Σήμερα 1/2 εορτάζουν:
- Άγιος Τρύφων ο Μάρτυρας
- Όσιος Βασίλειος Α’ ο Ομολογητής Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
- Άγιος Αναστάσιος ο Νεομάρτυρας εκ Ναυπλίου
- Όσιος Πέτρος ο εν Γαλατία
- Όσιος Βενδιμιανός
- Όσιος Τιμόθεος ο Ομολογητής
- Άγιος Θεΐων και Δύο παιδιά
- Άγιος Καρίων ο Μάρτυρας
- Άγιοι Περπέτουα, Σάτυρος, Ρευκάτος, Σατουρνίλος, Σεκούνδος και Φιλικητάτη οι Μάρτυρες
- Αγία Bridgit (Ιρλανδή)
- Όσιος Αντώνιος ο Ερημίτης
- Άγιος Ηλίας ο Μεγαλομάρτυρας
- Άγιοι Αδριανός, Πολύευκτος, Πλάτων και Γεώργιος οι Μάρτυρες εν Μεγάροις
- Άγιος Πέτρος ο Ιερομάρτυρας
- Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού του Σωτήρος Χριστού εν Αρμουλαδή
- Προεόρτια της Υπαπαντής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Άγιοι Γεώργιος Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Δαβίδ ο Μοναχός
Ο ΑΠΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ
Ὁ Φεβρουάριος ἀρχίζει μέ τήν ἱερή μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Τρύφωνος. Ὁ ἅγιος Τρύφων θεωρεῖται προστάτης τῶν κηπουρῶν καί ἀμπελουργῶν καί παρουσιάζεται στίς ἅγιες εἰκόνες συνήθως μέ κλαδευτήρι στό χέρι. Εἶναι ὁ καρτερικός μάρτυς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ὁ θαυματουργός Ἅγιος μέ ἀκτινοβολία ζωῆς θαυμαστῆς, ἐνάρετης καί λαμπρῆς.
Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Λάμψακο τῆς Φρυγίας καί ἔζησε στά χρόνια πού αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Γορδιανός (238 – 244). Ἦταν πτωχός ὁ Τρύφων. Τόσο πτωχός, ὥστε, γιά νά προσπορίζεται τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή του, ἔβοσκε χῆνες. Ὅμως ὁ φτωχός κατά τή ζωή, πλούσιος ὅμως κατά τήν ψυχή Ἅγιος, εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του τόν Κύριο Ἰησοῦ καί τό Εὐαγγέλιό του. Μέσα στά νοήματα τῆς θείας Γραφῆς ἐντρυφοῦσε καθημερινά ὁ Τρύφων καί στίς ὧρες κατά τίς ὁποῖες ἔβοσκε τίς χῆνες στά χλοερά λειβάδια, αὐτός ποίμαινε τήν ψυχή του στόν λειμώνα τόν πνευματικό, ὅπως ὀνομάζει τίς Ἅγιες Γραφές ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε στήν ὕπαιθρο ἐμβαθύνοντας στά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί προσευχόμενος.
Ψυχή ἁπλή, ὅπως ἦταν, καί καλοδιάθετος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατέλαβε καί γέμισε ὅλο τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τόν φώτισε. Κι ὅταν ὁ ἐσωτερικός κόσμος εἶναι λαμπρός, εἶναι πεπληρωμένος Ἁγίου Πνεύματος, τότε καί τό πρόσωπο φωτίζεται καί ἡ ζωή. Ἡ ἀναστροφή γίνεται φωτεινή καί λάμπει καί φωτίζει τό περιβάλλον. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς τόν πτωχό βοσκό τῶν χηνῶν τόν πλησίαζαν πολλοί, γιά νά συζητοῦν μαζί του, νά τόν ἀκούσουν, νά τόν συμβουλευθοῦν, νά διδαχθοῦν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Τρύφων εἵλκυσε πολλούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί μετελαμπάδευσε τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός ὑμνωδός ψάλλει. «Φῶς ἐγένου δεύτερον φωτί τῷ πρώτῳ προσπελάσας, αἴγλη τοῦ αὐτοῦ πυρσούμενος καί μορφούμενος καί ταῖς αὐτοῦ χορηγουμέναις ἐλλάμψεσι διαλάμπων».
