Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος;

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου: Α΄ Κορ. ς΄ 12-20

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»

«Κάνε ὅ,τι θέλεις· ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ ­καρδιά σου!» «Ξέχνα τὰ ‘‘μὴ’’ καὶ τὰ ‘‘ὄχι’’ καὶ ζῆ­σε ἐλεύθερος!» Δελεαστικὰ ἀκούγον­ται αὐτὰ τὰ συνθήματα τοῦ κόσμου, ποὺ καλοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις καὶ περιορισμούς. Εἶναι ὅμως πραγματικὰ ἐλεύθερος ὅποιος κάνει ὅ,τι θέλει;
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος», λέει. Δηλαδή, ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα‧ ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε.
Ὁ θεόπνευστος αὐτὸς λόγος τοῦ ­ἁ­­­­γίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦ­με, πρῶτον, γιατί ἡ ἐλευθερία ὅ­­­πως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος, στὴν οὐσία εἶ­­ναι ὑποδού­λωση, καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦ­με νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.

1. Δοῦλος τῶν παθῶν

Ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς φραγμοὺς καταλήγει τελικὰ στὴν ὑποδούλωση! Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς σημερινῆς εὐ­αγγελικῆς περικοπῆς. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ πα­­­τρικὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος, καὶ κατέληξε νὰ γίνει δοῦλος. Ἔφτασε ­μάλιστα σὲ τέτοια φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση, ὥστε κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα! Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάντημα κάθε ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι ἐλευθερία σημαίνει ζωὴ ἀχαλίνωτη. Θέλει, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἐλεύθερος γιὰ νὰ διασκεδάζει, νὰ ­ξενυχτᾶ, νὰ πίνει, νὰ ­καπνί­ζει καὶ γενικὰ νὰ παραδίδεται στὶς κατώτερες ἐπιθυμίες του χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές. Καθὼς ὅμως ἀπολαμβάνει τὴ δῆθεν ἀνεξαρτησία του, ἁλυσοδένεται μὲ νέες ἐξαρτήσεις, μὲ ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ ἄνομα πάθη. Ὑποδουλώνεται στὶς ἐπιταγὲς τῆς μόδας, τοῦ κόσμου, τῶν παθῶν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει ὅτι πολλοὶ μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν γίνει σκλάβοι τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας. Διότι στὸ πάθος ποὺ ἔχουν νικηθεῖ, σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχουν ὑποδου­λωθεῖ: «Ἐ­­­­­­λευθερίαν αὐ­τοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐ­τοὶ δοῦλοι ὑπάρ­χοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τού­τῳ καὶ δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19).
Καὶ κάτι ἀκόμη: Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἐλευθερία του, ὅταν καταπατεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει τὴ συνείδηση ποὺ διαρκῶς τὸν ἐλέγχει. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ συνείδηση ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τύψεις καὶ δὲν θὰ βρίσκει ποτὲ γαλήνη καὶ ἠρεμία στὴν ψυχή του.

2. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία

Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι; Μόνο μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνουμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, εἶναι ὅμως ἀληθινό. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσει πραγματικὰ ἐλεύθερος, ὀφείλει νὰ γίνει δοῦλος. Δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πιστὸς καὶ ὑπάκουος, ποὺ θὰ ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐάν… ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. η΄ 36). Πραγματικὰ ἐλεύθεροι θὰ γίνετε, ἂν σᾶς δώσει τὴν ἐλευθερία ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Πράγματι! Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι κι ἀδέσμευτοι ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, τὴν ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Πότε ὁ ἄσωτος ἔζησε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία; Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι μὲ τὴ διάθεση νὰ μείνει ὡς ὑπάκουος καὶ πειθαρχικὸς δοῦλος τοῦ πατέρα του. Καὶ μάλιστα τότε ὁ πα­τέρας του μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη του δὲν τὸν δέχθηκε ὡς δοῦλο ἀλλὰ ὡς τὸ ἀγαπημένο του παιδί. Νά λοιπὸν ποὺ ὁ ἄσωτος ἔγινε πραγματικὰ ἐλεύ­θερος!
Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ζωὴ ὑπακοῆς καὶ ἐλευθερίας μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὰ, διότι «οὗ (=ὅπου) τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17).

❁ ❁ ❁

Ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ χάρισε ἕνα ἀτίμητο δῶ­­ρο: τὴν ἐλευθερία του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄν­θρωπος ἔκανε κακὴ χρήση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, τώρα δρέπει τοὺς καρποὺς τῆς ἀποστασίας του. Ὁ δρόμος λοιπὸν γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἕνας: ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα!