ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (8/2)

Σήμερα 8/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης
  • Προφήτης Ζαχαρίας
  • Άγιες Μάρθα, Μαρία και Λυκαρίων ο Οσιομάρτυρας
  • Άγιοι Νικηφόρος και Στέφανος οι Μάρτυρες
  • Όσιοι Φιλάδελφος και Πολύκαρπος
  • Όσιος Μακάριος Επίσκοπος Πάφου
  • Άγιος Περγέτος
  • Άγιος Σάββας Αρχιεπίσκοπος Σερβίας
  • Άγιος Αγαθάγγελος Επίσκοπος Δαμασκού

 

Οἱ ἅ­γιοι Θε­ό­δω­ροι Τή­ρων καί Στρα­τη­λά­της

8.-Agio-Theodoros-Tyron-kai-Stratilatis

Κα­τέ­χουν καί οἱ δυ­ό ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση στή με­γά­λη καί ἔν­δο­ξη φά­λαγ­γα τῶν Μαρ­τύ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Μέ τήν ζω­ή τους καί τό μαρ­τύ­ριο τους δό­ξα­σαν τόν ἀρ­χη­γό τῶν Μαρτύ­ρων, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Πολ­λά ση­μεῖ­α ἔ­χουν κοι­νά στή ζω­ή τους. Ἦ­ταν καί οἱ δυ­ό στρα­τι­ω­τι­κοί, καί ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν στό στρα­τό τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων. Ἔ­ζη­σαν τήν ἴ­δια σχε­δόν ἐ­πο­χή, καί ἄ­θλη­σαν ὁ  πρῶ­τος στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Μα­ξι­μί­νου (305 – 312), καί ὁ δεύ­τε­ρος στά χρό­νια τοῦ Λι­κι­νί­ου (307 – 323). Στήν τι­μη­μέ­νη Μι­κρά Ἄ­σια, πού ἀ­νέ­δει­ξε τίς ὀ­νο­μα­στές Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ἀ­να­δεί­χθη­καν καί οἱ δύ­ο. Ἀ­πό ἕ­να χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ἀ­μα­σεί­ας τοῦ Εὐ­ξεί­νου Πόν­του, κα­τα­γό­ταν ὁ Τή­ρων. Ἀπό τήν πα­σί­γνω­στη πό­λη Ἡ­ρά­κλεια προ­ερ­χό­ταν ὁ Στρα­τη­λά­της. Φο­βε­ρό ἦ­ταν τό μαρ­τύ­ριο καί τῶν δυ­ό του Χρι­στοῦ στρα­τι­ω­τῶν καί ἄ­φθαρ­τος ὁ στέ­φα­νος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Χρι­στός τούς στε­φά­νω­σε. Ἄς δοῦ­με τώ­ρα με­ρι­κές σκη­νές ἀ­πό τή ζω­ή τους καί τό μαρ­τύ­ριον τους.

1. Ὁ Τήρων

Σέ τάγ­μα νε­ο­σύλ­λε­κτων (Τη­ρώ­νων) ὑ­πη­ρε­τεῖ ὁ Τή­ρων. Ἀ­π’ αὐ­τό πῆ­ρε τό πα­ρω­νύ­μιό του. Δι­οι­κη­τής τοῦ τάγ­μα­τος, Πραι­πό­σι­τος (=ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός), ὁ Βρίγ­κας, ἄνθρωπος πο­τι­σμέ­νος μέ τήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α καί κη­ρυγ­μέ­νος ἐ­χθρός της χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στε­ως. Ὁ Θε­ό­δω­ρος, γεν­ναῖ­ος στρα­τι­ώ­της, ἀλ­λά καί θερ­μός Χρι­στια­νός, δέν ἦ­ταν δυνατόν νά μή γί­νει γνω­στός, ὅ­τι δέν ἐ­κτι­μᾶ τούς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κούς θε­ούς καί δέν προ­σφέ­ρει σ’ αὐ­τούς θυ­σί­α, ἀλ­λά λα­τρεύ­ει τόν μό­νο ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α δέν ἄρ­γη­σε νά φθά­σει στά αὐ­τιά τοῦ σκλη­ροῦ Ρω­μαί­ου ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ. Τόν κα­λεῖ ἀ­μέ­σως σέ ἀ­νά­κρι­ση. Ὁ ἡ­ρω­ι­κός Θε­ό­δω­ρος μέ θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λο­γεῖ τήν χρι­ο­τι­α­νι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα. Εἶ­μαι Χριστια­νός, ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση στήν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Βρίγ­κα. Πι­στεύ­ω στόν ἕ­να καί μό­νο ἀ­λη­θι­νόν Θε­ό καί στόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τόν Σω­τή­ρα μου.

Ὅς βόμ­βα ἔ­πε­σε στά αὐ­τιά τοῦ δι­οι­κη­τοῦ ἡ ὁ­μο­λο­γί­α. Ἕ­να κύ­μα θυ­μοῦ τόν κυ­ρί­ευ­σε. Νά δι­ά­τα­ξει ἀ­μέ­σως τήν φυ­λά­κι­σή του ἡ τό βα­σα­νι­σμό του; Ἐ­πι­βλή­θη­κε ὅ­μως στόν ἑ­αυ­τό του καί τοῦ ἔ­δω­σε προ­θε­σμί­α νά σκε­φθεῖ ὡ­ρι­μό­τε­ρα καί νά τοῦ ἀ­πάν­τη­σει τε­λει­ω­τι­κῶς. Ὁ γεν­ναῖ­ος ὅ­μως ἀ­θλη­τής δέν εἶ­χε τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο νά σκε­φθεῖ. Ἡ ἀ­πό­φα­σή του, στα­θε­ρή καί ἀ­με­τα­κί­νη­τη, ἦ­ταν νά μεί­νει πι­στός μέ­χρι τέ­λους, ἔ­στω κι ἄν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε τά σκλη­ρό­τε­ρα τῶν μαρ­τυ­ρί­ων. Ἡ πί­στω­ση ὅ­μως τοῦ χρό­νου πού τοῦ δό­θη­κε δέν ἔπρεπε νά χα­θεῖ. Συλ­λαμ­βά­νει ἕ­να τολ­μη­ρό σχέ­διο. Ὕ­πηρ­χεν ἐ­κεῖ ἕ­νας να­ός εἰ­δω­λο­λα­τρι­κός, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στήν Ρέ­α, πού θε­ω­ροῦν­ταν μη­τέ­ρα τῶν θε­ῶν. Ὁ να­ός αὐ­τός μέ τό εἴ­δω­λο τῆς θε­ᾶς πρέ­πει νά κα­τα­στρα­φεῖ. Δέν δι­στά­ζει λοι­πόν νά κά­ψει καί τόν να­ό καί τό εἴ­δω­λο. Ἡ μα­νί­α τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ἔ­φθα­σε στό ἀ­προ­χώ­ρη­το. Ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής βεβαιώνει, ὅ­τι αὐ­τός προ­έ­βη στήν πρά­ξη αὐ­τή, γιά νά ἀ­παλ­λά­ξει τόν τό­πο ἀ­πό τόν να­ό τῆς ψεύ­δους θε­ᾶς.