Ὁ Τρύφων ἔλαβε καί ἄλλη εἰδική χάρη ἀπό τόν Θεό. Τή χάρη τῆς θεραπείας καί τῶν ἰάσεων. Μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου ἐπιτελοῦσε θαύματα καί θεράπευε ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φήμη του ὡς θαυματουργοῦ ἀνδρός διαδόθηκε στά πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας, μέχρι καί σ’ αὐτόν τόν αὐτοκράτορα Γορδιανό, ὁ ὁποῖος καί τόν ἀναζήτησε, διότι ἡ κόρη τοῦ βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση δαιμονίων καί βασανιζόταν φοβερά. Κάλεσε τότε τόν Τρύφωνα στή Ρώμη καί αὐτός μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἔδωσε τή θεραπεία στή νεαρή βασιλοπούλα, τήν ὁποία δέν μπόρεσαν νά θεραπεύσουν οἱ μεγαλύτεροι ἰατροί τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔκπληκτος ὁ αὐτοκράτορας καί γεμάτος εὐγνωμοσύνη ζήτησε νά κρατήσει τόν Τρύφωνα κοντά του στά βασιλικά ἀνάκτορα, νά τόν ἀμείψει μέ τιμές, ἀξιώματα καί δῶρα. Ἀλλά ἡ ταπεινή ψυχή τοῦ Τρύφωνα δέν ἀρεσκόταν σ’ αὐτά. Γνώριζε ὅτι αὐτά συνήθως δελεάζουν καί ἐπηρεάζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ κίνδυνο νά προτιμήσει ὁ ἄνθρωπος τόν ὑλικό πλοῦτο, τίς ἐπίγειες τιμές καί νά ἀδιαφορήσει καί νά χάσει τόν μοναδικό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Εὐχαριστεῖ λοιπόν τόν Γορδιανό καί τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι τό θαῦμα δέν εἶναι δικό του, ἀλλά τοῦ Θεοῦ, πρός τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ἀπευθύνει τίς εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη του. Αὐτός, πτωχός ὅπως ἦταν, ἐπέστρεψε πάλι στή Λάμψακο στό γνωστό περιβάλλον του καί τήν ἀποστολή του.
Μετά ἀπό χρόνια, ὅταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Δέκιος (249 – 251), ὁ Τρύφων μηνύθηκε ὡς Χριστιανός ἀπό τόν Ἔπαρχο Ἀκυλίνιο καί ὁδηγήθηκε δέσμιος στή Νίκαια. Δέν μποροῦσαν ἄλλωστε νά τόν ἀνεχθοῦν ἀκόμη ὁ Σατανᾶς καί τά ὄργανά του νά ἀποσπᾶ στή σωτηρία ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό καί θέλησαν νά τόν ἐξοντώσουν.
Καί στό σημεῖο αὐτό ὁ πνευματέμφορος θαυματουργός Ἅγιος ἀναδείχθηκε ἥρωας, ὁμολογητής καί μάρτυρας. Ὁμολογεῖ ὅτι γι’ αὐτόν θησαυρός καί δόξα, πίστη καί σωτηρία εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ ἀληθινός Θεός. Ὁμολογεῖ μέ πίστη, μέ ζέση, μέ ἐπιμονή. Κατόπιν ἀρχίζουν τά μαρτύρια. Τόν δέρνουν μέ ἀγριότητα. Τοῦ γεμίζουν τό σῶμα μέ πληγές ἀπό τούς ραβδισμούς. Κι ἔπειτα οἱ ἄξεστοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες, σάν νά ἔχουν μπροστά τους τόν ἀγριότερο ἐχθρό, τρυποῦν τό σῶμα του μέ τά σπαθιά τους. Τόν δένουν στή συνέχεια πίσω ἀπό ἄλογα καί μέσα στό δριμύ ψύχος τοῦ χειμώνα καλπάζοντας τά ἄλογα σέρνουν τό σῶμα του σέ πετρώδη καί δύσβατα μέρη. Δέν εἶναι δύσκολο νά φαντασθεῖ κανείς σέ ποιά κατάσταση κατάντησε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου.
Ἀλλά ἡ θηριωδία τῶν βασανιστῶν δέν σταματᾶ μέχρι ἐδῶ. Προχωροῦν γιά νά δείξουν τά κακοῦργα αἰσθήματά τους, ἀλλά καί ὁ Ἅγιος νά τιμηθεῖ μέ πολυτιμότερο στεφάνι. Τόν σέρνουν γυμνό πάνω σέ σιδερένια καρφιά κι ἔπειτα καῖνε τά πλευρά του μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικά δίνουν ἐντολή νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἀλλά ὁ Ἅγιος μετά τήν τόση κακουχία δέν ἄντεξε. Προτοῦ προλάβουν νά τοῦ πάρουν τό κεφάλι, αὐτός παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χεριά τοῦ Κυρίου (250 μ. Χ.), γιά νά ἀπολαύσει ἀπό τότε ὁ Τρύφων τήν τρυφή τοῦ οὐρανοῦ. «Ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων στέφει τόν μάρτυρα καί τοῦτον ἐναυλίζει σκηναῖς ἐπουρανίοις».
Ἀργότερα, γύρω στό 565, δίπλα στόν Ἀρτακηνό κόλπο τῆς Προποντίδος κτίζεται ναός τοῦ ἁγίου Τρύφωνος καί γύρω ἀπ’ αὐτόν ὁμώνυμη Ἱερά Μονή. Σ’ αὐτήν πέρασε τίς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του ὁ μεγάλος πρόμαχος καί πρωταγωνιστής τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Αὐτή εἶναι ἡ μορφή, ἡ ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ προστάτη τῆς βλαστήσεως ἁγίου Τρύφωνος, πρός τόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ πιστοί ἀγρότες σέ περιπτώσεις ζημιᾶς κήπων καί ἀμπελώνων ἀπό ἑρπετά καί ἀκρίδες. Ὑπάρχει μάλιστα στό ἱερό Εὐχολόγιο καί εἰδική θαυμάσια εὐχή γνωστή μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Τρύφωνος γιά τήν εὐλογία κήπων, ἀμπελώνων καί χωραφιῶν. Καί ὡς προστάτης ὁ Ἅγιος θά δέχεται πάντοτε τίς δεήσεις τῶν καλῶν ἀγροτῶν, γιά νά μεσιτεύει στόν Κύριο γι’ αὐτούς καί τό κοπιῶδες ἔργο τους. Οἱ εὐσεβεῖς ἀγρότες θά πρέπει νά φιλοτιμοῦνται πάντοτε νά μιμοῦνται τόν προστάτη τους, γιά νά ἔχουν κι αὐτοί ψυχές ἁγνές, ταπεινές καί ἐνάρετες, νά εἶναι σταθεροί στήν πίστη τους, εὐεργετικοί στό περιβάλλον τους, καί νά ἔχουν τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἐξαποστειλάριον τοῦ Μάρτυρος.
Τρυφῆς κατεμφορούμενος παραδόξου καί θείας,
Ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ἐχρημάτισας, Μάκαρ,
καί χήνας νέμων ἐν νάπαις πρός Θεοῦ ἀπείληφας τήν χάριν τῶν ἰαμάτων,
Τρύφων Μεγαλομάρτυς, θεραπεύειν τῶν βροτῶν τάς ἀσθενείας καί νόσους.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Μάρτυρος. Ἦχος δ·.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ τό στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας
ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γάρ τήν ἰσχύν σου τούς τυράννους καθεῖλεν·
ἔθραυσε καί δαιμόνων τά ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις,
Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΝΑΥΠΛΙΕΥΣ
Πολιοῦχος καί Ἔφορος τοῦ Ναυπλίου ὀνομάσθηκε καί εἶναι ὁ ἅγιος νεομάρτυς Ἀναστάσιος. Γι’ αὐτό καί τήν ἡμέρα τῆς ἱερᾶς μνήμης του τελεῖται πάνδημη πανήγυρις καί, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν οἰκεῖο Ἱεράρχη καί τόν ὑπόλοιπο κλῆρο, τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ναυπλίας ἐγκωμιάζει καί ὑμνεῖ τόν Ἅγιο Νεομάρτυρα τοῦ Ναυπλίου.
Ὁ Ἀναστάσιος ἦταν γέννημα καί θρέμμα τοῦ Ναυπλίου καί ἔζησε τόν 17ο αἰώνα, σέ χρόνια πού τό Ἀνάπλι ἦταν μία ἀξιόλογη πόλη ἕξι χιλιάδων κατοίκων, Ἑλλήνων καί Τούρκων καί λίγων Ἑβραίων, μέ σημαντική ναυτική καί ἐμπορική κίνηση.
Ὁ Ἀναστάσιος ἦταν πιστός καί εὐλαβής, συνειδητός Χριστιανός. Στή νεανική του ὅμως ἡλικία εἶχε μία σημαντική δοκιμασία. Ἔτσι ὅπως ἦταν φιλότιμος καί εὐαίσθητος, τόν τραυμάτισε καί ταλαιπώρησε πολύ κάποια οἰκογενειακή του περιπέτεια. Καί ἀπό τόν συγκλονισμό του ἀρρώστησε. Γράφει ὁ βιογράφος του ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «ἐβγῆκε ὁ νέος ἀπό τόν νοῦν του καί περιεπάτει ἔνθεν κακεῖθεν». Αὐτήν τήν κατάσταση ἐκμεταλλεύθηκαν οἱ Τοῦρκοι. Ὄχι βεβαίως οἱ μόνιμοι κάτοικοι τοῦ Ναυπλίου, μέ τούς ὁποίους οἱ Χριστιανοί ζοῦσαν μέ εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἀλλά οἱ Τοῦρκοι κυρίως στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι, λόγω τοῦ πολέμου τους μέ τούς Ἐνετούς τῆς Κρήτης, εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί στό Ναύπλιο, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν ὡς ὁρμητήριο. Αὐτοί λοιπόν οἱ Τοῦρκοι, εἴτε γιά νά παίξουν, εἴτε ἀπό ἐχθρότητα πρός τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν καί πεῖσμα, ἔπιασαν τόν Ἀναστάσιο καί, χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀντιληφθεῖ, τόν τούρκεψαν. Τόν ὑπέβαλαν σέ περιτομή, τόν ἕντυσαν στή συνέχεια μέ τούρκικα ἐνδύματα καί τόν ἄφησαν νά περιφέρεται ἄσκοπα στήν πόλη.
Ὅμως ὁ Κύριος λυπήθηκε τόν ἀνύποπτο νέο. Προστάτευσε τό ἀνυπεράσπιστο αὐτό θύμα τῶν κακόβουλων ἀλλοθρήσκων. Τοῦ ἔδωσε θαυματουργικῶς τή θεραπεία. Τόν ἀποκατέστησε ὑγιῆ, ὅπως καί προηγουμένως. Ἀλλά ὅταν ὁ Ἀναστάσιος ἦλθε στόν ἑαυτό του, ὅταν εἶδε τά ροῦχα πού φοροῦσε καί ἀντιλήφθηκε τί εἶχε συμβεῖ, ταράχθηκε, καί λυπήθηκε πάρα πολύ! Μέ ἀγανάκτηση ἔβγαλε ἀπό τό κεφάλι του τό τουρκικό σαρίκι πού φοροῦσε καί μέ ἀποτροπιασμό, ἐνώπιον ὅλων, τό πέταξε στή γῆ. Καί χωρίς νά πτοηθεῖ, χωρίς νά δειλιάσει, ἄνοιξε τό στόμα του καί φώναξε αὐτό πού γέμιζε καί πυρπολοῦσε τή χριστιανική του ψυχή: Ἐγώ Χριστιανός ἤμουν καί Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός θέλω νά εἶμαι!
Ἀκολούθησε ὁ συνηθισμένος δρόμος καί τρόπος σ’ αὐτές τίς περιστάσεις. Τόν ὁδήγησαν στόν Κριτή κι ἐκεῖνος μέ δελεάσματα στήν ἀρχή, μέ ἀπειλές στή συνέχεια προσπάθησε νά τόν μεταβάλει, νά τόν πείσει νά δεχθεῖ τήν μουσουλμανική πλέον ἰδιότητά του μέ χαρά καί καύχηση. Δέν εἶχε θεολογικές γνώσεις ὁ Ἀναστάσιος. Εἶχε ὅμως βαθειά πίστη καί ἀπτόητο θάρρος, πού ἦταν καί αὐτό ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως. Καυτηρίασε λοιπόν τήν τουρκική πλάνη καί ὁμολόγησε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό, ὡς μόνο Σωτήρα καί Λυτρωτή. Γενικά ἀποστόμωσε τόν Κριτή μέ ἐπιχειρήματα καί μέ τρόπο, πού ἔπειθε ὅτι δέν ὑπῆρχε καμμία πιθανότητα μεταστροφῆς του. Τότε ὁ Κριτής ἔδωσε ἐντολή νά τόν ἀποκεφαλίσουν.
Ὅμως ὁ μανιασμένος τουρκικός συρφετός δέν ἱκανοποιήθηκε ἀπό τή δικαστική ἀπόφαση. Γι’ αὐτό καί ἔξαλλος ὅρμησε πάνω στόν Μάρτυρα μέ κακοῦργες διαθέσεις. Καί ἄλλοι μέ πέτρες, ἄλλοι μέ ξύλα καί ἄλλοι μέ ξίφη τόν κτυποῦσαν, τόν τρυποῦσαν, ἕως ὅτου ἔκοψαν σέ κομμάτια ὅλο του τό σῶμα. Κι ὁ Ἀναστάσιος παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριό του. Ἀνάπλι, 1 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1655.
Ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνωδός:
Τόν Χριστόν ὡμολόγησας μετά θάρρους πανάριστε, Λυτρωτήν τέ Κύριον καί Θεόν ἡμῶν καί διά τοῦτο ὑπήνεγκας κακώσεις τοῦ σώματος, μεληδόν δέ τῆς σαρκός τήν κατάτμησιν, ἔνδοξε Ἀναστάσιε, τῶν μαρτύρων τῶν πάλαι μιμητής τε καί στεφάνων οὐρανίων, παρά Χριστοῦ κομισάμενος.
Δικαίως λοιπόν τό Ναύπλιο θεωρεῖ καύχημά του, Πολιοῦχο καί Ἐφορό του τόν νεομάρτυρα Ἀναστάσιο. Καί δικαίως πανηγυρίζει τήν ἱερή μνήμη του. Συγχρόνως τόν προβάλλει ὡς παράδειγμα γιά μίμηση, πρός τούς νέους κυρίως, ὅπως νέος ἦταν κι ἐκεῖνος. Καί καλεῖ τούς νέους νά ἀξιολογήσουν τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι ἀξιώθηκαν δηλαδή νά γεννηθοῦν καί νά εἶναι Χριστιανοί. Νά τό θεωροῦν καύχημά τους ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καί μάλιστα Ὀρθόδοξοι, νά ζοῦν ὡς Χριστιανοί μέ πίστη καί ἁγνότητα. Καί τή χριστιανική τους ἰδιότητα μέ τίποτα καί ποτέ νά μή δεχθοῦν νά τήν ἀλλάξουν, ἀλλά νά τήν κρατήσουν ἰσοβίως ὡς ἀτίμητο θησαυρό.
Δοξαστικόν του Ἑσπερινοῦ
Δεῦτε φιλεόρτως ὁ σύλλογος, τόν στερρόν ἐν μάρτυσιν Ἀναστάσιον, ἐν ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς, εὐφημήσωμεν· τούτου γάρ τό εὔτονον οὐ θωπεῖαι ἀπατηλοί, οὐ βασάνων αἱ ἀπειλαί χαυνῶσαι ἴσχυσαν· τῇ τοῦ Χριστοῦ δέ ρωσθείς δυνάμει, πρός τό σκάμμα ἀνδρείως ἔσπευσε καί τή πάλιν δι’ αἵματος τήν τῶν Ἀγαρηνῶν πλάνην ἐστηλίτευσε καί καθεῖλε καί τήν Ὀρθόδοξον πίστη τοῦ Χριστοῦ ὡς σώζουσαν ἀλήθειαν, τρανῶς διακήρυξε. Τούτου ταῖς πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, τῆς δεινῆς τῆς ἀπιστίας μερίδος ἡμᾶς ἐλευθέρωσον καί ἀξίωσον ἡμᾶς ἔργῳ καί βίῳ Σέ ὁμολογεῖν καί τυχεῖν ἡμᾶς τῆς Οὐράνιου Σου βασιλείας, Κύριε.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη