Τί ἔχουμε νὰ δώσουμε ἐμεῖς;

«Ὥρα ἐνάτη». Τρεῖς περίπου τὸ ἀπόγευμα. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Ἰωάννης, ἀνέβαιναν στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος νὰ προσ­ευχηθοῦν. Στὴν εἴσ­οδο συνάντησαν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ ἦταν χωλὸς ἀπὸ τὴ γέννησή του, ὁ ὁποῖος καθόταν στὴν πύλη τοῦ Ἱεροῦ καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Μόλις ἀντίκρισε τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς κοίταξε παρακαλώντας τους νὰ τοῦ δώσουν ὅ,τι εἶχαν.
Τότε ὁ Πέτρος τοῦ λέγει:
–Κοίταξέ μας προσεκτικά. «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι». Δὲν ἔχω νομίσματα, οὔτε ἀργυρὰ οὔτε χρυσά. «Ὃ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι». Αὐτὸ ποὺ ἔχω, αὐτὸ θὰ σοῦ δώσω. Μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει ἡ πίστη στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω καὶ περπάτα· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει». Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε ὄρθιο.
Γεμάτος χαρὰ ὁ κουτσὸς ζητιάνος ση­­κώθηκε καὶ βάδιζε ἐλεύθερα δοξάζον­τας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε. Οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ βεβαιώθηκαν ὅτι αὐ­τὸς εἶναι ὁ χωλὸς ποὺ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, ἔμειναν ἔκπληκτοι μπροστὰ στὸ θαυμαστὸ γεγονός. Ὁ δὲ θεραπευμένος χωλὸς ἀκολουθοῦσε τοὺς Ἀποστόλους γεμάτος εὐγνωμοσύνη. Ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, αὐτὸ ἔδωσαν στὸν ἐμπερίστατο ἀδελφό. Ζητοῦσε χρή­ματα γιὰ νὰ καλύψει τὶς τρέχουσες ἀνάγκες του, καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἔ­δωσαν τὴν ὑγεία του, ποὺ ἦταν πολυτιμότερο ἀγαθὸ ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ζητοῦσε τὴ βοήθειά τους, καὶ κεῖνοι τοῦ ἔδωσαν τὴν ἴαση γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται καὶ μὲ τὸν ἱδρώτα του νὰ βγάζει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήσει. Ζητοῦσε κάτι λίγο, προσωρινό, καὶ κεῖνοι τοῦ ἔδωσαν κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Ζητοῦσε ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ κεῖνοι τοῦ ἔδωσαν ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Πνεύματος ποὺ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν εἶχαν λάβει.
Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων στὸ γ΄ κεφάλαιο. Εἶναι ἀπὸ τὰ πρῶτα θαύματα τῶν Ἀποστόλων μετὰ τὴν Πεντηκοστή.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου στὸ αἴτημα τοῦ χωλοῦ μᾶς διδάσκει. «Ὃ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι». Διότι καὶ στὶς μέρες μας, στὸν τόπο μας σὰν τὸν χωλὸ πολλοὶ γύρω μας ζητοῦν. Δὲν εἶναι μόνο οἱ ἐνδεεῖς, οἱ πτωχοὶ ἀδελφοί μας ποὺ ἡ ἀνάγκη τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἐπαιτεία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Εἶναι πολλοὶ ποὺ μᾶς πλησιάζουν καὶ παρακαλοῦν κάτι νὰ τοὺς δώσουμε, λίγο χρόνο, λίγο ἐνδιαφέρον.

Τί ἔχουμε νὰ δώσουμε ἐμεῖς;

Ὅσοι μποροῦν καὶ ὑλικὰ νὰ δώσουν, ἂς τὸ κάνουν. Κάποιοι ἄλλοι σὰν τὸν ἀ­­πόστολο Πέτρο μπορεῖ νὰ ἀπαντήσουν: «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑ­πάρχει μοι». Δὲν ἔχουν δυνατότητα νὰ δώσουν χρήματα, ὑλικὰ ἀγαθά. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ μποροῦν νὰ χαρίσουν.
Μποροῦν νὰ προσφέρουν γνήσια ἀ­γάπη, συμπόνια, δυνατὴ πίστη, ζων­τανὴ ἐλπίδα, εἰλικρινεῖς σχέσεις, παρηγορητικὸ λόγο, στήριγμα στὶς θλιμμένες, τὶς ἀπελπισμένες ψυχές.
Κάποτε ὁ Ρῶσος λογοτέχνης Ντοστο­γέφσκι συνάντησε στὸ δρόμο ἕνα φτωχὸ ἐπαίτη, στάθηκε, πῆγε νὰ βγάλει χρήματα γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Διεπίστωσε ὅμως πὼς δὲν εἶχε μαζί του ἐκείνη τὴ στιγμή. Λυπήθηκε καὶ μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ τοῦ προσφέρει, ἔσκυψε καὶ τὸν ἀσπάσθηκε. Τοῦ ἔδωσε ἀγάπη, τὸν στήριξε μ᾿ ἄλλον τρόπο. Ἦταν λίγο;
Ὅσοι δὲν ἔχουμε χρήματα, ἔχουμε τὸν Χριστό, κι Αὐτὸν μποροῦμε νὰ δώσουμε. Γνωρίζουμε τὴν ἀλήθεια Του, καὶ αὐ­τὴν μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε. Γευόμαστε τὴν παρουσία τῆς θεϊκῆς Του ἀ­γάπης καὶ μποροῦμε νὰ προσκαλέσουμε ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ τὴ γευθοῦν. Ἀ­γωνιζόμαστε νὰ ἐφαρμόζουμε καθημερινὰ τὸ Νόμο Του, καὶ αὐτὸ μιλᾶ περισσότερο, τὸ παράδειγμά μας. Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε, ποὺ βιώνουμε, μποροῦμε νὰ προσφέρουμε. Μποροῦμε, διότι, ὅ­πως λέγει ὁ Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Ὁ Χριστιανὸς ὅταν βρεῖ τὸν Χριστό, ὅ­ταν γνωρίσει τὸν Χριστό, ὅταν ὁ Χριστὸς ἐγκύψει μέσα στὴν ψυχούλα του καὶ Τὸν αἰσθανθεῖ, θέλει νὰ φωνάζει καὶ νὰ τὸ λέει παντοῦ τί εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν, εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, εἶναι τὸ ἄκρον τῶν ἐφετῶν, εἶναι τὸ πᾶν. Ὅλα στὸ Χριστὸ ὑπάρχουν τὰ ὡραῖα» (Γέροντος Πορφυρίου, Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, ἔκδ. Μεταμόρφωσις Σωτῆρος, Μήλεσι Ἀττικῆς 2002).