Ἡ δι­α­τα­γή εἶ­ναι τώ­ρα ρη­τή καί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή. Ἐ­κεῖ­νος, πού τόλ­μη­σε τέ­τοι­ο ἔγ­κλη­μα νά δι­ά­πρα­ξει, πρέ­πει νά πε­θά­νει μέ τά φρι­κτό­τε­ρα βα­σα­νι­στή­ρια. Τόν κρε­μοῦν λοι­πόν καί τοῦ κα­τα­ξε­σχί­ζουν τίς σάρ­κες του μέ σι­δη­ρέ­νια ἐρ­γα­λεῖ­α. Τό αἷ­μα τρέ­χει. Οἱ πό­νοι πε­ρο­νιά­ζουν τό σῶ­μα. Ἄλ­λα καί ὁ Μάρ­τυς μέ­νει ἄ­καμ­πτος. Ἔ­πει­τα ἀ­πό ὥ­ρα πολ­λή καταβιβά­ζε­ται τό πα­ρα­μορ­φω­μέ­νον σῶ­μα ζων­τα­νό καί ρί­πτε­ται σέ με­γά­λη φω­τιά. Ἐ­κεῖ μέ­σα σέ ἀ­φό­ρη­τες ὀ­δύ­νες, ἀλ­λά καί μέ τή δο­ξο­λο­γί­α στά χεί­λη, ὁ μάρ­τυς πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα του στόν Θε­ό. Ἀ­λη­θι­νός με­γα­λο­μάρ­τυς.

2. Ὁ Στρα­τη­λά­της.

Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Λι­κί­νιος, σφο­δρός δι­ώ­κτης τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται, ὅ­τι ὁ γεν­ναῖ­ος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός του, ὁ Θε­ό­δω­ρος, πού δι­α­πρέ­πει στίς μά­χες καί τι­μᾶ τά ρω­μα­ϊ­κά ὅπλα, εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α του προ­κα­λεῖ κα­τά­πλη­ξη. Στέλ­νει λοι­πόν ἀ­νώ­τε­ρους ἀ­ξι­ω­μα­τι­κούς ἀ­πό τή Νι­κο­μή­δεια, ὅ­που δι­έ­με­νε, στήν Ἡ­ρά­κλεια, γιά νά ὁ­δη­γή­σουν μέ τι­μή τόν Θε­ό­δω­ρο ἐ­κεῖ. Ὁ Θε­ό­δω­ρος δη­λώ­νει ἀ­μέ­σως τήν προ­θυ­μί­α του. Εἰ­ση­γεῖ­ται ὅ­μως στούς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους, ὅ­τι ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Λι­κι­νί­ου στήν Ἡ­ρά­κλεια εἶ­ναι γιά πολλούς λό­γους ὠ­φέ­λι­μος. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ πεί­θε­ται καί ἀ­πο­φα­σί­ζει νά ἔλ­θει. Ὁ γεν­ναῖ­ος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός του ἐ­πι­φυ­λάσ­σει λαμ­πρή ὑ­πο­δο­χή. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ τόν χαι­ρε­τᾶ μέ χειραψί­α. Πολ­λά ἐλ­πί­ζει νά πε­τύ­χει μέ τήν ἐκ­δή­λω­ση τῆς εὐ­νοί­ας αὐ­τῆς. Πρέ­πει ὅ­μως νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει τήν πλη­ρο­φο­ρί­α. Εἶ­ναι ὁ Θε­ό­δω­ρος, ὁ γεν­ναῖ­ος στρα­τη­λά­της, Χρι­στια­νός; Σέ ἑ­ορ­τή πού ὀρ­γα­νώ­νε­ται πρός τι­μή του, κά­θε­ται σέ πο­λυ­τε­λή θρό­νο. Προ­τρέ­πει τόν Θε­ό­δω­ρο νά προ­σφέ­ρει στούς θε­ούς θυ­σί­α. Ὁ Θε­ό­δω­ρος ἀν­τί γι’ αὐ­τό δι­α­τυ­πώ­νει μί­α πα­ρά­κλη­ση. Νά τοῦ δο­θοῦν τά χρυ­σά καί ἀρ­γυ­ρά ἀ­γαλ­μά­τια τῶν θε­ῶν στά χέ­ρια του· νά τά με­τα­φέ­ρει στήν οἰ­κί­α του· νά τά θυ­μί­α­σει καί νά τά ραν­τί­σει μέ μύ­ρα· καί κα­τό­πιν δη­μό­σια νά προ­σφέ­ρει τίς κα­νο­νι­σμέ­νες τι­μές. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ συγ­κα­τα­τί­θε­ται. Στήν οἰ­κί­α του ὅ­μως τά συν­τρί­βει καί τά τε­μά­χιά τους τά δι­α­μοι­ρά­ζει στούς φτω­χούς. Τό πράγ­μα ἐ­ξέ­γει­ρε τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες. Θε­ω­ρή­θη­κε προ­σω­πι­κή προ­σβο­λή κα­τά τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος καί με­γί­στη κα­τα­φρό­νη­ση κα­τά τῶν θε­ῶν. Ὁ Λι­κί­νιος δι­α­τάσ­σει νά βα­σα­νί­σουν ἄ­γρια τον Μάρ­τυ­ρα. Ἄρ­χι­σαν νά τόν τρυ­ποῦν ἀ­λύ­πη­τα σ’ ὅ­λο τό σῶ­μα του. Τίς πλη­γές πού δη­μι­ουρ­γοῦν­ταν τίς ἔ­και­γαν καί ὅ­που δέν ὑ­πῆρ­χε πλη­γή, ἔ­ξυ­ναν τό σῶ­μα του μέ βασανιστι­κά ὄρ­γα­να. Ἔ­τσι τόν ρί­χνουν στή φυ­λα­κή. Ἄ­φου τόν ἄ­φη­σαν γιά λί­γο ἐ­κεῖ, τόν ἔ­φε­ραν πά­λι στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, καί οἱ δή­μιοι τόν σταύ­ρω­σαν. Κα­θώς βρι­σκό­ταν στήν κα­τά­στα­ση ἐ­κεί­νη, δι­ε­περ­νών­τας τό σῶ­μα του μέ βε­λό­νες καί τόν τό­ξευ­αν στό πρό­σω­πο, μέ τρό­πο ὥ­στε τά μά­τια του χύ­θη­καν ἔ­ξω. Ἀ­κό­μη ἔ­κο­βαν μέ­λη ἀ­πό τό σῶ­μα του, ὥ­στε νά μεί­νει ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο. Τέ­λος τόν ἀ­πε­κε­φά­λι­σαν καί ἔ­τσι πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Πλά­στη.

Ἐ­κεῖ μα­ζί μέ τόν ὁ­μώ­νυ­μό του Θε­ό­δω­ρο τόν Τή­ρω­να πρε­σβεύ­ουν πάν­το­τε ὑ­πέρ ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Μάρ­θα, Μα­ρί­α, Λυ­κα­ρί­ων

Γιά τούς Ἁ­γί­ους, Ὅ­σιους καί Μάρ­τυ­ρες, μά­λι­στα τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν αἰ­ώ­νων, δέν ἔ­χου­με πάν­το­τε πολλά στοι­χεῖ­α. Στοι­χεῖ­α γιά τήν ἐ­πο­χή, τόν τό­πο καί τόν τρό­πο πού ἔζη­σαν καί ἔ­δρα­σαν. Οἱ αἰ­ῶ­νες πού πέ­ρα­σαν, δέν δι­έ­σω­σαν ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες. Αὐ­τό συ­νέ­βη καί μέ τούς τρεῖς Μάρ­τυ­ρες ἀ­δελ­φούς, τή Μάρ­θα, τή Μα­ρί­α καί τόν Λυκαρίωνα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, τά κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ζω­ῆς καί δρά­σε­ώς τους πα­ρα­μέ­νουν αὐ­θεν­τι­κά, κα­θώς ἡ εὐ­λά­βεια τῶν Χρι­στια­νῶν τά με­τα­βι­βά­ζει ἀ­πό γε­νιά σέ γε­νιά.

Τρί­α ἀ­δέλ­φια πι­στά στόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, τά ὁ­ποῖ­α ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τά τρί­α ἀ­δέλ­φια, φί­λους τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ὅ­πως μᾶς πε­ρι­γρά­φουν οἱ ἱ­ε­ροί Εὐ­αγ­γε­λι­στές, τή Μάρ­θα, τή Μα­ρί­α καί τόν Λά­ζα­ρο, κα­θώς μά­λι­στα τά δυ­ό πρῶ­τα ὀ­νό­μα­τα συμ­πί­πτουν. Μό­νο τό ὄ­νο­μα τοῦ Λα­ζά­ρου, ἐ­κεί­νου τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­στη­σε ὁ Κύ­ριος, ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἐ­δῶ μέ τό ὄ­νο­μα Λυ­κα­ρί­ων.        

Ἔ­ζη­σαν σέ πε­ρί­ο­δο δι­ωγ­μοῦ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­ταν οἱ κο­σμο­κρά­το­ρες τῆς Ρώ­μης αὐ­το­κρά­το­ρες κα­τε­δί­ω­καν τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί τούς Χρι­στια­νούς μέ φα­να­τι­σμό καί πεῖ­σμα, μέ ὅ­λους τους τρό­πους καί τά μέ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, πα­ρά τούς σκλη­ρούς δι­ωγ­μούς καί πα­ρά τήν ἀ­πύθ­με­νη δι­α­φθο­ρά τῆς ἐ­πο­χῆς, τά τρί­α ἀ­δέλ­φια ζοῦ­σαν ζω­ή εἰ­λι­κρι­νοῦς πί­στε­ως, ἁ­γνό­τη­τος καί ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως στόν Κύ­ριό τους. Πῆ­ραν ἄλ­λω­στε τήν ἀ­να­τρο­φή καί τήν ἔμ­πνευ­ση ἀ­πό τούς συ­νει­δη­τούς χρι­στια­νούς γο­νεῖς τους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πό βρέ­φη τούς γα­λού­χη­σαν μέ τά θεῖα νά­μα­τα τῆς πί­στε­ως. Ἐ­φαρ­μο­ζό­ταν δη­λα­δή καί γιά τά τρί­α αὐ­τά ἀ­δέλ­φια ὅ,τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἔ­γρα­φε στόν μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο: «ἀ­πό βρέ­φους τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα οἶ­δας, τά δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι εἰς σω­τη­ρί­αν» (Β Τίμ. γ 15).

Καί πράγ­μα­τι τά ἱ­ε­ρά αὐ­τά γράμ­μα­τα «ἐ­σό­φι­σαν» τά τρί­α ἀ­δέλ­φια. Δι­ό­τι σο­φί­α εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό ὁ­ποῖ­ο καί οἱ τρεῖς ὄ­χι μό­νο γνώ­ρι­σαν θε­ω­ρη­τι­κῶς καί μά­λι­στα κα­λά, ἀλ­λά καί ἐ­φάρ­μο­ζαν πρα­κτι­κά στή ζω­ή τους. Καί αὐ­τό τό θεῖ­ο θέ­λη­μα ὡς «σο­φί­α ἄ­νω­θεν κα­τερ­χο­μέ­νη» δι­α­λά­λη­σαν στό πε­ρι­βάλ­λον τους, κα­θώς πε­ρι­έρ­χον­ταν σέ χω­ριά καί κω­μο­πό­λεις καί κή­ρυτ­ταν ὅ,τι καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος πα­λαι­ό­τε­ρα: «οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλ­λῳ οὐ­δε­νί ἡ σω­τη­ρί­α» (Πράξ. δ 12), πα­ρά στήν πί­στη τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ κη­ρύγ­μα­τός τους ὁ Κύ­ριος τό γνω­ρί­ζει: πό­σοι πί­στευ­σαν καί ὁ­δη­γή­θη­καν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό βά­πτι­σμα καί στή σω­τη­ρί­α. Τί καί ἄν οἱ δι­ωγ­μοί μαί­νον­ταν; Τί καί ἄν ὁ κίν­δυ­νος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἦ­ταν προ­φα­νής; Μέ τόν ἐν­θου­σια­σμό τους οἱ τρεῖς, μέ τή σύ­νε­ση καί τήν ὁ­σί­α ἀ­να­τρο­φή τους, κή­ρυτ­ταν «Χρι­στόν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον».

Οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φοί δέν δη­μι­ούρ­γη­σαν δι­κή τους ὁ κα­θέ­νας οἰ­κο­γέ­νεια. Ἀ­πο­τέ­λε­σαν μία μο­να­χι­κή οἰ­κο­γε­νεια­κή συ­νοί­κη­ση, στήν ὁ­ποί­α ἀ­σκοῦν­ταν, προ­σεύ­χον­ταν καί συ­νοι­κο­δο­μοῦν­ταν πνευ­μα­τι­κά, δο­ξά­ζον­τας τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Αὐ­τά ὅ­μως ὅ­λα, τό­σο τό μι­κρό κοι­νό­βιο, ὅ­σο καί κυ­ρί­ως αὐ­τή ἡ ἐν Χρι­στῷ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση, ἔ­γι­ναν κά­πο­τε γνω­στά καί ἐ­ρέ­θι­σαν τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες τῶν γύ­ρω πε­ρι­ο­χῶν. Αὐ­τοί κα­τέ­δω­σαν τούς τρεῖς ἀ­δελ­φούς στόν ἡ­γε­μό­να τῆς πε­ρι­φε­ρεί­ας καί τούς κα­τη­γό­ρη­σαν μέ τόν γνω­στό φα­να­τι­σμό τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Ἐ­νώ­πιον τώ­ρα τοῦ ἡ­γε­μό­νος οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φοί, Μάρ­θα, Μα­ρί­α καί Λυ­κα­ρί­ων! Βε­βαί­ως ἀ­πτό­η­τοι. Ποι­όν καί τί ἔ­χουν νά φο­βη­θοῦν; «Τίς αὐ­τούς χω­ρί­σει ἀ­πό τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρί­στου; θλῖ­ψις ἤ στε­νο­χώ­ρια ἤ δι­ωγ­μός ἤ λι­μός ἤ γυ­μνό­της ἤ κίν­δυ­νος ἤ μά­χαι­ρα»; (Ρωμ. η΄ 35). Εἶ­ναι τό­ση ἡ σο­φί­α καί ἡ πει­στι­κό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­παν­τοῦν οἱ ἀ­πο­λο­γού­με­νοι Μάρ­τυ­ρες, ὥ­στε οἱ ἀν­τί­δι­κοι δι­ῶ­κτες μέ­νουν ἔκ­θαμ­βοι. Σε­μνοί καί οἱ τρεῖς ἐ­νώ­πιον τοῦ ἡ­γε­μό­νος, κα­λοῦν καί αὐ­τόν καί τούς γύ­ρω του σέ με­τά­νοι­α καί πί­στη στόν Χρι­στό. Ἀ­πο­λο­γοῦν­ται, κη­ρύτ­τουν τόν Χρι­στό καί μέ­νουν ἡ­ρω­ι­κοί σ’ ὅ­λη τήν ἀ­νά­κρι­ση. Καί στό μαρ­τύ­ριο στή συ­νέ­χεια.

Ναί, στό μαρ­τύ­ριο! Δι­ό­τι με­τά τή μαρ­τυ­ρί­α Ἰ­η­σοῦ με­τα­φέ­ρον­ται στό μαρ­τύ­ριο γιά τόν Ἰ­η­σοῦ. Ὁ ἡ­γε­μών δί­νει ἐν­το­λή νά κα­θη­λώ­σουν καί τούς τρεῖς σέ σταυ­ρούς. Νά τούς σταυ­ρώ­σουν. Στή­νουν λοι­πόν τρεῖς σταυ­ρούς, ὅ­πως πα­λαι­ό­τε­ρα στόν Γολ­γο­θά, καί καρ­φώ­νουν ἐ­κεῖ τούς Μάρ­τυ­ρες. Καί εἶ­ναι ἔκ­δη­λη ἡ εὐ­φρο­σύ­νη τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, κα­θώς τούς βλέ­πουν σταυ­ρω­μέ­νους. Τούς σαρ­κά­ζουν, φω­νά­ζουν καί τούς πε­ρι­παί­ζουν. Ἀλ­λά οἱ τρεῖς ὑ­ψώ­νουν τήν ψυ­χή τους στόν Κύ­ριό τους καί τόν δο­ξά­ζουν καί τόν ὑ­μνοῦν, δι­ό­τι τούς ἀ­ξι­ώ­νει νά τε­λει­ώ­σουν τήν ζω­ή τους μέ μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το ὅ­μοι­ο μέ τόν δι­κό Του! Ὅ­μως οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, γιά νά χορ­τά­σουν πλή­ρως τό πά­θος τους, σπεύ­δουν καί τούς ἀ­πο­κε­φα­λί­ζουν σταυ­ρω­μέ­νους. Καί ἔ­τσι, ἐ­νῶ τά τρί­α σώ­μα­τα κρέ­μον­ται στόν σταυ­ρό, τά κε­φά­λια τους πέ­φτουν αἱ­μό­φυρ­τα στή γῆ. Συγ­χρό­νως οἱ ψυ­χές τους σπεύ­δουν μέ ἀγ­γε­λι­κή συ­νο­δεί­α νά συ­ναν­τή­σουν τόν λα­τρευ­τό τους Κύ­ριο, τόν ὁ­ποῖ­ο δό­ξα­σαν μέ τήν ὁ­σί­α ζω­ή τους, τήν μαρ­τυ­ρί­α καί τό μαρ­τύ­ριό τους.

Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­α τά ποι­η­τι­κά ἐ­πι­γράμ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νέ­θε­σε γι’ αὐ­τούς.

Γιά τόν Λυ­κα­ρί­ω­να:

Ἄ­φω­νος ἤ­κει πρός ξί­φος Λυ­κα­ρί­ων ἔ­ναν­τι τοῦ κεί­ρον­τος, οἷον ἀρ­νί­ον. Καί δι­πλοῦν ἐ­δέ­ξω, Λυ­κα­ρί­ων, τό στέ­φος ὅ­σιος οἵα καί ἀ­θλη­τής Κυ­ρί­ου.

Δη­λα­δή: Ἄ­φω­νος ὁ­δη­γεῖ­ται πρός τό ξί­φος ὁ Λυ­κα­ρί­ων, ἀ­πέ­ναν­τι σ’ ἐ­κεῖ­νον πού θά τόν κου­ρέ­ψει σάν ἀρ­νί. Καί δι­πλό στε­φά­νι δέ­χθη­κες, Λυ­κα­ρί­ω­να, ὡς ὅ­σιος καί ὡς ἀ­θλη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καί γιά τίς δυ­ό ἀ­δελ­φές Μάρ­θα καί Μα­ρί­α:

Ἅς πέρ πα­ρῆ­ξεν εἰς φῶς γα­στήρ μί­α Μάρ­θαν, Μα­ρί­αν, ἕν στε­ρεῖ φω­τός ξί­φος.

Δη­λα­δή: Αὐ­τές πού γέν­νη­σε μί­α μί­α μη­τέ­ρα καί τίς ἔ­φε­ρε στό φῶς, τή Μάρ­θα καί τή Μα­ρί­α, ἕ­να ξί­φος τούς στε­ρεῖ τό φῶς.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη