ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (5/2)

Σήμερα 5/2 εορτάζουν:

  • Αγία Αγάθη
  • Όσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας
  • Όσιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
  • Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος
  • Όσιος Σάββας ἐκ Σικελίας
  • Όσιος Θεοδόσιος εκ Ρωσίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της αναζητήσεως των απολωλότων, εν Ρωσία
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σικελιωτίσσης εν Ντιβνογκόρσκ της Ρωσίας
  • Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης εν Τσέρνιγκωφ της Ρωσίας

 

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΘΗ

5.-Agia-Agathi

Ἡ «ἄ­νω­θεν σο­φί­α»

Λαμ­πρή καί φω­το­βό­λος μορ­φή τῶν πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων εἶναι ἡ μάρ­τυς Ἀ­γά­θη, ἡ ὁ­ποί­α ἴ­σως δέν εἶναι ἀρ­κε­τά γνω­στή στούς πολ­λούς. Πα­τρί­δα τῆς Ἀ­γά­θης ἦ­ταν τό Πάνορ­μο τῆς Σι­κε­λί­ας. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε καί ἔ­ζη­σε στά μέ­σα τοῦ τρί­του αἰ­ώ­να μ.Χ., ὅ­ταν αὔ­το­κρα­το­ρας ἦταν ὁ Δέ­κιος (201-251 μ.Χ.). Ὁ Θε­ός χά­ρι­σε στήν Ἁ­γί­α ἄ­φθο­να ἀ­γα­θά. Κα­τα­γω­γή εὐ­γε­νή, πλοῦτο πο­λύ, σω­μα­τι­κά προ­σόν­τα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά, ὥ­στε νά τή θαυ­μά­ζουν ὄ­λοι. Συγ­χρό­νως ὅ­μως τῆς χά­ρι­σε καί πνευ­μα­τι­κά ἀ­γα­θά: χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ἀ­ρε­τές καί κυ­ρί­ως ἀ­γά­πη καί σε­μνό­τη­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τό ὡ­ραιό­τε­ρο κό­σμη­μά της καί τήν ἔ­κα­ναν πα­ρά τό νε­α­ρό τῆς ἠ­λι­κίας της ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σε­βα­στή στό πε­ρι­βάλ­λόν της.

Νω­ρίς ὅ­μως ἡ Ἀ­γά­θη γνώ­ρι­σε καί δο­κι­μα­σί­ες. Ὅ­μως ὅ­λα βρί­σκον­ται μέ­σα στό σχέ­διο τῆς σο­φί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νος ρυθ­μί­ζει μέ πα­τρι­κή ἀ­γά­πη καί τίς πιό ἀ­σή­μαν­τες λεπτομέρει­ες τῆς ζω­ῆς μας. Ἦταν δε­κα­πέν­τε χρο­νῶν ἡ Ἁ­γί­α, ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς της ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό. Ἄ­φη­σαν μό­νη τήν Ἀ­γά­θη, μιά κό­ρη ἄ­πει­ρη, στήν πιό κρί­σι­μη ἠλικία, μέ τά ἐν­τυ­πω­σια­κά προ­σόν­τα της μέ­σα στούς κιν­δύ­νους τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς κοι­νω­νί­ας.

Ἡ νε­α­ρή Ἀγάθη, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἦταν Χρι­στια­νή, φά­νη­κε ἀ­νώ­τε­ρη καί πιό δυ­να­τή ἀ­πό τούς κιν­δύ­νους. Ἡ εὐ­σέ­βεια, ἡ σε­μνό­τη­τα καί ὅ­λη ἡ ἀ­ρε­τή της ἀ­πο­τέ­λε­σαν ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο σι­δε­ρέ­νιο θώ­ρα­κα, ὁ ὁποῖ­ος τήν ἀ­σφά­λι­σε ἀ­πό τά πυ­ρα­κτω­μέ­να βέ­λη τοῦ πο­νη­ροῦ. Ἔ­γι­ναν δύ­να­μη μέ τήν ὁ­ποί­α νί­κη­σε κά­θε πρό­κλη­ση καί πει­ρα­σμό. Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐαγγελίου τήν φώ­τι­σε, ὥ­στε νά μήν ξυ­πα­σθεῖ οὔ­τε ἀ­πό τά πλού­τη οὔ­τε ἀ­πό τά σω­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα οὔ­τε ἀ­πό ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο ἐγ­κό­σμιο καί ὑ­λι­κό ἀ­γα­θό. Εἶ­χε δι­δα­χθεῖ ἄλλω­στε καί γνώ­ρι­ζε ὅ­τι πραγ­μα­τι­κή ἀ­ξί­α στή γυ­ναί­κα δί­νει «ὁ κρυ­πτός τῆς καρ­δί­ας ἄν­θρω­πος ἐν τῷ ἀ­φθάρ­τῳ τοῦ πρα­έ­ος καί ἡ­συ­χίου πνεύ­μα­τος, ὁ ἐ­στιν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­ου πολυ­τε­λές» (Ἅ Πέ­τρ. γ 4).

Ἀ­πό τήν ἠ­λι­κία αὐ­τή ἡ νε­α­ρή Χρι­στια­νή κό­ρη ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε στή φι­λαν­θρω­πί­α. Κον­τά στούς ἰ­ε­ρεῖς καί ἄλ­λους ἀ­φο­σι­ω­μέ­νους καί ἐμ­πνευ­σμέ­νους Χρι­στια­νούς ἐρ­γά­ζε­ται μέ ὅ­λες της τίς δυ­νά­μεις στό φι­λαν­θρω­πι­κό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δι­α­θέ­τει χρό­νο, δυ­νά­μεις, ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, γιά νά ἀ­να­κου­φί­ζει φτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. Ἐ­κεῖ βρί­σκει πα­ρη­γο­ριά καί ἱκανοποί­η­ση ἡ ὀρ­φα­νή καί πλού­σια σέ ἀ­γά­πη κό­ρη.

Στό ση­μεῖ­ο ὅ­μως αὐ­τό τῆς ζω­ῆς της πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη δο­κι­μα­σί­α. Τό φι­λαν­θρω­πι­κό της ἔρ­γο καί τήν πλού­σια ἀ­ρε­τή της τά φθό­νη­σε ὁ σα­τα­νάς. Θέ­λη­σε ὁ «ἄρ­χε­κα­κος ὄ­φις» νά πα­γι­δεύ­σει τό πρό­βα­το τοῦ Χρι­στου καί νά κτυ­πή­σει καί ἐ­ξαρ­θρώ­σει τό χρι­στι­α­νι­κό φι­λαν­θρω­πι­κό ἔρ­γό της. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε πει­ρα­σμό δυ­να­τό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μή νά λάμ­ψει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ἀ­ρε­τή τῆς Ἁ­γί­ας καί νά ἀ­πο­δει­χθεῖ πραγ­μα­τι­κό δι­α­μάν­τι με­γά­λης ἀ­ξίας.

Το­πο­θε­τή­θη­κε τό­τε ἔ­παρ­χος στό Πά­νορ­μο ὁ Κυν­τια­νός. Ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἡ­μέ­ρες εἵλ­κυ­σε τήν προ­σο­χή τοῦ νέ­ου ἐ­πάρ­χου ἡ φή­μη τῆς Ἀγάθης καί ὁ θαυ­μα­σμός μέ τόν ὁ­ποῖ­ο μιλοῦσαν ὅ­λοι γι’ αὐ­τήν. Ὅ­ταν ζή­τη­σε καί τήν εἶ­δε καί συ­νο­μί­λη­σε μα­ζί της, ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βος ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης ἔ­παρ­χος. Δέν τή θαύ­μα­σε γιά τή σε­μνό­τη­τα, τή φι­λαν­θρω­πί­α καί τά ἄλ­λα χρι­στι­α­νι­κά τῆς προ­σόν­τα. Ἄλ­λα τόν ἐν­τυ­πω­σί­α­σαν. Πῶς θά μπο­ρου­σε ὁ ἄ­ξε­στος στούς τρό­πους, ὁ φι­λάρ­γυ­ρος καί δοῦ­λος τῶν πα­θῶν του νά ἀ­νυ­ψω­θεῖ μέ­χρις ἐ­κεῖ; Αὐτός ζύ­γι­σε καί ὑ­πο­λό­γι­σε χρή­μα­τα, πε­ρι­ου­σί­α, ἐμ­φά­νι­ση ἐ­ξω­τε­ρι­κή. Ἀ­πό αὐ­τά θαμ­πώ­θη­κε καί ζή­τη­σε μέ ἐ­πι­μο­νή νά κά­νει τήν Ἀγάθη σύ­ζυ­γό του.

Ἡ Χρι­στια­νή νέ­α ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή θο­ρυ­βή­θη­κε καί ἀν­τέ­δρα­σε. Καί ἦταν φυ­σι­κό αὐτό. Ἦταν πο­τέ δυ­να­τόν ἡ πι­στή καί σε­μνή καί ἐ­νά­ρε­τη Ἀγάθη μέ ἀ­νώ­τε­ρα καί ἅ­για συ­ναι­σθή­μα­τα νά ἑ­νώ­σει τή ζω­ή της μέ ἕ­ναν εἰ­δω­λο­λά­τρη, ἕ­τοι­μο σέ κά­θε στιγ­μή νά ἐγ­κλη­μα­τή­σει ἐ­ναν­τίον τῶν Χρι­στια­νῶν;

Ὁ Κυν­τια­νός ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά δί­νει ὑ­πο­σχέ­σεις καί ὑ­πο­κρί­νε­ται ἀ­φο­σί­ω­ση. Προ­σπα­θεῖ νά τήν δε­λε­ά­σει. Κα­μιά ὅ­μως πα­γί­δα μέ ὅ­ση τέ­χνη κι ἄν στή­θη­κε δέν μπό­ρε­σε νά τή δε­λε­ά­σει. Αὐ­τή προ­σεύ­χε­ται καί προ­σπα­θεῖ νά ξε­φύ­γει ἀ­πό τά νύ­χια τοῦ αἱ­μο­βό­ρου αὐ­τοῦ θη­ρί­ου. Τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­ου τή φω­τί­ζει, ὁ νό­μος Του τή σο­φί­ζει καί πα­ρά τήν ἀπειρία τῆς ἠ­λι­κίας της ξε­φεύ­γει ἀ­πό τήν πα­γί­δα. Κά­τι ἀν­τί­στοι­χο ἔ­γρα­ψε ὁ Ψαλ­μω­δός ἀ­πό τή δι­κή τοῦ πεῖ­ρα: «Ὑ­πέρ τούς ἐ­χθρούς μου ἐ­σό­φι­σας μέ τήν ἐν­το­λήν σου» (Ψάλ. ρι­η [118] 98). Μέ τίς ἐν­το­λές πού μοῦ δί­δα­ξες, μέ ἔ­κα­νες πιό σο­φό ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς μου. Ἡ με­λέ­τη καί ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῶν ἐν­το­λῶν σου μέ ἔ­κα­νε σο­φό.

Κι αὐτό ἐ­φαρ­μό­ζε­ται πάν­το­τε. Καί στίς μέ­ρές μας ἔ­χου­με τή χα­ρά νά βλέ­που­με καί νέ­ους ἀν­θρώ­πους, παι­διά ἀ­κό­μη, φω­τι­σμέ­να ἀ­πό τό νό­μο τοῦ Θε­ου νά ἀ­πο­φεύ­γουν σκοπέλους καί πα­γί­δες, νά ζοῦν καί νά φέ­ρον­ται μέ τρό­πο ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κό καί σο­φό. Δυ­να­τό φῶς καί με­γά­λη δύ­να­μη ὁ φό­βος καί ὁ νό­μος τοῦ Θε­ου!

Πρός τό θεῖ­ο νυμ­φώ­να

Ἡ «ἄ­νω­θεν σο­φί­α», ἡ ὁ­ποί­α σο­φί­ζει τούς νέ­ους καί τά νή­πια ἀ­κό­μη (Ψαλ. ι­η [18] 8), σό­φι­σε καί τήν Ἀγάθη, ὥ­στε νά μήν ὑ­πο­κύ­ψει στό ἄλ­λο ἐ­κεῖ­νο πο­νη­ρό τέ­χνα­σμα πού χρησι­μο­ποί­η­σε ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης ἔ­παρ­χος Κυν­τια­νός.

Δέν ἄρ­γη­σε δη­λα­δή ὁ ἔ­παρ­χος νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ὄ­τι οἱ προ­σπά­θει­ές του, ὅ­σο με­λε­τη­μέ­νες καί με­θο­δευ­μέ­νες καί ἄν εἶ­ναι, δέν μπο­ροῦν νά ἀ­πο­δώ­σουν. Πῆ­ρε λοι­πόν ἀν­θρώ­πους νά τήν πλη­σιά­σουν καί νά προ­σπα­θή­σουν μέ κά­θε τρό­πο νά τήν με­τα­πεί­σουν νά δε­χθεῖ τήν ἐ­πί­ση­μη τι­μη­τι­κή πρό­τα­ση τοῦ ἐ­πάρ­χου. Νά τή δε­λε­ά­σουν μέ ὅ,τι ἦταν δυ­να­τόν, ὥστε νά μήν ἀ­πο­κρού­σει μιά συμ­φέ­ρου­σα γι’αὐ­τήν μο­να­δι­κή εὐ­και­ρία.

Ἀλ­λά καί τά σχέ­δια αὐτά ναυ­ά­γη­σαν. Ἡ Ἀγάθη εἶ­χε πά­ρει ἀ­πό και­ρό τήν ἀ­με­τά­κλη­τη ἀ­πό­φα­ση νά μεί­νει στα­θε­ρή στίς ἀρ­χές τῆς πί­στε­ώς της. Γι’ αὐ­το καί ἡ ψυ­χή της μέ τή χά­ρη τοῦ Παν­το­δύ­να­μου εἶ­χε γί­νει φρού­ριο ἀ­πόρ­θη­το. Ὄ­χι μό­νο δέν δε­λε­ά­σθη­κε ἀ­πό τίς προ­τρο­πές τους, ἀλ­λά πιό ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στρά­φη­κε στό ἔρ­γο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Θέ­λη­σε νά βο­η­θή­σει τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους νά γνω­ρί­σουν τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α τί ἀ­πέ­δω­σε τό σχέ­διο αὐ­τό. Ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ ἁ­γί­α της δι­ά­θε­ση καί οἱ προ­σπά­θει­ες τῆς ἀ­γά­πης της.

Με­τά καί ἀ­πό τή νέ­α αὐ­τή ἀ­πο­τυ­χία ὁ ἔ­παρ­χος πεί­σθη­κε πλέ­ον ὅ­τι δέν εἶναι δυ­να­τόν νά με­τα­βά­λει τίς πε­ποι­θή­σεις καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Χρι­στια­νῆς νέ­ας, ὅ­ποι­α μέ­τρα κι ἄν ἔπαιρ­νε. Ἀλ­λά­ζει λοι­πόν συμ­πε­ρι­φο­ρά. Βγά­ζει τό προ­σω­πεῖ­ο τῆς δή­θεν ἐ­κτι­μή­σε­ως, τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως καί πα­ρου­σιά­ζει τό πραγ­μα­τι­κό του πρό­σω­πο. Δι­α­τά­ζει καί ὁ­δη­γοῦν κον­τά του τήν Ἁ­γί­α. Ἐ­κτός ἑ­αυ­τοῦ, σέ κα­τά­στα­ση μα­νί­ας καί θυ­μοῦ βγά­ζει ἀ­πό μέ­σα του ὅ,τι τοῦ ἐμ­πνέ­ει τό πά­θος του. Λό­για χυ­δαῖ­α, ὕ­βρεις καί βλα­σφη­μί­ες.

Τό ἀ­γα­θό πλά­σμα τοῦ Θε­οῦ, ἡ Ἀγάθη, πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἔκ­πλη­κτη τόν μαι­νό­με­νο ἔ­παρ­χο. Πα­ρα­κα­λεῖ τόν Θε­ό νά τή στη­ρί­ξει καί νά τήν ἀ­σφα­λί­σει στήν πί­στη μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α της ἀ­να­πνο­ή. Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ὅ­μως ἀ­γά­πη προ­χω­ρεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Θέ­λει νά δώ­σει στόν εἰ­δω­λο­λά­τρη ἔ­παρ­χο μιά ἀ­κό­μη εὐ­και­ρία, μή­πως δε­χθεῖ τή χά­ρη καί ὁ­δη­γη­θεῖ στήν ἀ­λή­θεια. Πό­σοι ἄλ­λω­στε δή­μιοι τῶν Χρι­στια­νῶν ὅ­ταν εἴ­δαν τήν πί­στη, τή στα­θε­ρό­τη­τα τῶν Μαρ­τύ­ρων, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τά λό­για τούς, ὁ­δη­γή­θη­καν καί αὐ­τοί στό Χρι­στό;

Ὁ Κυν­τια­νός ὅ­μως δέν δέ­χθη­κε τή χά­ρη. Πα­ρά τίς προ­σπά­θει­ες τῆς σε­μνῆς Ἀγάθης μέ λό­για πει­στι­κά καί συγ­κι­νη­τι­κά δέν κα­τά­φε­ρε τί­πο­τα. Δέν ἦταν δυ­να­τόν ἡ πω­ρω­μέ­νη συ­νεί­δη­ση καί τά κλει­στά αὐ­τιά του νά συλ­λά­βουν καί νά συγ­κι­νη­θοῦν ἀ­πό τή με­λω­δί­α τοῦ Πνεύ­μα­τος!

Ἀν­τί γι’αὐ­τό προ­χώ­ρη­σε σέ βα­σα­νι­σμούς. Δί­νει ἐν­το­λή ὁ ἀ­ναί­σχυν­τος εἰ­δω­λο­λά­τρης καί ὑ­πο­βάλ­λουν τή σε­μνή Ἀγάθη σέ πολ­λά καί σκλη­ρά βα­σα­νι­στή­ρια. Χω­ρίς κα­νέ­να δισταγ­μό ἀ­κρω­τη­ριά­ζουν τό σῶ­μα της. Συγ­κλο­νί­ζε­ται ἡ ἀ­γί­α Μάρ­τυς ἀ­πό πό­νο. Πο­νά­ει στήν ψυ­χή της πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι στό αἱ­μό­φυρ­το σῶ­μα της. Τήν ὥ­ρα αὐ­τή ἡ ἁγί­α κό­ρη αἰ­σθά­νε­ται νά τήν πε­ρι­βάλ­λει καί νά τήν ἐ­νι­σχύ­ει νέ­φος Ἀγ­γέ­λων καί Μαρ­τύ­ρων πού προ­η­γή­θη­καν πρίν ἀ­πό αὐ­τήν. Ἐ­κεῖ στρέ­φει ἱ­κε­τευ­τι­κά τά βλέμ­μα­τά της, ἐ­κεῖ στόν οὐ­ρα­νό κι ὄ­χι στούς δη­μί­ους, γιά νά τή λυ­πη­θοῦν καί τήν ἐ­λευ­θε­ρώ­σουν. Ἐ­κεῖ τά προ­ση­λώ­νει ὅ­ση ὥ­ρα δια­ρκεῖ τό μαρ­τύ­ριο. Καί ἀ­πό τό θρό­νο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­που στέκεται ὁ Ἀρ­χη­γός τῶν Μαρ­τύ­ρων, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ἀν­τλεῖ τή δύ­να­μη νά μήν ὑ­πο­χω­ρή­σει κι οὔ­τε νά δει­λιά­σει. Θέ­λε­τε με­γα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα ἀ­πό αὐ­τή τή στα­θε­ρό­τη­τα μιᾶς ἀδύνα­της ἀλ­λά μέ τή θεί­α χά­ρη παν­το­δύ­να­μης κό­ρης;

Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή του αἵ­μα­τος καί τοῦ πό­νου τήν στέλ­νουν ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νη στή φυ­λα­κή. «Χαί­ρου­σαν τέ καί με­γα­λο­φρο­νοῦ­σαν ἀ­πελ­θεῖν εἰς τό δε­σμω­τή­ριον ὡς δή κε­κλη­μέ­νην πρός ἑ­στί­α­σιν», γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός Αὐ­γου­στῖ­νος. Ἐ­πει­δή καί ἐ­κεῖ ἡ Ἀγάθη δέν ἀλ­λα­ξο­πι­στεῖ, ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τό ἔγ­κλη­μα. Τή ρί­χνουν ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νη σέ ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να. Εἶναι φρι­κτοί καί ἀ­πε­ρί­γρα­πτοι οἱ πό­νοί της. Ἀλ­λά καί ἡ χα­ρά τῆς ψυ­χῆς ἀ­νε­κλά­λη­τη. Μέ­σα σ’ αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀ­πε­ρί­γρα­πτου πό­νου ἀ­πό τή μιά καί τῆς ψυ­χι­κῆς ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως ἀ­πό τήν ἄλ­λη πα­ρα­δί­νει ἡ Μάρ­τυς τό πνεῦ­μα της στό μό­νο Νυμ­φίο της, τόν Χρι­στό, τήν 5η Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 251 μ.Χ.

«Ἄ­φθο­ρον ἐ­τή­ρη­σας σῶ­μα Χρι­στῷ τῷ νυμ­φίῳ σου, παρ­θε­νί­ας ἐν κάλ­λε­σι, Ἀγάθη θε­ό­νυμ­φε, κα­θω­ραϊ­σμέ­νη καί λε­λαμ­πρυ­σμέ­νη μαρ­τυ­ρι­καῖς μαρ­μα­ρυ­γαῖς καί πρός νυμ­φῶ­να θεῖ­ον ἐ­χώ­ρη­σας…», γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός.

Αὐ­τό θά πεῖ στα­θε­ρό­τη­τα στίς ἀρ­χές τῆς πί­στε­ως καί τῆς σε­μνό­τη­τας. Θαυ­μα­στό πρό­τυ­πο γιά τίς Χρι­στια­νές ση­με­ρι­νές νέ­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν δε­λε­α­στι­κές προ­κλή­σεις, γιά νά ἀ­πεμ­πο­λή­σουν, νά πε­τά­ξουν τό θη­σαυ­ρό τους πού πα­ρέ­λα­βαν ἀ­πό τή θρη­σκεία μας καί τήν πι­στή οἰ­κο­γε­νειά τους. Ἄς τίς ἐμ­πνεύ­σει ἡ ἁ­γί­α μάρ­τυς Ἀγάθη, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­κε τά ὅ­σια καί ἱ­ε­ρά τῆς ψυ­χῆς της μέ­χρι θυ­σί­ας καί μαρ­τυ­ρί­ου.

Τρο­πά­ριον τῆς γ΄ ὠ­δῆς τῆς Ἁ­γί­ας

«Ἁ­πάν­των τῶν τερ­πνῶν Χρι­στόν προ­έ­κρι­νας,

Ἀγάθη, θελ­χθεῖ­σα τῷ θεί­ῳ πό­θω καί τυ­ράν­νων τά φρυ­άγ­μα­τα

εὐ­θαρ­σῶς καί ἀν­δρεί­ως κα­τε­πά­τη­σας».

Ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριον

«Ἀγάθη με­γα­λώ­νυ­με, Χρι­στοῦ νύμ­φη ἀ­κή­ρα­τε,

κάλ­­λος ἀ­πό­θε­τον θεῖ­ον καί Μάρ­τυς ἠ­γλαϊ­σμέ­νη,

μνεί­αν ποι­οῦ τῶν πί­στει σέ τι­μών­των καλ­λι­πάρ­θε­νε

καί τήν ἁ­γιάν σου μνή­μην χαρ­μο­νι­κῶς

ἐ­κτε­λούν­των πται­­σμά­των λύ­σιν εὑ­ρέ­σθαι».

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ

5.-Agios-Antonios-Athinaios

Ἕ­να ἀ­πό τά γεν­ναῖ­α παλ­λη­κά­ρια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ὁ Ἀν­τώ­νιος, πού ἔ­ζη­σε στά δύ­σκο­λα χρό­νια τῆς τουρ­κι­κῆς σκλα­βιᾶς. Ὑ­πό­δειγ­μα ἀ­γω­νι­στῆ νέ­ου, μέ πνεῦ­μα ἡ­ρω­ι­κό. Καί παρά τά συ­νε­χῆ μαρ­τύ­ρια, κρά­τη­σε τήν πί­στη του καί ἔ­μει­νε μέ­χρι τέ­λους Χρι­στια­νός καί Ἕλ­λη­νας.

Ὁ Ἀν­τώ­νιος γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­θή­να καί εἶ­χε τήν εὐ­τυ­χί­α νά ζεῖ σ΄ ἕ­να θερ­μό οἰ­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον χρι­στι­α­νι­κής πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης. Οἱ γο­νεῖς του, Μῆ­τρος καί Κα­λο­μοί­ρα, ἦταν πάμ­πτω­χοι ὑ­λι­κῶς, πλού­σιοι ὅ­μως καί με­γά­λοι στήν ψυ­χή. Πλού­σιος καί με­γά­λος ψυ­χι­κῶς καί ὁ Ἀν­τώ­νιος ἀ­πό τήν μι­κρή του ἡ­λι­κί­α.

Ὅ­μως ἡ ὑ­λι­κή φτώ­χεια τόν ἀ­ναγ­κά­ζει ἀ­πό τήν ἡ­λι­κί­α τῶν δώ­δε­κα ἐ­τῶν νά ἀ­να­ζη­τή­σει καί νά βρεῖ ἐρ­γα­σί­α ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι τους. Ἐρ­γα­ζό­ταν κα­θη­με­ρι­νά ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα σέ κάποι­ον Τουρ­καλ­βα­νό, μέ προ­θυ­μί­α, ἐ­πι­μέ­λεια καί τι­μι­ό­τη­τα. Τά λί­γα χρή­μα­τα πού ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε, τά πα­ρέ­δι­δε στούς γο­νεῖς του, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­μά­ρω­ναν τό παι­δί τους γιά τήν ἐργα­τι­κό­τη­τα καί τήν εἰ­λι­κρί­νειά του.

Ἦ­ταν τό­τε ἡ ἐ­πο­χή πού ζων­τά­νε­ψε ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­τι οἱ κα­τα­κτη­τές Τοῦρ­κοι θά φύ­γουν, καί μέ τή βο­ή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ρω­σί­ας ἡ Ἑλ­λά­δα θά ἐ­λευ­θε­ρω­νό­ταν. Ἀλ­λά γι’ αὐ­τό ἀκριβῶς οἱ τουρ­κι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες εἶ­χαν ἀ­νη­συ­χή­σει καί πολ­λές ἀ­π’ αὐ­τές ἔ­φυ­γαν γιά τήν Πε­λο­πόν­νη­σο. Μα­ζί τους ἔ­συ­ραν καί πολ­λά Χρι­στι­α­νό­που­λα, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί τόν Ἀν­τώ­νιο. Ἐ­δῶ στήν Πε­λο­πόν­νη­σο οἱ κύ­ριοί του πού­λη­σαν τόν Ἀν­τώ­νιο σέ Ἀ­γα­ρη­νούς ἐ­μί­ρη­δες. Αὐ­τά ἦ­ταν πλέ­ον τά νέ­α ἀ­φεν­τι­κά τοῦ δε­κα­ε­ξά­χρο­νου πιά Χριστιανόπουλου. Ἀ­πό ἐ­δῶ τώ­ρα ἀρ­χί­ζει τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Ἀν­τω­νί­ου. Δι­ό­τι οἱ νέ­οι του κύ­ριοι ὄ­χι μό­νο τόν με­τα­φέ­ρουν μα­ζί τους στόν Δού­να­βη, πο­λύ μα­κριά ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νεια καί τήν πα­τρί­δα του, ἀλ­λά καί μέ ἐ­πι­μο­νή ἀ­παι­τοῦν νά ἀ­πο­κη­ρύ­ξει τή χρι­στι­α­νι­κή του πί­στη καί νά γί­νει Μω­α­με­θα­νός. Πέν­τε φο­ρές ἀλ­λά­ζει ἀ­φεν­τι­κά, τό ἕ­να χει­ρό­τε­ρο τοῦ ἄλλου, καί ὁ κλει­ός πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­σφίγ­γει γιά νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει. Ὅ­μως τό Χρι­στι­α­νό­που­λο ἀ­γω­νί­ζε­ται., Πα­ρά τίς ἀ­πει­λές, μέ­νει στα­θε­ρό, ἄ­καμ­πτο, ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­το. Ἀλ­λά ὑπάρ­χει Θε­ός! Ὑ­πάρ­χει ὁ Κύ­ριος ὁ δυ­να­τός καί κρα­ται­ός, «ὁ ἐ­τά­ζων καρ­δί­ας καί νε­φρούς», πού εἶ­δε τοῦ πτω­χοῦ Χρι­στι­α­νό­που­λου τόν πό­νο καί τόν πό­θο, πού ἄ­κου­σε τίς δακρυ­σμέ­νες προ­σευ­χές τῶν γο­νέ­ων του. Ἔ­τσι τε­λι­κά που­λι­έ­ται ὁ Ἀν­τώ­νης σέ Χρι­στια­νούς κυ­ρί­ους καί αὐ­τοί τόν με­τα­φέ­ρουν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, γιά νά βο­η­θᾶ στό ἐργαστή­ριο τοῦ κυ­ρί­ου του, πού ἦ­ταν με­τα­ξουρ­γός. Πό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νος αἰ­σθά­νε­ται τώ­ρα ὁ Ἀν­τώ­νιος! Μπο­ρεῖ ἐ­λεύ­θε­ρα νά προ­σεύ­χε­ται, νά ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τόν Θε­ό του, νά ἐκκλησι­ά­ζε­ται. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κό­μη, μπό­ρε­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ καί νά κοι­νω­νή­σει. Ἡ χα­ρά του δέν πε­ρι­γρά­φε­ται. Ἀ­γάλ­λε­ται καί εὐ­φραί­νε­ται καί δο­ξο­λο­γεῖ τόν Κύ­ριο.

Πό­σο δι­ήρ­κε­σε ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή, δέν γνω­ρί­ζου­με. Μᾶλ­λον λί­γο. Τά πράγ­μα­τα κά­πο­τε ἄλ­λα­ξαν, γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σει γιά τόν Ἀν­τώ­νιο μί­α δύ­σκο­λη πά­λι πε­ρί­ο­δος, ἀλλά καί ἔνδο­ξη· μιά πε­ρί­ο­δος ὁ­μο­λο­γί­ας καί μαρ­τυ­ρί­ου. Κά­ποι­ο πρω­ι­νό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τό ἐρ­γα­στή­ριό του ὁ Τοῦρ­κος χι­λί­αρ­χος, πού ἦ­ταν τό τε­λευ­ταῖ­ο ἀ­πό τούς Μω­α­με­θα­νούς ἀφεν­τι­κό του. Κι ὅ­ταν τόν εἶ­δε, ἄρ­χι­σε νά φω­νά­ζει δυ­να­τά καί ἀ­πει­λη­τι­κά. Ζη­τοῦ­σε νά συλ­λά­βει τόν νε­α­ρό, πού, ὅ­πως ἔ­λε­γε, ἔ­φυ­γε κρυ­φά ἀ­πό τή δού­λε­ψή του καί ἀ­κό­μη, ἐ­νῶ ἦ­ταν Τοῦρ­κος, τώ­ρα κά­νει τόν Χρι­στια­νό. Μα­ζεύ­ον­ται τό­τε πε­ρα­στι­κοί καί πε­ρί­ερ­γοι καί μέ βί­α σέρ­νουν τόν Ἀν­τώ­νιο στόν κρι­τή.

Στήν ἀ­νά­κρι­ση πού ἀ­κο­λου­θεῖ, ὁ κρι­τής κα­τά τή συ­νή­θειά του προ­σπα­θεῖ νά με­τα­πεί­σει τόν Ἀν­τώ­νιο, μέ ὑ­πο­σχέ­σεις, μά­λι­στα παι­δι­κές, γιά ροῦ­χα πού θά τοῦ ἔ­δι­νε φαν­τα­χτε­ρά, χρή­μα­τα πολ­λά, δό­ξες καί με­γα­λεῖ­α. Ἐ­άν αὐ­τά προ­τι­μοῦ­σε τό γεν­ναῖ­ο Χρι­στι­α­νό­που­λο, θά τά εἶ­χε κερ­δί­σει ἀ­πό χρό­νια τώ­ρα, ἐ­φό­σον μέ τό­ση φορ­τι­κό­τη­τα τοῦ τό ζη­τοῦ­σαν κατά και­ρούς τά ἀ­φεν­τι­κά του. Αὐ­τός ὅ­μως τόν Χρι­στό θέ­λει νά κρα­τή­σει καί Ἕλ­λη­νας νά μεί­νει. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­παν­τᾶ στόν κρι­τή μέ στα­θε­ρό­τη­τα καί παρ­ρη­σί­α: Μή νο­μί­ζεις, ὅ­τι θά μέ με­τα­στρέ­ψεις μέ αὐ­τά σου τά φερ­σί­μα­τα. Ὄ­χι, πο­τέ! Βα­σά­νι­σε μέ λοι­πόν, μα­στί­γω­σε μέ, κό­ψε τό σῶ­μα μου κομ­μά­τια – κομ­μά­τια. Κι ἄν θέ­λεις, σκέ­ψου νά βρεῖς καί ὅ­ποι­ο ἄλ­λο φρι­κτό­τε­ρο βα­σα­νι­στή­ριο γιά μέ­να. Νά ξέ­ρεις ὅ­μως, ὅ­τι εὐ­κο­λό­τε­ρα ἐ­σύ μπο­ρεῖς νά γί­νεις Χρι­στια­νός, πα­ρά ἐ­γώ νά ἀρ­νη­θῶ τόν Χρι­στό καί νά παύ­σω νά τόν ὁ­μο­λο­γῶ Θε­ό ἀ­λη­θι­νό καί σω­τή­ρα μου. Τά εἶ­πε μέ συγ­κί­νη­ση καί μέ τρό­πο, πού ἔ­δει­χνε τήν θεί­α ἔμ­πνευ­σή του. Ὁ Κύ­ριος ἄλ­λω­στε βε­βαί­ω­σε γιά τίς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές: «Ἐ­γώ δώ­σω ὑμῖν στό­μα καί σο­φί­αν, ᾗ οὐ δυ­νή­σον­ται ἀν­τι­πεῖν οὐ­δέ ἀν­τι­στῆ­ναι πάν­τες οἱ ἀν­τι­κεί­με­νοι ὑ­μῖν» (Λουκ. κα΄ 15). Ὅ­μως ὁ κρι­τής, πα­ρά τό ὅ­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­θω­ό­τη­τα τοῦ Ἀντωνί­ου, ἐ­πει­δή φο­βᾶ­ται τόν τουρ­κι­κό ὄ­χλο, σάν τόν Πι­λᾶ­το, ὑ­πο­γρά­φει τήν κα­τα­δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση. Τό ἴ­διο κά­νει καί ὁ σουλ­τά­νος Ἀ­βδούλ Χα­μίτ. Ἔ­τσι στίς 5 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1774, ἡ­μέ­ρα Τε­τάρ­τη, δε­μέ­νος ὁ Ἀν­τώ­νιος πι­σώ­πλα­τα ὁ­δη­γεῖ­ται στόν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως. Δέν τόν σέρνουν. Αὐ­τός μό­νος του τρέ­χει γεμάτος ἀγαλ­λίαση. Κι ἐ­κεῖ στό Ἄκ Σα­ρά­ι, ὅ­πως δι­α­σώ­ζει ὁ ἱ­ε­ρός Συ­να­ξα­ρι­στής, «κλί­νει τήν κε­φα­λήν καί εἰ­πών Κύ­ρι­ε, εἰς χεί­ρας σου πα­ρα­τί­θη­μι τό πνεῦμα μου», ἀ­πο­κε­φα­λί­ζε­ται. Τρεῖς φο­ρές ὁ δή­μιος κτύ­πη­σε μέ τό σπα­θί του τόν ἱ­ε­ρό του τρά­χη­λο καί ἀ­πέ­σπα­σε τήν κε­φα­λή του. Καί κα­τα­λή­γει: Οἱ Χρι­στια­νοί τῆς Βλάγ­κας ἀ­γό­ρα­σαν τό λεί­ψα­νό του γιά ἑ­βδο­μῆν­τα γρό­σια καί παίρ­νον­τάς το μέ με­γά­λη προ­πομ­πή καί παρ­ρη­σί­α καί ἐ­πι­νί­κια ἄ­σμα­τα πῆ­γαν ἔ­ξω στή Ζω­ο­δό­χο Πη­γή καί τό ἐν­τα­φί­α­σαν.

Μπροστά μας λοι­πόν ἕ­να λαμ­πρό φω­τει­νό πα­ρά­δειγ­μα νέ­ου Ἑλ­λη­νό­που­λου μέ ἰ­δα­νι­κά, μέ ἀ­γά­πη ἀ­λη­θι­νή πρός τόν Χρι­στό, μέ πί­στη ζων­τα­νή, γιά τά ὁ­ποί­α θυ­σί­α­σε τήν ζω­ή του. Καί κέρ­δι­σε τήν ΖΩΗ, πού εἶ­ναι ἡ ἔν­δο­ξη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα κον­τά στόν Χρι­στό. Πό­σοι ση­με­ρι­νοί νέ­οι εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι νά τόν μι­μη­θοῦν; Μα­κά­ριοι!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη