Σήμερα 5/2 εορτάζουν:
- Αγία Αγάθη
- Όσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας
- Όσιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
- Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος
- Όσιος Σάββας ἐκ Σικελίας
- Όσιος Θεοδόσιος εκ Ρωσίας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της αναζητήσεως των απολωλότων, εν Ρωσία
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σικελιωτίσσης εν Ντιβνογκόρσκ της Ρωσίας
- Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης εν Τσέρνιγκωφ της Ρωσίας
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΘΗ
Ἡ «ἄνωθεν σοφία»
Λαμπρή καί φωτοβόλος μορφή τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων εἶναι ἡ μάρτυς Ἀγάθη, ἡ ὁποία ἴσως δέν εἶναι ἀρκετά γνωστή στούς πολλούς. Πατρίδα τῆς Ἀγάθης ἦταν τό Πάνορμο τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ γεννήθηκε καί ἔζησε στά μέσα τοῦ τρίτου αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὔτοκρατορας ἦταν ὁ Δέκιος (201-251 μ.Χ.). Ὁ Θεός χάρισε στήν Ἁγία ἄφθονα ἀγαθά. Καταγωγή εὐγενή, πλοῦτο πολύ, σωματικά προσόντα ἐξαιρετικά, ὥστε νά τή θαυμάζουν ὄλοι. Συγχρόνως ὅμως τῆς χάρισε καί πνευματικά ἀγαθά: χριστιανική πίστη, ἀρετές καί κυρίως ἀγάπη καί σεμνότητα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τό ὡραιότερο κόσμημά της καί τήν ἔκαναν παρά τό νεαρό τῆς ἠλικίας της ἐξαιρετικά σεβαστή στό περιβάλλόν της.
Νωρίς ὅμως ἡ Ἀγάθη γνώρισε καί δοκιμασίες. Ὅμως ὅλα βρίσκονται μέσα στό σχέδιο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ρυθμίζει μέ πατρική ἀγάπη καί τίς πιό ἀσήμαντες λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Ἦταν δεκαπέντε χρονῶν ἡ Ἁγία, ὅταν οἱ γονεῖς της ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ἄφησαν μόνη τήν Ἀγάθη, μιά κόρη ἄπειρη, στήν πιό κρίσιμη ἠλικία, μέ τά ἐντυπωσιακά προσόντα της μέσα στούς κινδύνους τῆς εἰδωλολατρικῆς κοινωνίας.
Ἡ νεαρή Ἀγάθη, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν Χριστιανή, φάνηκε ἀνώτερη καί πιό δυνατή ἀπό τούς κινδύνους. Ἡ εὐσέβεια, ἡ σεμνότητα καί ὅλη ἡ ἀρετή της ἀποτέλεσαν ἀδιαπέραστο σιδερένιο θώρακα, ὁ ὁποῖος τήν ἀσφάλισε ἀπό τά πυρακτωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ. Ἔγιναν δύναμη μέ τήν ὁποία νίκησε κάθε πρόκληση καί πειρασμό. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τήν φώτισε, ὥστε νά μήν ξυπασθεῖ οὔτε ἀπό τά πλούτη οὔτε ἀπό τά σωματικά χαρίσματα οὔτε ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐγκόσμιο καί ὑλικό ἀγαθό. Εἶχε διδαχθεῖ ἄλλωστε καί γνώριζε ὅτι πραγματική ἀξία στή γυναίκα δίνει «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καί ἡσυχίου πνεύματος, ὁ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεου πολυτελές» (Ἅ Πέτρ. γ 4).
Ἀπό τήν ἠλικία αὐτή ἡ νεαρή Χριστιανή κόρη ἀφοσιώθηκε στή φιλανθρωπία. Κοντά στούς ἰερεῖς καί ἄλλους ἀφοσιωμένους καί ἐμπνευσμένους Χριστιανούς ἐργάζεται μέ ὅλες της τίς δυνάμεις στό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Διαθέτει χρόνο, δυνάμεις, ὑλικά ἀγαθά, γιά νά ἀνακουφίζει φτωχούς καί ἀρρώστους. Ἐκεῖ βρίσκει παρηγοριά καί ἱκανοποίηση ἡ ὀρφανή καί πλούσια σέ ἀγάπη κόρη.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό τῆς ζωῆς της παρουσιάζεται καί δεύτερη μεγαλύτερη δοκιμασία. Τό φιλανθρωπικό της ἔργο καί τήν πλούσια ἀρετή της τά φθόνησε ὁ σατανάς. Θέλησε ὁ «ἄρχεκακος ὄφις» νά παγιδεύσει τό πρόβατο τοῦ Χριστου καί νά κτυπήσει καί ἐξαρθρώσει τό χριστιανικό φιλανθρωπικό ἔργό της. Χρησιμοποίησε πειρασμό δυνατό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀφορμή νά λάμψει ἀκόμη περισσότερο ἡ ἀρετή τῆς Ἁγίας καί νά ἀποδειχθεῖ πραγματικό διαμάντι μεγάλης ἀξίας.
Τοποθετήθηκε τότε ἔπαρχος στό Πάνορμο ὁ Κυντιανός. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες εἵλκυσε τήν προσοχή τοῦ νέου ἐπάρχου ἡ φήμη τῆς Ἀγάθης καί ὁ θαυμασμός μέ τόν ὁποῖο μιλοῦσαν ὅλοι γι’ αὐτήν. Ὅταν ζήτησε καί τήν εἶδε καί συνομίλησε μαζί της, ἔμεινε ἔκθαμβος ὁ εἰδωλολάτρης ἔπαρχος. Δέν τή θαύμασε γιά τή σεμνότητα, τή φιλανθρωπία καί τά ἄλλα χριστιανικά τῆς προσόντα. Ἄλλα τόν ἐντυπωσίασαν. Πῶς θά μπορουσε ὁ ἄξεστος στούς τρόπους, ὁ φιλάργυρος καί δοῦλος τῶν παθῶν του νά ἀνυψωθεῖ μέχρις ἐκεῖ; Αὐτός ζύγισε καί ὑπολόγισε χρήματα, περιουσία, ἐμφάνιση ἐξωτερική. Ἀπό αὐτά θαμπώθηκε καί ζήτησε μέ ἐπιμονή νά κάνει τήν Ἀγάθη σύζυγό του.
Ἡ Χριστιανή νέα ἀμέσως ἀπό τήν πρώτη στιγμή θορυβήθηκε καί ἀντέδρασε. Καί ἦταν φυσικό αὐτό. Ἦταν ποτέ δυνατόν ἡ πιστή καί σεμνή καί ἐνάρετη Ἀγάθη μέ ἀνώτερα καί ἅγια συναισθήματα νά ἑνώσει τή ζωή της μέ ἕναν εἰδωλολάτρη, ἕτοιμο σέ κάθε στιγμή νά ἐγκληματήσει ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν;
Ὁ Κυντιανός ἀπό τήν ἄλλη μεριά δίνει ὑποσχέσεις καί ὑποκρίνεται ἀφοσίωση. Προσπαθεῖ νά τήν δελεάσει. Καμιά ὅμως παγίδα μέ ὅση τέχνη κι ἄν στήθηκε δέν μπόρεσε νά τή δελεάσει. Αὐτή προσεύχεται καί προσπαθεῖ νά ξεφύγει ἀπό τά νύχια τοῦ αἱμοβόρου αὐτοῦ θηρίου. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεου τή φωτίζει, ὁ νόμος Του τή σοφίζει καί παρά τήν ἀπειρία τῆς ἠλικίας της ξεφεύγει ἀπό τήν παγίδα. Κάτι ἀντίστοιχο ἔγραψε ὁ Ψαλμωδός ἀπό τή δική τοῦ πεῖρα: «Ὑπέρ τούς ἐχθρούς μου ἐσόφισας μέ τήν ἐντολήν σου» (Ψάλ. ριη [118] 98). Μέ τίς ἐντολές πού μοῦ δίδαξες, μέ ἔκανες πιό σοφό ἀπό τούς ἐχθρούς μου. Ἡ μελέτη καί ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν σου μέ ἔκανε σοφό.
Κι αὐτό ἐφαρμόζεται πάντοτε. Καί στίς μέρές μας ἔχουμε τή χαρά νά βλέπουμε καί νέους ἀνθρώπους, παιδιά ἀκόμη, φωτισμένα ἀπό τό νόμο τοῦ Θεου νά ἀποφεύγουν σκοπέλους καί παγίδες, νά ζοῦν καί νά φέρονται μέ τρόπο ὑποδειγματικό καί σοφό. Δυνατό φῶς καί μεγάλη δύναμη ὁ φόβος καί ὁ νόμος τοῦ Θεου!
Πρός τό θεῖο νυμφώνα
Ἡ «ἄνωθεν σοφία», ἡ ὁποία σοφίζει τούς νέους καί τά νήπια ἀκόμη (Ψαλ. ιη [18] 8), σόφισε καί τήν Ἀγάθη, ὥστε νά μήν ὑποκύψει στό ἄλλο ἐκεῖνο πονηρό τέχνασμα πού χρησιμοποίησε ὁ εἰδωλολάτρης ἔπαρχος Κυντιανός.
Δέν ἄργησε δηλαδή ὁ ἔπαρχος νά ἀντιληφθεῖ ὄτι οἱ προσπάθειές του, ὅσο μελετημένες καί μεθοδευμένες καί ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν. Πῆρε λοιπόν ἀνθρώπους νά τήν πλησιάσουν καί νά προσπαθήσουν μέ κάθε τρόπο νά τήν μεταπείσουν νά δεχθεῖ τήν ἐπίσημη τιμητική πρόταση τοῦ ἐπάρχου. Νά τή δελεάσουν μέ ὅ,τι ἦταν δυνατόν, ὥστε νά μήν ἀποκρούσει μιά συμφέρουσα γι’αὐτήν μοναδική εὐκαιρία.
Ἀλλά καί τά σχέδια αὐτά ναυάγησαν. Ἡ Ἀγάθη εἶχε πάρει ἀπό καιρό τήν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νά μείνει σταθερή στίς ἀρχές τῆς πίστεώς της. Γι’ αὐτο καί ἡ ψυχή της μέ τή χάρη τοῦ Παντοδύναμου εἶχε γίνει φρούριο ἀπόρθητο. Ὄχι μόνο δέν δελεάσθηκε ἀπό τίς προτροπές τους, ἀλλά πιό ἀποφασιστική στράφηκε στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Θέλησε νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους νά γνωρίσουν τή χριστιανική ἀλήθεια. Δέν ἔχει σημασία τί ἀπέδωσε τό σχέδιο αὐτό. Σημασία ἔχει ἡ ἁγία της διάθεση καί οἱ προσπάθειες τῆς ἀγάπης της.
Μετά καί ἀπό τή νέα αὐτή ἀποτυχία ὁ ἔπαρχος πείσθηκε πλέον ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μεταβάλει τίς πεποιθήσεις καί τίς ἀποφάσεις τῆς Χριστιανῆς νέας, ὅποια μέτρα κι ἄν ἔπαιρνε. Ἀλλάζει λοιπόν συμπεριφορά. Βγάζει τό προσωπεῖο τῆς δήθεν ἐκτιμήσεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀφοσιώσεως καί παρουσιάζει τό πραγματικό του πρόσωπο. Διατάζει καί ὁδηγοῦν κοντά του τήν Ἁγία. Ἐκτός ἑαυτοῦ, σέ κατάσταση μανίας καί θυμοῦ βγάζει ἀπό μέσα του ὅ,τι τοῦ ἐμπνέει τό πάθος του. Λόγια χυδαῖα, ὕβρεις καί βλασφημίες.
Τό ἀγαθό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀγάθη, παρακολουθεῖ ἔκπληκτη τόν μαινόμενο ἔπαρχο. Παρακαλεῖ τόν Θεό νά τή στηρίξει καί νά τήν ἀσφαλίσει στήν πίστη μέχρι τήν τελευταία της ἀναπνοή. Ἡ χριστιανική ὅμως ἀγάπη προχωρεῖ περισσότερο. Θέλει νά δώσει στόν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο μιά ἀκόμη εὐκαιρία, μήπως δεχθεῖ τή χάρη καί ὁδηγηθεῖ στήν ἀλήθεια. Πόσοι ἄλλωστε δήμιοι τῶν Χριστιανῶν ὅταν εἴδαν τήν πίστη, τή σταθερότητα τῶν Μαρτύρων, ὅταν ἄκουσαν τά λόγια τούς, ὁδηγήθηκαν καί αὐτοί στό Χριστό;
Ὁ Κυντιανός ὅμως δέν δέχθηκε τή χάρη. Παρά τίς προσπάθειες τῆς σεμνῆς Ἀγάθης μέ λόγια πειστικά καί συγκινητικά δέν κατάφερε τίποτα. Δέν ἦταν δυνατόν ἡ πωρωμένη συνείδηση καί τά κλειστά αὐτιά του νά συλλάβουν καί νά συγκινηθοῦν ἀπό τή μελωδία τοῦ Πνεύματος!
Ἀντί γι’αὐτό προχώρησε σέ βασανισμούς. Δίνει ἐντολή ὁ ἀναίσχυντος εἰδωλολάτρης καί ὑποβάλλουν τή σεμνή Ἀγάθη σέ πολλά καί σκληρά βασανιστήρια. Χωρίς κανένα δισταγμό ἀκρωτηριάζουν τό σῶμα της. Συγκλονίζεται ἡ ἀγία Μάρτυς ἀπό πόνο. Πονάει στήν ψυχή της πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι στό αἱμόφυρτο σῶμα της. Τήν ὥρα αὐτή ἡ ἁγία κόρη αἰσθάνεται νά τήν περιβάλλει καί νά τήν ἐνισχύει νέφος Ἀγγέλων καί Μαρτύρων πού προηγήθηκαν πρίν ἀπό αὐτήν. Ἐκεῖ στρέφει ἱκετευτικά τά βλέμματά της, ἐκεῖ στόν οὐρανό κι ὄχι στούς δημίους, γιά νά τή λυπηθοῦν καί τήν ἐλευθερώσουν. Ἐκεῖ τά προσηλώνει ὅση ὥρα διαρκεῖ τό μαρτύριο. Καί ἀπό τό θρόνο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου στέκεται ὁ Ἀρχηγός τῶν Μαρτύρων, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀντλεῖ τή δύναμη νά μήν ὑποχωρήσει κι οὔτε νά δειλιάσει. Θέλετε μεγαλύτερο θαῦμα ἀπό αὐτή τή σταθερότητα μιᾶς ἀδύνατης ἀλλά μέ τή θεία χάρη παντοδύναμης κόρης;
Στήν κατάσταση αὐτή του αἵματος καί τοῦ πόνου τήν στέλνουν ἁλυσοδεμένη στή φυλακή. «Χαίρουσαν τέ καί μεγαλοφρονοῦσαν ἀπελθεῖν εἰς τό δεσμωτήριον ὡς δή κεκλημένην πρός ἑστίασιν», γράφει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος. Ἐπειδή καί ἐκεῖ ἡ Ἀγάθη δέν ἀλλαξοπιστεῖ, ὁλοκληρώνουν τό ἔγκλημα. Τή ρίχνουν ἁλυσοδεμένη σέ ἀναμμένα κάρβουνα. Εἶναι φρικτοί καί ἀπερίγραπτοι οἱ πόνοί της. Ἀλλά καί ἡ χαρά τῆς ψυχῆς ἀνεκλάλητη. Μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ ἀπερίγραπτου πόνου ἀπό τή μιά καί τῆς ψυχικῆς ἀγαλλιάσεως ἀπό τήν ἄλλη παραδίνει ἡ Μάρτυς τό πνεῦμα της στό μόνο Νυμφίο της, τόν Χριστό, τήν 5η Φεβρουαρίου τοῦ 251 μ.Χ.
«Ἄφθορον ἐτήρησας σῶμα Χριστῷ τῷ νυμφίῳ σου, παρθενίας ἐν κάλλεσι, Ἀγάθη θεόνυμφε, καθωραϊσμένη καί λελαμπρυσμένη μαρτυρικαῖς μαρμαρυγαῖς καί πρός νυμφῶνα θεῖον ἐχώρησας…», γράφει ὁ ἱερός ὑμνωδός.
Αὐτό θά πεῖ σταθερότητα στίς ἀρχές τῆς πίστεως καί τῆς σεμνότητας. Θαυμαστό πρότυπο γιά τίς Χριστιανές σημερινές νέες, οἱ ὁποῖες ἀντιμετωπίζουν δελεαστικές προκλήσεις, γιά νά ἀπεμπολήσουν, νά πετάξουν τό θησαυρό τους πού παρέλαβαν ἀπό τή θρησκεία μας καί τήν πιστή οἰκογενειά τους. Ἄς τίς ἐμπνεύσει ἡ ἁγία μάρτυς Ἀγάθη, ἡ ὁποία ὑπερασπίσθηκε τά ὅσια καί ἱερά τῆς ψυχῆς της μέχρι θυσίας καί μαρτυρίου.
Τροπάριον τῆς γ΄ ὠδῆς τῆς Ἁγίας
«Ἁπάντων τῶν τερπνῶν Χριστόν προέκρινας,
Ἀγάθη, θελχθεῖσα τῷ θείῳ πόθω καί τυράννων τά φρυάγματα
εὐθαρσῶς καί ἀνδρείως κατεπάτησας».
Ἐξαποστειλάριον
«Ἀγάθη μεγαλώνυμε, Χριστοῦ νύμφη ἀκήρατε,
κάλλος ἀπόθετον θεῖον καί Μάρτυς ἠγλαϊσμένη,
μνείαν ποιοῦ τῶν πίστει σέ τιμώντων καλλιπάρθενε
καί τήν ἁγιάν σου μνήμην χαρμονικῶς
ἐκτελούντων πταισμάτων λύσιν εὑρέσθαι».
Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ἕνα ἀπό τά γενναῖα παλληκάρια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ἀντώνιος, πού ἔζησε στά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὑπόδειγμα ἀγωνιστῆ νέου, μέ πνεῦμα ἡρωικό. Καί παρά τά συνεχῆ μαρτύρια, κράτησε τήν πίστη του καί ἔμεινε μέχρι τέλους Χριστιανός καί Ἕλληνας.
Ὁ Ἀντώνιος γεννήθηκε στήν Ἀθήνα καί εἶχε τήν εὐτυχία νά ζεῖ σ΄ ἕνα θερμό οἰκογενειακό περιβάλλον χριστιανικής πίστεως καί ἀγάπης. Οἱ γονεῖς του, Μῆτρος καί Καλομοίρα, ἦταν πάμπτωχοι ὑλικῶς, πλούσιοι ὅμως καί μεγάλοι στήν ψυχή. Πλούσιος καί μεγάλος ψυχικῶς καί ὁ Ἀντώνιος ἀπό τήν μικρή του ἡλικία.
Ὅμως ἡ ὑλική φτώχεια τόν ἀναγκάζει ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν νά ἀναζητήσει καί νά βρεῖ ἐργασία ἔξω ἀπό τό σπίτι τους. Ἐργαζόταν καθημερινά ὅλη τήν ἡμέρα σέ κάποιον Τουρκαλβανό, μέ προθυμία, ἐπιμέλεια καί τιμιότητα. Τά λίγα χρήματα πού ἐξοικονομοῦσε, τά παρέδιδε στούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι καμάρωναν τό παιδί τους γιά τήν ἐργατικότητα καί τήν εἰλικρίνειά του.
Ἦταν τότε ἡ ἐποχή πού ζωντάνεψε ἡ ἐλπίδα ὅτι οἱ κατακτητές Τοῦρκοι θά φύγουν, καί μέ τή βοήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσίας ἡ Ἑλλάδα θά ἐλευθερωνόταν. Ἀλλά γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ τουρκικές οἰκογένειες εἶχαν ἀνησυχήσει καί πολλές ἀπ’ αὐτές ἔφυγαν γιά τήν Πελοπόννησο. Μαζί τους ἔσυραν καί πολλά Χριστιανόπουλα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἀντώνιο. Ἐδῶ στήν Πελοπόννησο οἱ κύριοί του πούλησαν τόν Ἀντώνιο σέ Ἀγαρηνούς ἐμίρηδες. Αὐτά ἦταν πλέον τά νέα ἀφεντικά τοῦ δεκαεξάχρονου πιά Χριστιανόπουλου. Ἀπό ἐδῶ τώρα ἀρχίζει τό μαρτύριο τοῦ Ἀντωνίου. Διότι οἱ νέοι του κύριοι ὄχι μόνο τόν μεταφέρουν μαζί τους στόν Δούναβη, πολύ μακριά ἀπό τήν οἰκογένεια καί τήν πατρίδα του, ἀλλά καί μέ ἐπιμονή ἀπαιτοῦν νά ἀποκηρύξει τή χριστιανική του πίστη καί νά γίνει Μωαμεθανός. Πέντε φορές ἀλλάζει ἀφεντικά, τό ἕνα χειρότερο τοῦ ἄλλου, καί ὁ κλειός περισσότερο περισφίγγει γιά νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὅμως τό Χριστιανόπουλο ἀγωνίζεται., Παρά τίς ἀπειλές, μένει σταθερό, ἄκαμπτο, ἀνυποχώρητο. Ἀλλά ὑπάρχει Θεός! Ὑπάρχει ὁ Κύριος ὁ δυνατός καί κραταιός, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», πού εἶδε τοῦ πτωχοῦ Χριστιανόπουλου τόν πόνο καί τόν πόθο, πού ἄκουσε τίς δακρυσμένες προσευχές τῶν γονέων του. Ἔτσι τελικά πουλιέται ὁ Ἀντώνης σέ Χριστιανούς κυρίους καί αὐτοί τόν μεταφέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά βοηθᾶ στό ἐργαστήριο τοῦ κυρίου του, πού ἦταν μεταξουργός. Πόσο εὐτυχισμένος αἰσθάνεται τώρα ὁ Ἀντώνιος! Μπορεῖ ἐλεύθερα νά προσεύχεται, νά ἐπικαλεῖται τόν Θεό του, νά ἐκκλησιάζεται. Περισσότερο ἀκόμη, μπόρεσε νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει. Ἡ χαρά του δέν περιγράφεται. Ἀγάλλεται καί εὐφραίνεται καί δοξολογεῖ τόν Κύριο.
Πόσο διήρκεσε ἡ κατάσταση αὐτή, δέν γνωρίζουμε. Μᾶλλον λίγο. Τά πράγματα κάποτε ἄλλαξαν, γιά νά ἀκολουθήσει γιά τόν Ἀντώνιο μία δύσκολη πάλι περίοδος, ἀλλά καί ἔνδοξη· μιά περίοδος ὁμολογίας καί μαρτυρίου. Κάποιο πρωινό περνοῦσε ἔξω ἀπό τό ἐργαστήριό του ὁ Τοῦρκος χιλίαρχος, πού ἦταν τό τελευταῖο ἀπό τούς Μωαμεθανούς ἀφεντικό του. Κι ὅταν τόν εἶδε, ἄρχισε νά φωνάζει δυνατά καί ἀπειλητικά. Ζητοῦσε νά συλλάβει τόν νεαρό, πού, ὅπως ἔλεγε, ἔφυγε κρυφά ἀπό τή δούλεψή του καί ἀκόμη, ἐνῶ ἦταν Τοῦρκος, τώρα κάνει τόν Χριστιανό. Μαζεύονται τότε περαστικοί καί περίεργοι καί μέ βία σέρνουν τόν Ἀντώνιο στόν κριτή.
Στήν ἀνάκριση πού ἀκολουθεῖ, ὁ κριτής κατά τή συνήθειά του προσπαθεῖ νά μεταπείσει τόν Ἀντώνιο, μέ ὑποσχέσεις, μάλιστα παιδικές, γιά ροῦχα πού θά τοῦ ἔδινε φανταχτερά, χρήματα πολλά, δόξες καί μεγαλεῖα. Ἐάν αὐτά προτιμοῦσε τό γενναῖο Χριστιανόπουλο, θά τά εἶχε κερδίσει ἀπό χρόνια τώρα, ἐφόσον μέ τόση φορτικότητα τοῦ τό ζητοῦσαν κατά καιρούς τά ἀφεντικά του. Αὐτός ὅμως τόν Χριστό θέλει νά κρατήσει καί Ἕλληνας νά μείνει. Γι’ αὐτό καί ἀπαντᾶ στόν κριτή μέ σταθερότητα καί παρρησία: Μή νομίζεις, ὅτι θά μέ μεταστρέψεις μέ αὐτά σου τά φερσίματα. Ὄχι, ποτέ! Βασάνισε μέ λοιπόν, μαστίγωσε μέ, κόψε τό σῶμα μου κομμάτια – κομμάτια. Κι ἄν θέλεις, σκέψου νά βρεῖς καί ὅποιο ἄλλο φρικτότερο βασανιστήριο γιά μένα. Νά ξέρεις ὅμως, ὅτι εὐκολότερα ἐσύ μπορεῖς νά γίνεις Χριστιανός, παρά ἐγώ νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό καί νά παύσω νά τόν ὁμολογῶ Θεό ἀληθινό καί σωτήρα μου. Τά εἶπε μέ συγκίνηση καί μέ τρόπο, πού ἔδειχνε τήν θεία ἔμπνευσή του. Ὁ Κύριος ἄλλωστε βεβαίωσε γιά τίς περιπτώσεις αὐτές: «Ἐγώ δώσω ὑμῖν στόμα καί σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιπεῖν οὐδέ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν» (Λουκ. κα΄ 15). Ὅμως ὁ κριτής, παρά τό ὅτι ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητα τοῦ Ἀντωνίου, ἐπειδή φοβᾶται τόν τουρκικό ὄχλο, σάν τόν Πιλᾶτο, ὑπογράφει τήν καταδικαστική ἀπόφαση. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ σουλτάνος Ἀβδούλ Χαμίτ. Ἔτσι στίς 5 Φεβρουαρίου τοῦ 1774, ἡμέρα Τετάρτη, δεμένος ὁ Ἀντώνιος πισώπλατα ὁδηγεῖται στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Δέν τόν σέρνουν. Αὐτός μόνος του τρέχει γεμάτος ἀγαλλίαση. Κι ἐκεῖ στό Ἄκ Σαράι, ὅπως διασώζει ὁ ἱερός Συναξαριστής, «κλίνει τήν κεφαλήν καί εἰπών Κύριε, εἰς χείρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου», ἀποκεφαλίζεται. Τρεῖς φορές ὁ δήμιος κτύπησε μέ τό σπαθί του τόν ἱερό του τράχηλο καί ἀπέσπασε τήν κεφαλή του. Καί καταλήγει: Οἱ Χριστιανοί τῆς Βλάγκας ἀγόρασαν τό λείψανό του γιά ἑβδομῆντα γρόσια καί παίρνοντάς το μέ μεγάλη προπομπή καί παρρησία καί ἐπινίκια ἄσματα πῆγαν ἔξω στή Ζωοδόχο Πηγή καί τό ἐνταφίασαν.
Μπροστά μας λοιπόν ἕνα λαμπρό φωτεινό παράδειγμα νέου Ἑλληνόπουλου μέ ἰδανικά, μέ ἀγάπη ἀληθινή πρός τόν Χριστό, μέ πίστη ζωντανή, γιά τά ὁποία θυσίασε τήν ζωή του. Καί κέρδισε τήν ΖΩΗ, πού εἶναι ἡ ἔνδοξη αἰωνιότητα κοντά στόν Χριστό. Πόσοι σημερινοί νέοι εἶναι ἕτοιμοι νά τόν μιμηθοῦν; Μακάριοι!
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη