ­πό τόν Θε­ό. Τή χά­ρη τῆς θε­ρα­πεί­ας καί τῶν ἰ­ά­σε­ων. Μέ τή δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­πι­τε­λοῦ­σε θαύ­μα­τα καί θε­ρά­πευ­ε ἀ­σθέ­νει­ες τῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ φή­μη του ὡς θαυ­μα­τουρ­γοῦ ἀν­δρός δι­α­δό­θη­κε στά πέ­ρα­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μέ­χρι καί σ’ αὐ­τόν τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Γορ­δια­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν ἀ­να­ζή­τη­σε, δι­ό­τι ἡ κό­ρη τοῦ βρι­σκό­ταν κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πί­δρα­ση δαι­μο­νί­ων καί βα­σα­νι­ζό­ταν φο­βε­ρά. Κά­λε­σε τό­τε τόν Τρύ­φω­να στή Ρώ­μη καί αὐ­τός μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου ἔδω­σε τή θε­ρα­πεί­α στή νε­α­ρή βα­σι­λο­πού­λα, τήν ὁ­ποί­α δέν μπό­ρε­σαν νά θε­ρα­πεύ­σουν οἱ με­γα­λύ­τε­ροι ἰα­τροί τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἔκ­πλη­κτος ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας καί γεμάτος εὐγνωμοσύνη ζή­τη­σε νά κρα­τή­σει τόν Τρύ­φω­να κον­τά του στά βα­σι­λι­κά ἀ­νά­κτο­ρα, νά τόν ἀ­μεί­ψει μέ τι­μές, ἀ­ξι­ώ­μα­τα καί δῶ­ρα. Ἀλ­λά ἡ τα­πει­νή ψυ­χή τοῦ Τρύ­φω­να δέν ἀρεσκό­ταν σ’ αὐ­τά. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι αὐ­τά συ­νή­θως δε­λε­ά­ζουν καί ἐ­πη­ρε­ά­ζουν τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που μέ κίν­δυ­νο νά προ­τι­μή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ὑ­λι­κό πλοῦ­το, τίς  ἐ­πί­γει­ες τι­μές καί νά ἀ­δι­α­φο­ρή­σει καί νά χά­σει τόν μο­να­δι­κό πλοῦ­το, πού εἶ­ναι ὁ Χρι­στός καί ἡ δό­ξα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Εὐ­χα­ρι­στεῖ λοι­πόν τόν Γορ­δια­νό καί τοῦ ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι τό θαῦ­μα δέν εἶ­ναι δι­κό του, ἀλ­λά τοῦ Θε­οῦ, πρός τόν ὁ­ποῖ­ο θά πρέ­πει νά ἀ­πευ­θύ­νει τίς εὐ­χα­ρι­στί­ες καί τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του. Αὐ­τός, πτω­χός ὅ­πως ἦ­ταν, ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι στή Λάμ­ψα­κο στό γνω­στό πε­ρι­βάλ­λον του καί τήν ἀ­πο­στο­λή του.

Με­τά ἀ­πό χρό­νια, ὅ­ταν αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης ἦ­ταν ὁ δι­ώ­κτης τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ Δέ­κιος (249 – 251), ὁ Τρύ­φων μη­νύ­θη­κε ὡς Χρι­στια­νός ἀ­πό τόν Ἔ­παρ­χο Ἀ­κυ­λί­νιο καί ὁδηγήθη­κε δέ­σμιος στή Νί­και­α. Δέν μπο­ροῦ­σαν ἄλ­λω­στε νά τόν ἀ­νε­χθοῦν ἀ­κό­μη ὁ Σα­τα­νᾶς καί τά ὄρ­γα­νά του νά ἀ­πο­σπᾶ στή σω­τη­ρί­α ἀν­θρώ­πους. Γι’ αὐ­τό καί θέ­λη­σαν νά τόν ἐ­ξον­τώ­σουν.

Καί στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὁ πνευ­μα­τέμ­φο­ρος θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος ἀ­να­δεί­χθη­κε ἥ­ρω­ας, ὁ­μο­λο­γη­τής καί μάρ­τυ­ρας. Ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι γι’ αὐ­τόν θη­σαυ­ρός καί δό­ξα, πί­στη καί σω­τη­ρί­α εἶναι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Ὁ­μο­λο­γεῖ μέ πί­στη, μέ ζέ­ση, μέ ἐ­πι­μο­νή. Κα­τό­πιν ἀρ­χί­ζουν τά μαρ­τύ­ρια. Τόν δέρ­νουν μέ ἀ­γρι­ό­τη­τα. Τοῦ γε­μί­ζουν τό σῶ­μα μέ πλη­γές ἀ­πό τούς ρα­βδι­σμούς. Κι ἔ­πει­τα οἱ ἄ­ξε­στοι Ρω­μαῖ­οι στρα­τι­ῶ­τες, σάν νά ἔ­χουν μπρο­στά τους τόν ἀ­γρι­ό­τε­ρο ἐ­χθρό, τρυ­ποῦν τό σῶ­μα του μέ τά σπα­θιά τους. Τόν δέ­νουν στή συ­νέ­χεια πί­σω ἀ­πό ἄ­λο­γα καί μέ­σα στό δρι­μύ ψύ­χος τοῦ χει­μώ­να καλ­πά­ζον­τας τά ἄ­λο­γα σέρ­νουν τό σῶ­μα του σέ πε­τρώ­δη καί δύ­σβα­τα μέ­ρη. Δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά φαντασθεῖ κα­νείς σέ ποι­ά κα­τά­στα­ση κα­τάν­τη­σε τό σῶ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου.

Ἀλ­λά ἡ θη­ρι­ω­δί­α τῶν βα­σα­νι­στῶν δέν στα­μα­τᾶ μέ­χρι ἐ­δῶ. Προ­χω­ροῦν γιά νά δεί­ξουν τά κα­κοῦρ­γα αἰ­σθή­μα­τά τους, ἀλ­λά καί ὁ Ἅ­γιος νά τι­μη­θεῖ μέ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο στε­φά­νι. Τόν σέρ­νουν γυ­μνό πά­νω σέ σι­δε­ρέ­νια καρ­φιά κι ἔ­πει­τα καῖ­νε τά πλευ­ρά του μέ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες. Τε­λι­κά δί­νουν ἐν­το­λή νά τόν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν. Ἀλ­λά ὁ Ἅ­γιος με­τά τήν τό­ση κακου­χί­α δέν ἄν­τε­ξε. Προ­τοῦ προ­λά­βουν νά τοῦ πά­ρουν τό κε­φά­λι, αὐ­τός πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στά χε­ριά τοῦ Κυ­ρί­ου (250 μ. Χ.), γιά νά ἀ­πο­λαύ­σει ἀ­πό τό­τε ὁ Τρύ­φων τήν τρυ­φή τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. «Ὁ Δε­σπό­της τῶν ὅ­λων στέ­φει τόν μάρ­τυ­ρα καί τοῦ­τον ἐ­ναυ­λί­ζει σκη­ναῖς ἐ­που­ρα­νί­οις».

Ἀρ­γό­τε­ρα, γύ­ρω στό 565, δί­πλα στόν Ἀρ­τα­κη­νό κόλ­πο τῆς Προ­πον­τί­δος κτί­ζε­ται να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Τρύ­φω­νος καί γύ­ρω ἀ­π’ αὐ­τόν ὁ­μώ­νυ­μη Ἱ­ε­ρά Μο­νή. Σ’ αὐ­τήν πέ­ρα­σε τίς  τελευ­ταῖ­ες ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς του ὁ με­γά­λος πρό­μα­χος καί πρω­τα­γω­νι­στής τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ ὅ­σιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­­δί­της.

Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μορ­φή, ἡ ζω­ή καί τό μαρ­τύ­ριο τοῦ προ­στά­τη τῆς βλα­στή­σε­ως ἁ­γί­ου Τρύ­φω­νος, πρός τόν ὁ­ποῖ­ο κα­τα­φεύ­γουν οἱ πι­στοί ἀ­γρό­τες σέ πε­ρι­πτώ­σεις ζη­μιᾶς κή­πων καί ἀμ­πε­λώ­νων ἀ­πό ἑρ­πε­τά καί ἀ­κρί­δες. Ὑ­πάρ­χει μά­λι­στα στό ἱε­ρό Εὐ­χο­λό­γιο καί εἰ­δι­κή θαυ­μά­σια εὐ­χή γνω­στή μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Τρύ­φω­νος γιά τήν εὐ­λο­γί­α κή­πων, ἀμπελώνων καί χω­ρα­φι­ῶν. Καί ὡς προ­στά­της ὁ Ἅ­γιος θά δέ­χε­ται πάν­το­τε τίς δε­ή­σεις τῶν καλῶν ἀ­γρο­τῶν, γιά νά με­σι­τεύ­ει στόν Κύ­ριο γι’ αὐ­τούς καί τό κο­πι­ῶ­δες ἔρ­γο τους. Οἱ εὐ­σε­βεῖς ἀ­γρό­τες θά πρέ­πει νά φι­λο­τι­μοῦν­ται πάν­το­τε νά μιμοῦνται τόν προ­στά­τη τους, γιά νά ἔ­χουν κι αὐ­τοί ψυ­χές ἁ­γνές, τα­πει­νές καί ἐ­νά­ρε­τες, νά εἶ­ναι στα­θε­ροί στήν πίστη τους, εὐ­ερ­γε­τι­κοί στό πε­ρι­βάλ­λον τους, καί νά ἔ­χουν τήν εὐ­λο­γί­α καί τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ.

Ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριον τοῦ Μάρ­τυ­ρος.

Τρυ­φῆς κα­τεμ­φο­ρού­με­νος πα­ρα­δό­ξου καί θεί­ας,

Ἀγ­γέ­λοις ὁ­μο­δί­αι­τος ἐ­χρη­μά­τι­σας, Μά­καρ,

καί χή­νας νέ­μων ἐν νά­παις πρός Θε­οῦ ἀ­πεί­λη­φας τήν χά­ριν τῶν ἰ­α­μά­των,

Τρύ­φων Με­γα­λο­μάρ­τυς, θε­ρα­πεύ­ειν τῶν βρο­τῶν τάς  ἀ­σθε­νεί­ας καί νό­σους.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Μάρ­τυ­ρος. Ἦ­χος δ·.

Ὁ Μάρ­τυς σου, Κύ­ρι­ε, ἐν τῇ ἀ­θλή­σει αὐ­τοῦ τό στέ­φος ἐ­κο­μί­σα­το τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας

ἐκ σοῦ τοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν· ἔ­χων γάρ τήν ἰ­σχύν σου τούς τυ­ράν­νους κα­θεῖ­λεν·

ἔ­θραυ­σε καί δαι­μό­νων τά ἀ­νί­σχυ­ρα θρά­ση. Αὐ­τοῦ ταῖς ἱ­κε­σί­αις,

Χρι­στέ ὁ Θε­ός, σῶ­σον τάς  ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΝΑΥΠΛΙΕΥΣ

Πο­λι­οῦ­χος καί Ἔ­φο­ρος τοῦ Ναυ­πλί­ου ὀ­νο­μά­σθη­κε καί εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος νε­ο­μάρ­τυς Ἀ­να­στά­σιος. Γι’ αὐ­τό καί τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἱ­ε­ρᾶς μνή­μης του τε­λεῖ­ται πάν­δη­μη πα­νή­γυ­ρις καί, μέ ἐ­πί κε­φα­λῆς τόν οἰ­κεῖ­ο Ἱ­ε­ράρ­χη καί τόν ὑ­πό­λοι­πο κλῆ­ρο, τό χρι­στε­πώ­νυ­μο πλή­ρω­μα τῆς Ναυ­πλί­ας ἐγ­κω­μιά­ζει καί ὑ­μνεῖ τόν Ἅ­γιο Νε­ο­μάρ­τυ­ρα τοῦ Ναυ­πλί­ου.

Ὁ Ἀ­να­στά­σιος ἦ­ταν γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τοῦ Ναυ­πλί­ου καί ἔ­ζη­σε τόν 17ο αἰ­ώ­να, σέ χρό­νια πού τό Ἀ­νά­πλι ἦ­ταν μί­α ἀ­ξι­ό­λο­γη πό­λη ἕ­ξι χι­λιά­δων κα­τοί­κων, Ἑλ­λή­νων καί Τούρ­κων καί λί­γων Ἑ­βραί­ων, μέ ση­μαν­τι­κή ναυ­τι­κή καί ἐμ­πο­ρι­κή κί­νη­ση.

Ὁ Ἀ­να­στά­σιος ἦ­ταν πι­στός καί εὐ­λα­βής, συ­νειδητός Χρι­στια­νός. Στή νε­α­νι­κή του ὅ­μως ἡ­λι­κί­α εἶ­χε μί­α ση­μαν­τι­κή δο­κι­μα­σί­α. Ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν φι­λό­τι­μος καί εὐ­αί­σθη­τος, τόν τραυ­μά­τι­σε καί τα­λαι­πώ­ρη­σε πο­λύ κά­ποι­α οἰ­κο­γε­νεια­κή του πε­ρι­πέ­τεια. Καί ἀ­πό τόν συγ­κλο­νι­σμό του ἀρ­ρώ­στη­σε. Γρά­φει ὁ βι­ο­γρά­φος του ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­­­ρεί­της: «ἐ­βγῆ­κε ὁ νέ­ος ἀ­πό τόν νοῦν του καί πε­ρι­ε­πά­τει ἔν­θεν κα­κεῖθεν». Αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση ἐ­κμε­ταλ­λεύ­θη­καν οἱ Τοῦρ­κοι. Ὄ­χι βε­βαί­ως οἱ μό­νι­μοι κά­τοι­κοι τοῦ Ναυ­πλί­ου, μέ τούς ὁ­ποί­ους οἱ Χρι­στια­νοί ζοῦ­σαν μέ εἰ­ρή­νη καί ἀ­γά­πη. Ἀλ­λά οἱ Τοῦρ­κοι κυ­ρί­ως στρα­τι­ῶ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι, λό­γω τοῦ πο­λέ­μου τους μέ τούς Ἐ­νε­τούς τῆς Κρή­της, εἶ­χαν συγ­κεν­τρω­θεῖ πολ­λοί στό Ναύ­πλιο, τό ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς ὁρ­μη­τή­ριο. Αὐ­τοί λοι­πόν οἱ Τοῦρ­κοι, εἴ­τε γιά νά παί­ξουν, εἴ­τε ἀ­πό ἐ­χθρό­τη­τα πρός τήν πί­στη τῶν Χρι­στια­νῶν καί πεῖ­σμα, ἔ­πια­σαν τόν Ἀ­να­στά­σιο καί, χω­ρίς ἐ­κεῖ­νος νά τό ἀν­τι­λη­φθεῖ, τόν τούρ­κε­ψαν. Τόν ὑ­πέ­βα­λαν σέ πε­ρι­το­μή, τόν ἕν­τυ­σαν στή συ­νέ­χεια μέ τούρ­κι­κα ἐν­δύ­μα­τα καί τόν ἄ­φη­σαν νά πε­ρι­φέ­ρε­ται ἄ­σκο­πα στήν πό­λη.

Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος λυ­πή­θη­κε τόν ἀ­νύ­πο­πτο νέ­ο. Προ­στά­τευ­σε τό ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στο αὐ­τό θύ­μα τῶν κα­κό­βου­λων ἀλ­λο­θρή­σκων. Τοῦ ἔ­δω­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κῶς τή θε­ρα­πεί­α. Τόν ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε ὑ­γι­ῆ, ὅ­πως καί προ­η­γου­μέ­νως. Ἀλ­λά ὅ­ταν ὁ Ἀ­να­στά­σιος ἦλ­θε στόν ἑαυτό του, ὅ­ταν εἶ­δε τά ροῦ­χα πού φο­ροῦ­σε καί ἀν­τι­λή­φθη­κε τί εἶ­χε συμ­βεῖ, τα­ρά­χθη­κε, καί λυπήθηκε πάρα πολύ! Μέ ἀ­γα­νά­κτη­ση ἔ­βγα­λε ἀ­πό τό κε­φά­λι του τό τουρ­κι­κό σα­ρί­κι πού φο­ροῦ­σε καί μέ ἀ­πο­τρο­πια­σμό, ἐ­νώ­πιον ὅ­λων, τό πέ­τα­ξε στή γῆ. Καί χω­ρίς νά πτο­η­θεῖ, χω­ρίς νά δει­λιά­σει, ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του καί φώ­να­ξε αὐ­τό πού γέ­μι­ζε καί πυρ­πο­λοῦ­σε τή χρι­στι­α­νι­κή του ψυ­χή: Ἐ­γώ Χρι­στια­νός ἤ­μουν καί Χρι­στια­νός εἶ­μαι καί Χρι­στια­νός θέ­λω νά εἶ­μαι!

Ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ συ­νη­θι­σμέ­νος δρό­μος καί τρό­πος σ’ αὐ­τές τίς πε­ρι­στά­σεις. Τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν Κρι­τή κι ἐ­κεῖ­νος μέ δε­λε­ά­σμα­τα στήν ἀρ­χή, μέ ἀ­πει­λές στή συ­νέ­χεια προ­σπά­θη­σε νά τόν με­τα­βά­λει, νά τόν πεί­σει νά δε­χθεῖ τήν μου­σουλ­μα­νι­κή πλέ­ον ἰ­δι­ό­τη­τά του μέ χα­ρά καί καύ­χη­ση. Δέν εἶ­χε θε­ο­λο­γι­κές γνώ­σεις ὁ Ἀ­να­στά­σιος. Εἶ­χε ὅ­μως βα­θειά πί­στη καί ἀ­πτό­η­το θάρ­ρος, πού ἦ­ταν καί αὐ­τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς πί­στε­ως. Καυ­τη­ρί­α­σε λοι­πόν τήν τουρ­κι­κή πλά­νη καί ὁ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, ὡς μό­νο Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή. Γε­νι­κά ἀ­πο­στό­μω­σε τόν Κρι­τή μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καί μέ τρό­πο, πού ἔ­πει­θε ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χε καμ­μί­α πι­θα­νό­τη­τα με­τα­στρο­φῆς του. Τό­τε ὁ Κρι­τής ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά τόν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν.

Ὅ­μως ὁ μανιασμένος τουρ­κι­κός συρ­φε­τός δέν ἱ­κα­νο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τή δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­ξαλ­λος ὅρ­μη­σε πά­νω στόν Μάρ­τυ­ρα μέ κα­κοῦρ­γες δι­α­θέ­σεις. Καί ἄλ­λοι μέ πέ­τρες, ἄλ­λοι μέ ξύ­λα καί ἄλ­λοι μέ ξί­φη τόν κτυ­ποῦ­σαν, τόν τρυ­ποῦ­σαν, ἕ­ως ὅ­του ἔ­κο­ψαν σέ κομ­μά­τια ὅ­λο του τό σῶ­μα. Κι ὁ Ἀ­να­στά­σιος πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Κύ­ριό του. Ἀ­νά­πλι, 1 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1655.

Ψάλ­λει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός:

Τόν Χρι­στόν ὡμο­λό­γη­σας με­τά θάρ­ρους πα­νά­ρι­στε, Λυ­τρω­τήν τέ Κύ­ριον καί Θε­όν ἡ­μῶν καί διά τοῦ­το ὑ­πή­νεγ­κας κα­κώ­σεις τοῦ σώ­μα­τος, με­λη­δόν δέ τῆς σαρ­κός τήν κα­τά­τμη­σιν, ἔν­δο­ξε Ἀ­να­στά­σι­ε, τῶν μαρ­τύ­ρων τῶν πά­λαι μι­μη­τής τε καί στε­φά­νων οὐ­ρα­νί­ων, πα­ρά Χρι­στοῦ κο­μι­σά­με­νος.

Δι­καί­ως λοι­πόν τό Ναύ­πλιο θε­ω­ρεῖ καύ­χη­μά του, Πο­λι­οῦ­χο καί Ἐ­φο­ρό του τόν νε­ο­μάρ­τυ­ρα Ἀ­να­στά­σιο. Καί δι­καί­ως πα­νη­γυ­ρί­ζει τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη του. Συγ­χρό­νως τόν προ­βάλ­λει ὡς πα­ρά­δειγ­μα γιά μί­μη­ση, πρός τούς νέ­ους κυ­ρί­ως, ὅ­πως νέ­ος ἦ­ταν κι ἐ­κεῖ­νος. Καί κα­λεῖ τούς νέ­ους νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σουν τό με­γά­λο δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, τό ὅτι ἀ­ξι­ώ­θη­καν δη­λα­δή νά γεν­νη­θοῦν καί νά εἶ­ναι Χρι­στια­νοί. Νά τό θε­ω­ροῦν καύ­χη­μά τους ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νοί, καί μά­λι­στα Ὀρ­θό­δο­ξοι, νά ζοῦν ὡς Χρι­στια­νοί μέ πί­στη καί ἁ­γνό­τη­τα. Καί τή χρι­στι­α­νι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα μέ τί­πο­τα καί πο­τέ νά μή δε­χθοῦν νά τήν ἀλ­λά­ξουν, ἀλ­λά νά τήν κρα­τή­σουν ἰ­σο­βί­ως ὡς ἀ­τί­μη­το θη­σαυ­ρό.

Δο­ξα­στι­κόν του Ἑ­σπε­ρι­νοῦ

Δεῦ­τε φι­λε­όρ­τως ὁ σύλ­λο­γος, τόν στερ­ρόν ἐν μάρ­τυ­σιν Ἀ­να­στά­σιον, ἐν ὕ­μνοις καί ὠ­δαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, εὐ­φη­μή­σω­μεν· τού­του γάρ τό εὔτο­νον οὐ θω­πεῖαι ἀ­πα­τη­λοί, οὐ βασάνων αἱ ἀ­πει­λαί χαυ­νῶ­σαι ἴ­σχυ­σαν· τῇ τοῦ Χρι­στοῦ δέ ρω­σθείς δυ­νά­μει, πρός τό σκάμ­μα ἀν­δρεί­ως ἔ­σπευ­σε καί τή πά­λιν δι’ αἵ­μα­τος τήν τῶν Ἀ­γα­ρη­νῶν πλά­νην ἐστηλίτευσε καί κα­θεῖλε καί τήν Ὀρ­θό­δο­ξον πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ ὡς σώ­ζου­σαν ἀ­λή­θειαν, τρα­νῶς δι­α­κή­ρυ­ξε. Τού­του ταῖς πρε­σβεί­αις, Χρι­στέ ὁ Θε­ός, τῆς δει­νῆς τῆς ἀ­πι­στί­ας μερίδος ἡ­μᾶς ἐ­λευ­θέ­ρω­σον καί ἀ­ξί­ω­σον ἡ­μᾶς ἔρ­γῳ καί βί­ῳ Σέ ὁ­μο­λο­γεῖν καί τυ­χεῖν ἡ­μᾶς τῆς Οὐ­ρά­νιου Σου βα­σι­λεί­ας, Κύ­ρι­ε.

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη