Σήμερα 3/2 εορτάζουν:
- Δίκαιος Συμεών ο Θεοδόχος και Άννα η Προφήτιδα
- Άγιοι Σταμάτιος και Ιωάννης οι αυτάδελφοι και ο συνοδίτης αυτών Νικόλαος οι Νεομάρτυρες εκ Σπετσών
- Άγιοι Αδριανός και Εύβουλος
- Άγιος Βλάσιος ο Βουκόλος
- Προφήτης Αζαρίας
- Άγιοι Παύλος και Σίμων οι Μάρτυρες
- Όσιος Κλαύδιος
- Άγιος Κελερίνος ο Μάρτυρας
- Άγιος Λαυρέντιος Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
- Όσιος Ανσέριος Απόστολος της Δανίας και της Σκανδιναβίας
- Άγιος Ρωμανός ο Πρίγκιπας
- Άγιος Ιάκωβος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας
- Άγιος Συμεών εκ Ρωσίας
- Όσιος Σάββας ο Πνευματικός
- Όσιος Παύλος εκ Ρωσίας
- Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν Επίσκοπος Ιαπωνίας ο Ισαπόστολος
- Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Μαριουπόλεως
- Αγία Βερβούργα
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος εἶναι τά δοξασμένα παιδιά της. Καί τά κυρίως δοξασμένα παιδιά της εἶναι ὅσοι ἔζησαν μέ τά ὅσια καί ἱερά ἰδανικά της καί «ἐτελειώθησαν ἐν αἵματι». Καί οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τῶν Σπετσῶν, Ἰωάννης, Σταμάτιος καί Νικόλαος, ἀνήκουν σ’ αὐτά τά δοξασμένα παιδιά, πού δοξάσθηκαν καί δόξασαν πράγματι τήν Πατρίδα μας.
Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σταμάτιος ἦταν ἀδέλφια καί εἶχαν πιστούς γονεῖς, τόν Θεόδωρο καί τήν Ἀνέζω, πού τούς ἀνέθρεψαν μέ τά ἁγνά ἰδανικά της Ἑλλάδος μας. Ὁ Ἰωάννης μεγαλύτερος στήν ἡλικία, γεννήθηκε τό 1800, καί ὁ Σταμάτιος νεότερος, τό 1804. Καί οἱ δυό νέοι δραστήριοι, σεμνοί, ὁμόψυχοι ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἀνέχεια τούς ἀνάγκασε, μέ ἄλλους συντρόφους μαζί, νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τίς Σπέτσες καί νά ἐπιχειρήσουν ταξίδι, γιά νά ἐμπορευθοῦν λάδι. Ναύλωσαν λοιπόν τό καράβι τοῦ συμπατριώτη τους Νικολάου, πού ἦταν μεγαλύτερος στήν ἡλικία, ἔμπειρος, ἐμπνευσμένος κι αὐτός ἀπό τά ἴδια ἰδανικά, καί κατευθύνθηκαν πρός τή Χίο. Προτοῦ ὅμως φθάσουν στόν τόπο τοῦ προορισμοῦ τους, κοντά στή Χίο, ἡ μεγάλη θαλασσοταραχή προκάλεσε βλάβη στό καράβι καί τούς ἀνάγκασε νά ἀποβιβασθοῦν ἀπέναντι, στόν Τσεσμέ.
Ἐδῶ στόν Τσεσμέ, ἄγνωστοι ἐν μέσῳ ἀγνώστων, βρῆκαν κάποιον πού νόμισαν ὅτι εἶναι ἔμπιστος Χριστιανός, καί τοῦ ἔδωσαν χρήματα, μέ τήν παράκληση νά βρεῖ τεχνίτη νά διορθώσει τό πλοῖο. Ἐκεῖνος ὅμως, πονηρός, σάν Ἰούδας, κατευθύνθηκε στόν Ἀγά τοῦ τόπου καί τούς πρόδωσε. Καί ὁ Ἀγάς ἔδωσε διαταγή νά συλλάβουν ἀμέσως ὅλους καί δεμένους νά τούς ὁδηγήσουν στόν Πασά τῆς Χίου. Καί οἱ μέν τέσσερες τοῦ καραβιοῦ, διέφυγαν καί σώθηκαν. Τούς τρεῖς ὅμως, τόν Ἰωάννη, τόν Σταμάτιο καί τόν Νικόλαο, τούς συνέλαβαν καί δεμένους τούς ὁδήγησαν στόν Πασά. Ἦταν 26 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1822. Στά χέρια τοῦ Πασᾶ πλέον καί στή διάθεσή του οἱ τρεῖς Σπετσιῶτες Χριστιανοί.
Κι αὐτός, ἀγέρωχος καί σκληρός, δίνει διαταγή νά φυλακίσουν τούς δυό μικρότερους ἀδελφούς, ἐνῶ τόν μεγαλύτερο νά τόν ἀναγκάσουν νά ἀρνηθεῖ ἀμέσως τήν πίστη του. Τόν κρατοῦν ἔξω ἀπό τή φυλακή καί ἐπί ὧρες πολλές ἐπιμένουν, βρίζουν, ἀπειλοῦν, κάνουν τό πᾶν, γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά ὑποκύψει. Κι αὐτός, στητός, ἀμετακίνητος, ἐπαναλαμβάνει ὅλο καί μέ πιό δυνατή φωνή: Ὄχι! τήν πίστη μου δέν τήν προδίδω. Εἶμαι Ἕλληνας, Χριστιανός Ὀρθόδοξος καί τέτοιος θά πεθάνω! Τότε, χωρίς ἄλλη διαδικασία, μόνο μέ τή διαταγή τοῦ Πασᾶ καί μέ μία κίνηση τοῦ σπαθιοῦ τοῦ δημίου τόν ἀποκεφαλίζουν. Ἡ τιμία κεφαλή του πέφτει στή γῆ καί μέ τό αἷμα της πορφυρώνει τό χῶμα τοῦ προνομιούχου νησιοῦ.
Καί οἱ ἄλλοι δυό; Οἱ δυό ἀδελφοί στήν ὑγρή καί ἀκάθαρτη φυλακή, πού μοιάζει μέ κόλαση. Ὅμως αὐτήν τήν κόλαση ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σταμάτιος τήν μετέβαλαν σέ Παράδεισο, ὅπου ὡς Ἄγγελοι, μέ ψαλμούς καί ὕμνους, μέ τό στόμα καί τήν καρδιά τούς ὑμνοῦσαν τόν Ἅγιο Θεό. Καί συγχρόνως τόν παρακαλοῦσαν: «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξα σοί, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου». Πρέπει μάλιστα νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Πασᾶς, ἔτσι ὅπως εἶδε τούς δυό Χριστιανούς νέους ροδαλούς, ἐνθουσιώδεις καί ἀποφασιστικούς, σκέφθηκε νά τούς κερδίσει. Νά τούς δελεάσει καί νά τούς κάνει νά τουρκέψουν. Ἔστειλε λοιπόν στή φυλακή δυό ἔμπιστους ἀνθρώπους του, ἱκανούς Τούρκους, νά συζητήσουν μέ τούς Χριστιανούς καί νά φέρουν τό ποθητό ἀποτέλεσμα. Κι ἐκεῖνοι, ὁ καθένας ξεχωριστά, ἐπί ἑπτά μέρες συνεχῶς μέ τρόπους εὐγενικούς, μέ λόγια γλυκά, μέ ὑποσχέσεις ἑλκυστικές, προσπάθησαν νά πετύχουν τόν σκοπό τους. Ὅμως συνάντησαν σταθερή καί ἀμετακίνητη τήν ἄρνησή τους, μέχρι τέλους. Ἀπογοητευμένοι οἱ ἔμπειροι Τοῦρκοι, ἀνήγγειλαν στόν Πασά τήν ἀδυναμία τους, τό πεῖσμα τῶν Χριστιανῶν, ὅπως τό χαρακτήρισαν, καί ζήτησαν νά τούς ἐπιτρέψει νά χρησιμοποιήσουν βασανιστήρια. Τότε ὁ Πάσας εἶπε τόν λόγο του: Τό πεῖσμα τους θά τό πληρώσουν μέ τή ζωή τους.
Οἱ δυό ἀδελφοί προαισθάνθηκαν πλέον τί τούς περίμενε. Ἦταν βέβαιοι, ὅτι βαδίζουν πρός τό μαρτύριο. Δέν χάνουν τό θάρρος τους. Ἀντίθετα ἡ σκέψη τοῦ μαρτυρίου τούς δίνει χαρά. Αὔριο, εἶπαν, θά εἶναι ἡ ὁλοστερνή ἡμέρα τῆς ζωῆς μας. Βαδίζουμε πρός τόν Οὐρανό! Πρέπει λοιπόν νά ἑτοιμασθοῦν. Μέ συναίσθηση γράφουν τήν ἐξομολόγησή τους καί γραπτή τή στέλνουν στόν Μητροπολίτη τῆς Χίου καί παρακαλοῦν νά τούς στείλει ἀμέσως τή θεία Κοινωνία, ὥστε ἕτοιμοι νά συναντήσουν τόν Κύριο. Μέ ὕμνους καί προσευχές περιμένουν τό θεῖο Δῶρο. Καί σέ λίγο, μέσα στό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς, παρουσίᾳ τῶν Ἀγγέλων, ἀκούεται ἡ εὐλογημένη φωνή: «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μεταδίδοταί σοι, εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον».
Κοινώνησαν, ἔψαλαν τό «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν»! Καί περίμεναν…
Πράγματι, μία ὥρα μετά τή θεία Κοινωνία τούς βγάζουν ἀπό τή φυλακή καί κάτω ἀπό τό Σεράι (ἀνάκτορο) τοῦ Πασᾶ ὁ κεχαγιάς (οἰκονόμος) κάνει τήν τελευταία προσπάθεια νά τούς μεταπείσει. Μάταια ὅμως. Αὐτοί μ’ ἕνα στόμα διακηρύττουν: Κι ἄν ἀκόμη μᾶς κόψετε κομματάκια – κομματάκια, ἐμεῖς δέν ἀρνούμαστε τόν Χριστό!
Αὐτά καί ἀλλά παρόμοια εἶπαν οἱ ἀδελφοί καί τά ἄκουγαν ὅλοι, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι. Ὁμολογία, πού ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς θεσπέσιος δοξολογικός ὕμνος…
Οἱ αἱμοβόροι δήμιοι βγάζουν τότε ἀπό τίς θῆκες τά σπαθιά τους καί τά κινοῦν στόν ἀέρα γιά νά φοβίσουν. Καί πράγματι, μπροστά στό θέαμα αὐτό ὁ Ἰωάννης κάποια στιγμή δειλιάζει. Χλωμιάζει τό πρόσωπό του καί τά γόνατά του λυγίζουν. Στήν κρίσιμη στιγμή ὁ ἀδελφός του ἐπεμβαίνει. Τοῦ ὑπενθυμίζει τίς ἀποφάσεις, τίς προσευχές καί ὑποσχέσεις, τούς παλιούς καί νέους Μάρτυρες, τά μεγαλεῖα του οὐρανοῦ. Ἡ ἀδελφική ἐπέμβαση δίνει θάρρος στόν Ἰωάννη. Χριστιανός εἶμαι, φωνάζει, Χριστιανός θά πεθάνω! Καί προχωρεῖ σταθερά. Κι ἐνῶ ὁδηγοῦν τούς ἀδελφούς στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, πλῆθος κόσμου γύρω προσπαθοῦν νά τούς δελεάσουν. Ἐκεῖνοι ἀπτόητοι. Οἱ δήμιοι ἑτοιμάζονται. Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σταμάτιος ἐπικαλοῦνται τόν Κύριο: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» καί δέχονται τό σπαθί στόν ἅγιο τράχηλό τους. Παρέδωσαν τό πνεῦμα τους στόν Κύριο, τόν ὁποῖο προηγουμένως ὁμολόγησαν ὡς Θεό, ἔμειναν σταθεροί σ’ αὐτόν καί τόν δόξασαν. 3 Φεβρουαρίου 1822. Ὁ Ἰωάννης ἐτῶν 22 καί ὁ Σταμάτιος 18 ἀνέβηκαν νικητές στόν οὐρανό τοῦ Θεοῦ.
Ζωήν τοῦ Θεοῦ ἠγάπησαν οἱ Μάρτυρες, θυόμενοι δέ ἐν πίστει ἀνεκραύγαζον τοῦ Χριστοῦ ἐσμέν καί ὑπέρ αὐτοῦ τό πάθος δεχόμεθα, ἵνα ἐν δόξῃ ἴδωμεν αὐτόν καί λάβωμεν στέφος ἀμάραντον.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη