ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (10/2)

Σήμερα 10/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας
  • Όσιος Ζήνων ο Ταχυδρόμος
  • Άγιοι Βάπτος και Πορφύριος
  • Άγιες Τρεις Γυναίκες
  • Άγιοι Ενναθά, Ουαλεντίνα και Παύλος
  • Άγιος Αναστάσιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Αρεοβίνδου
  • Οσία Άννα η Πριγκίπισσα
  • Όσιος Πρόχορος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Βασίλειος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ της Ρωσίας
  • Άγιος Ιωάννης ο Φιλόσοφος
  • Όσιος Λογγίνος ο Ερημίτης
  • Άγιοι Πάντες Ιεράρχες εν Νόβγκοροντ της Ρωσίας
  • Ανάμνηση Θαύματος απαλλαγής νήσου Ζακύνθου εκ της πανώλης
  • Διήγηση περί υπακοής στους γονείς και σεβασμού της ιερής Λειτουργίας

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Agios-Xaralampos

Ποιός δέν γνωρίζει πόσες δυσκολίες ἔχουν τά γηρα­τειά; Καί μάλιστα ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει πολύ στήν ἡλικία, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἀποσυρθεῖ ἀπό τό προ­σκήνιο τῆς ζωῆς καί προσπαθεῖ χωρίς κόπους καί ἐνο­χλή­σεις, ἥσυχος καί ἤρεμος νά περνᾶ τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του. Γιά τά χριστιανικά ὅμως γηρατειά τά πράγ­μα­τα εἶναι πολύ διαφορετικά. Διότι, ὅσο κι ἄν τό σῶμα γη­ρά­σκει καί πονᾶ, ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, συνδε­δε­μένη μέ τόν Χριστό μεταδίδει στό σῶμα μέ τρόπο θαυμα­στό τόνωση καί δύναμη καί κάνει τά γηρατειά ἀκτι­νο­βόλα, δημιουργικά καί εὐεργετικά μέχρι τελευταίας πνοῆς. Χρειάζονται παραδείγματα; Ἡ δραστήρια καί ἡρωική ζωή τοῦ γηραιοῦ ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους.

Ἡ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶναι ἡ πατρίδα του. Σ’ αὐτήν εἶδε τό φῶς τῆς ἡμέρας στό τέλος τοῦ πρώτου μ. Χ. αἰῶνα ὁ Χαράλαμπος. Γεννήθηκε δηλαδή καί ἔζησε ὅταν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀκουγόταν ἀκόμη ἀπό τά στό­ματα τῶν πρώτων διαδόχων τῶν Ἀποστόλων. Σέ ἐποχή ὅμως διωγμοῦ τῆς πίστεως καί μαρτυρίων τῶν Χριστι­ανῶν. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμη νά γίνει καί ἱερεύς του.

Νά δοῦμε τήν ἱερατική διακονία τοῦ ἁγίου; Πρό­σφερε ὅ,τι ἐκλεκτότερο εἶχε ἡ ψυχή του στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε μέσα ἀπό τήν ψυχή του. Ἡ ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς του, ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἡ ἀφοσίωση στό ἔργο του, ἔκαναν ὥστε ἡ ἱερατική του διακονία νά εἶναι πρός τόν Θεό ὀσμή εὐωδίας. Ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ ἦταν μεγάλη. Ἔργο του σπουδαῖο πρός αὐτούς ἡ διδασκαλία. Μέ λόγια δυνατά, μέ παρρησία θαυμαστή, μέ ἐπιχειρήματα ἀκλό­νη­τα ἀποδείκνυε σέ κάθε περίσταση τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, γιά νά ὁδηγήσει καί νά στερεώσει τούς ἀνθρώπους στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια καί τή σωτηρία. Ἐνεργητικός καί δραστήριος πρωτοστατοῦσε ἀκόμη καί σέ ἔργα ἀγάπης καί φιλαν­θρω­πίας, ἀνακουφίσεως καί προστασίας τῶν Χριστιανῶν, γιά νά γίνει πράγματι ὁ πατέρας τῶν πιστῶν στούς δύσκολους μάλιστα καιρούς τῶν διωγμῶν. Γιά τούς λόγους αὐτούς ἄριστα ὁ ἱερός ὑμνογράφος του τόν ὀνομάζει σοφό, ἀλλά καί «στύλο ἀκλόνητο τῆς Ἐκ­κλη­σίας Χριστοῦ» καί «λύχνο ἀείφωτο τῆς οἰκουμένης».

Κι ὅλα αὐτά μέχρι ποιά ἡλικία; Εἶχε ἤδη περάσει τό ἑκατοστό ἔτος τῆς ζωῆς του καί ἡ δραστηριότητά του δέν ὑποβαθμίσθηκε οὔτε στό ἐλάχιστο. Ἔφθασε σέ ἡλικία 113 ἐτῶν καί ἦταν πάντοτε ἀκμαῖος σέ ζωή καί ἐνεργητικό­τη­τα. Μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, μέ ζῆλο ἐκπληκτικό ὑπηρε­τοῦ­σε τόν Κύριο καί τούς ἀδελφούς του μέχρι τήν τε­λευ­ταία στιγμή τοῦ μαρτυρίου του. Διότι ὁ ἅγιος Χαράλαμπος ἀξιώθηκε σέ τέτοια βαθειά γεράματα νά ἀναδειχθεῖ ἥ­ρω­ας, νά γίνει μάρτυρας τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτοκράτωρ τήν ἐποχή ἐκείνη, καθώς ἔληγε ὁ β΄ μ.Χ. αἰώνας, ἦταν ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος, ἱκανός κατά τά ἀλλά ἠγε­μόνας, φοβερός ὅμως διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τότε ὁ ἔπαρχος Λουκιανός συνέλαβε καί τόν γέροντα Χαράλα­μπο. Μέ τρόπο σκληρό, μέ αὐστηρότητα τόν ἔλεγξε, δι­ότι τολμοῦσε νά ἐλέγχει τή θρησκεία τῶν εἰδώλων. Τόν ἀπεί­λησε μέ θάνατο, μέ φοβερό μαρτύριο, ἄν δέν ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Ὁ ὑπεραιωνόβιος ἅγιος ἱερεύς δέν πτοήθη­κε. Τοῦ ἀπάντησε σάν γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί στό τέλος τόν προκάλεσε νά δοκιμάσει ὅ,τι μαρτύριο θέ­λει. Ὁ Χριστιανός μάρτυρας, ἔπαρχε, τοῦ λέει, δέν κου­ρά­ζεται ποτέ, οὔτε θά ζητήσει ἀπό τούς δημίους του ἐπιείκεια.

Ὁ εἰδωλολάτρης ἔπαρχος δέν συγκινεῖται καί δέν κά­μ­πτεται οὔτε ἀπό τήν παρρησία οὔτε ἀπό τήν ἡλικία τοῦ γέ­ροντα ἱερέα. Ἀντιθέτως δίνει διαταγή νά τόν γυμνώ­σουν καί νά ἀποσπάσουν τό δέρμα τοῦ μάρτυρος. Καί τή στιγμή πού οἱ σκληροί δήμιοι ἀρχίζουν νά ἐφαρμόζουν στόν ἅγιο τήν εἰδωλολατρική ὠμότητα καί νά γδέρνουν τό σῶμα του, ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ τί κάνει; Ἤρεμος καί γαλή­νιος, ὅπως πάντοτε, ὑπομένει μέ ἡρωϊσμό τούς φρικτούς πόνους καί δέεται στόν Θεό νά τόν ἐνισχύσει, γιά νά μείνει πιστός μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς. Ὁ Θεός πράγματι ἐνισχύει τόν Χαράλαμπο, ὁ ὁποῖος ψάλλει ὕμνο πρός τόν Κύριό του, πού τόν ἀξιώνει τήν ὥρα αὐτή νά συγκα­τα­λε­χθεῖ ἀνάμεσα στούς μάρτυρές του.

Ἡ σταθερότητα τοῦ γηραιοῦ μάρτυρος, ἡ ἀφοσίωσή του στήν πίστη τοῦ Χρίστου, ἄν δέν ἔκαμψε τόν σκληρό ἔπαρ­χο, συγκίνησε ὅμως τούς δυό δημίους, τόν Πορφύριο καί τόν Βάπτο, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ ἄλλες τρεῖς γυναῖκες πού βρίσκονταν ἐκεῖ ὁμολογοῦν θαρραλέα πίστη στόν Χριστό.

Ὁ Λουκιανός μέχρι τέλους δέν συγκινήθηκε. Οὔτε τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας οὔτε στό φρικτό μαρτύριο τοῦ ὑπέρ­γη­ρου μάρτυρα, ἀλλά οὔτε καί ἀργότερα. Ἀντιθέτως! Ὅλα τά συμβάντα, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωση τῶν Χρι­στι­α­νῶν πρός τόν ἅγιο ἱερέα τους, ἡ λαμπρή φήμη πού ἀπέ­κτη­σε ὁ μάρτυρας γιά τόν ἡρωϊσμό του, ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐξαγρίωσαν περισ­σότερο. Γι’ αὐτό ἔπειτα ἀπό καιρό ὑπέβαλαν τόν Χαρά­λα­μπο καί σέ νέα μαρτύρια. Τόν βασάνισαν καί πάλι μέ σκληρότητα. Τόν ἔδεσαν μέ χαλινάρι καί τόν ἔσερναν κάτω στή γῆ μέσα ἀπό τούς δρόμους τῆς πόλεως, γιά νά τόν γελοι­ο­ποι­ήσουν καί νά τόν ἐξευτελίσουν. Καί στό τέλος δόθηκε ἡ ἐντολή νά ἀποκεφαλισθεῖ ὁ γέροντας ἱερεύς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα ἐκείνη, τό 198 μ. Χ. σέ ἡλικία 113 ἐτῶν παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, τόν ὁποῖο μέ τόση πιστότητα μέχρι τά βαθύτατα γηρατειά του ὑπη­ρέ­τησε καί μέ τόση γενναιότητα καί ἡρωισμό ὁμολόγησε.

Τέτοια εὐλογημένα γηρατειά, δημιουργικά καί εὐεργε­τικά καί ἡρωικά μόνο ὁ Χριστός καί ὁ νόμος τοῦ δημιουρ­γεῖ. Τότε καί σήμερα. Κι ὅσοι τό ποθοῦν ἄς μένουν ἀπό τή νεότητά τους συνδεδεμένοι μέ τόν Κύριο. Αὐτός θά τούς τά χαρίσει.

Δοξαστικόν τῶν Ἀποστίχων. Ἦχος δ΄.

Τόν νοερόν ἀδάμαντα τῆς ὑπομονῆς, ἀδελφοί, τόν γεν­ναι­ότατον ἀθλητήν,

τόν δυσί στέμμασι κατεστεμμένον, ἱε­ρω­σύνης καί ἀθλήσεως παρά δεξιᾶς τοῦ παντάνακτος Θε­οῦ,

Χαραλάμπιν, τόν ἐν Μάρτυσι μέγιστον εὐφη­μή­σω­μεν. Οὗτος γάρ τόν ἀλάστορα καταπαλαίσας,

τρόπαιον μέγα κα­­τά πλάνης ἀνεστήσατο. Καί νῦν ἐν οὐρανοῖς τόν Θεόν ἐξαιτεῖται,

ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἡμῖν παρασχεῖν, καί παντοί­ων νόσων ἀπαλλαγήν, τοῖς θερμῶς προστρέχουσιν αὐτῶ,

καί τήν ἁγίαν αὐτοῦ κάραν εὐλαβῶς ἀσπαζομένοις, καί τήν ἐτήσιον αὐτοῦ μνήμην μετά πόθου τελοῦσι,

καί αἰτου­μέ­νοις δι’ αὐτοῦ τόν Θεόν ἱλασμόν, καί τό μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος δ΄.

Ὡς στύλος ἀκλόνητος τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ καί λύ­χνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ,

ἐδείχθης Χαράλα­μπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ διά τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων τήν σκοτόμαιναν,

μάκαρ, διό ἐν παρρησίᾳ Χρι­στῷ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΖΗΝΩΝ

Στή φι­λό­θρη­σκη καί φι­λό­χρι­στη Πα­τρί­δα μας κά­θε σχε­δόν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή τά­ξη ἔ­χει καί τόν προ­στά­τη Ἁ­γιό της. Ἔ­τσι καί οἱ τα­χυ­δρο­μι­κοί, πού τό­σο εὐ­ερ­γε­τι­κά ἐρ­γά­ζον­ται στήν κοι­νω­νί­α, ἔ­χουν προ­στά­τη καί βο­η­θό τούς τόν ἅ­γιο Ζή­νω­να. Καί τη­ροῦν οἱ τα­χυ­δρο­μι­κοί μας μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του ὡς ἡ­μέ­ρα ἀρ­γί­ας. Μέ πα­νη­γυ­ρι­κή θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί μέ ἄλ­λες ἀ­νά­λο­γες ἐκ­δη­λώ­σεις τι­μοῦν τή μνή­μη τοῦ ὁ­σί­ου ἀν­δρός. Ὁ Ζή­νων ὡς ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τα­χυ­δρο­μι­κός τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς αὐ­λῆς τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου τίμησε τήν ἀ­πο­στο­λή του καί ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­πό­δειγ­μα πι­στοῦ καί ἐ­νά­ρε­του τα­χυ­δρο­μι­κοῦ.

Αὐ­το­κρα­το­ρι­κός τα­χυ­δρό­μος

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Κύ­ρου Θε­ο­δώ­ρη­τος δι­α­σώ­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἁ­γί­ου, τά ὁ­ποί­α κα­τα­ξι­ώ­νουν τόν Ζή­νω­να ὡς ἄν­δρα ἀ­ξι­ό­λο­γο καί θαυ­μα­στό. Ἔ­τσι ἄλ­λω­στε ἀρ­χί­ζει τήν ἱ­στο­ρί­α του ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος: «Ζή­νω­να τόν θαυ­μά­σιον οὐ πολ­λοί μέν γι­νώ­σκου­σιν, οἱ δέ γι­νώ­σκον­τες θαυ­μά­ζειν ἀ­ξί­ως οὐ δύ­ναν­ται».

Ὁ Ἅ­γιος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας καί ἦ­ταν σύγ­χρο­νος καί συμ­πα­τρι­ώ­της τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου. Οἱ γο­νεῖς του, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει τό Συ­να­ξά­ρι του, ἦ­ταν ἔν­δο­ξοι καί πλού­σιοι. Ὡς ἄν­θρω­ποι μέ πολ­λή ἀ­γά­πη πρό­σφε­ραν στό γι­ό τούς ὅ,τι τούς ἦ­ταν δυ­να­τόν, γιά νά τόν βο­η­θή­σουν νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ μέ ἐ­πι­τυ­χί­α στή ζω­ή του καί νά γί­νει εὐτυχισμένος. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ζω­ῆς τοῦ Ζή­νω­να ἦ­ταν ἡ θερ­μή πί­στη στό Θε­ό, ἡ βα­θύ­τα­τη εὐ­λά­βεια καί ὁ δι­α­κα­ής πό­θος νά ζεῖ πάν­το­τε σύμ­φω­να μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Αὐ­το­κρά­το­ρας τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ὁ Οὐά­λης (364-374 μ.Χ.). Ὁ Ζή­νων ἦ­ταν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς αὐ­λῆς μέ τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­πο­στο­λή τοῦ ἐ­πί­ση­μου αὐ­το­κρα­το­ρι­κοῦ τα­χυ­δρό­μου τῶν βα­σι­λι­κῶν γραμ­μά­των. Καί ἐ­πι­τε­λοῦ­σε τήν ἀ­πο­στο­λή του αὐ­τή μέ κά­θε εὐ­συ­νει­δη­σί­α καί τι­μι­ό­τη­τα εἴ­τε αὐ­τή ἦ­ταν ἁ­πλή καί συ­νη­θι­σμέ­νη εἴ­τε ἐ­πεί­γου­σα καί μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἦ­ταν πι­στός καί ἐ­νά­ρε­τος. Ἀ­νε­λάμ­βα­νε ἐμ­πι­στευ­τι­κές ἀ­πο­στο­λές, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­φερ­νε σέ πέ­ρας μέ κά­θε λε­πτό­τη­τα ὅ­πως ταί­ρια­ζε στή δι­πλή του ἰ­δι­ό­τη­τα, τοῦ ἔμ­πι­στου βα­σι­λι­κοῦ τα­χυ­δρό­μου καί τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του Χρι­στια­νοῦ. Γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό λό­γο καί ἀ­πο­λάμ­βα­νε τήν ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη, τι­μή καί ἀ­γά­πη ἐκ μέρους τοῦ ἴ­διου τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα καί τῶν συ­νερ­γα­τῶν του.

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ζή­νων δέν ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε κα­θό­λου ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς αὐ­λῆς μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο βρέ­θη­κε. Γνω­στό εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Οὐά­λης ἦ­ταν φί­λος θερμός τῶν Ἀ­ρεια­νῶν καί ἀ­προ­κά­λυ­πτος ὑ­πο­στη­ρι­κτής τους. Ἔ­τσι δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι μέ­σα στά αὐ­το­κρα­το­ρι­κά δι­α­με­ρί­σμα­τα οἱ αἱ­ρε­τι­κοί θά εἶ­χαν εὐ­πρόσ­δε­κτη τήν εἴσο­δο. Σί­γου­ρα θά γί­νον­ταν ἔν­το­νες συ­ζη­τή­σεις καί ἀ­νά­λο­γη προ­πα­γάν­δα ἀ­πό πολ­λούς. Ὁ ὅ­σιος καί ἀ­πό τήν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση τοῦ ἀλ­λά καί ἀ­πό κα­θῆ­κον ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά πα­ρευ­ρί­σκε­ται καί νά ἀ­να­στρέ­φε­ται μέ πολ­λούς μέ­σα στό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Κι ὅ­μως ὄ­χι μό­νο δέν ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πό τά ἀ­σύ­στο­λα ψεύ­δη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλ­λά βέβαι­ος γιά τήν πί­στη του καί πι­στός στά δόγ­μα­τα τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­μει­νε στα­θε­ρός καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος στήν ἀ­λή­θεια καί τήν ἀ­ρε­τή. Εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο πρᾶγ­μα νά μέ­νει κα­νείς πι­στός καί ἐ­νά­ρε­τος κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά ζεῖ σέ πε­ρι­βάλ­λον αἱ­ρέ­σε­ων, πει­ρα­σμῶν καί ἁ­μαρ­τί­ας. Χρει­ά­ζε­ται στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­ση, δύ­να­μη θε­λή­σε­ως καί χά­ρη Θε­οῦ.

Ὁ Ζή­νων ὄ­χι μό­νο ἔ­μει­νε στα­θε­ρός στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀλ­λά μέ ἀ­κό­μη θερ­μό­τε­ρο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ζῆ­λο, χω­ρίς νά φο­βη­θεῖ τίς συ­νέ­πει­ες, προ­σπά­θη­σε νά γί­νει εὐ­ερ­γε­τι­κός καί στό πε­ρι­βάλ­λον του. Με­τα­δί­δει τήν ἀ­λή­θεια καί ὑ­πο­στη­ρί­ζει τίς ὀρ­θό­δο­ξες πε­ποι­θή­σεις του. Ἔ­τσι ἐ­πι­τε­λοῦ­σε δι­πλό ἔρ­γο, τοῦ βα­σι­λι­κοῦ τα­χυ­δρό­μου καί τοῦ τα­χυ­δρό­μου τοῦ μεγάλου Βα­σι­λέ­ως Χρι­στοῦ.

Με­γά­λο ὑ­πό­δειγ­μα καί πρό­τυ­πο γιά τούς τα­χυ­δρο­μι­κούς καί τῆς δι­κῆς μας ἐ­πο­χῆς. Καί αὐ­τοί, ὅ­ταν ἔ­χουν ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη στήν ψυ­χή τούς τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, μπο­ροῦν νά γί­νον­ται με­τα­φο­ρεῖς τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ μη­νύ­μα­τος. Ἔρ­χον­ται σέ ἐ­πα­φή κα­θη­με­ρι­νά μέ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τή θεί­α ἀ­λή­θεια. Καί ὅ­ταν αὐ­τή προσφέ­ρε­ται μέ σύ­νε­ση καί ἀ­γά­πη, γί­νε­ται εὐ­πρόσ­δε­κτη καί εὐ­ερ­γε­τι­κή. Πό­σο ἱ­ε­ρή πράγ­μα­τι εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λή τῶν ἀ­γα­πη­τῶν τα­χυ­δρο­μι­κῶν μας, ὅ­ταν βέ­βαι­α συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τή συ­νει­δη­τή καί ἀ­κρι­βή ἐ­πι­τέ­λε­ση τοῦ κύ­ριου ἔρ­γου τους.

Στή στα­θε­ρό­τη­τα αὐ­τή πού ἐ­πέ­δει­ξε ὁ Ζή­νων μέ­σα στήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή αὐ­λή βο­ή­θη­σε πο­λύ ἡ γνω­ρι­μί­α του μέ τόν Μ. Βα­σί­λει­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό ἔ­τος 370 μ.Χ. ἦταν Ἐ­πί­σκο­πός της ἰ­δι­αί­τε­ρης πα­τρί­δας του, τῆς Και­σά­ρειας. Σέ δύ­σκο­λους και­ρούς, ὅ­ταν πει­ρα­σμοί, αἱ­ρέ­σεις, θύ­ελ­λες ποι­κί­λες ξε­σποῦν, ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρῶ­τα ἀ­πό τή θεί­α βο­ή­θεια κι ἔπει­τα ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φι­κή συμ­πα­ρά­στα­ση, ἐ­νί­σχυ­ση καί τό­νω­ση. Ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελ­φοῦ βο­η­θού­με­νος ὡς πό­λις ὀ­χυ­ρά (Παρ. ι­η΄ 19).

Ὁ ἴ­διος ὁ Ζή­νων ὁ­μο­λο­γοῦ­σε ὅ­τι ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να καί γιά πο­λύ ἄ­κου­γε καί ἀ­πο­λάμ­βα­νε τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου. Καί τά νά­μα­τα αὐ­τά τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ με­γά­λου Πατέρα, πού πό­τι­ζε τίς ψυ­χές τῶν Χρι­στια­νῶν ὅ­λης της πε­ρι­ο­χῆς, καλ­λι­έρ­γη­σαν καί τήν ψυ­χή τοῦ Ζή­νω­να καί τή γέ­μι­σαν μέ καρ­πούς ἀ­ρε­τῶν. Γρά­φει ὁ ἐ­πί­σκο­πος Θεοδώρητος ὅ­τι «ὁ Ζή­νων τῆς ἀρ­δεί­ας ἀ­ξί­ους ἐ­πέ­δω­κε τούς καρ­πούς».

Ἔ­τσι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Ζή­νων ὡς ἐ­πί­ση­μος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος, αὐ­το­κρα­το­ρι­κός τα­χυ­δρό­μος, ἀλ­λά συγ­χρό­νως πι­στός καί ἐ­νά­ρε­τος Χρι­στια­νός, στα­θε­ρός στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μέ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α ζω­ῆς καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή προ­σπά­θεια ἀ­ξι­ό­λο­γη.

Ἀ­να­χω­ρη­τής καί ἀ­σκη­τής

Δέν γνω­ρί­ζου­με γιά πό­σα χρό­νια ἐ­πι­τέ­λε­σε τό κα­θῆ­κον τοῦ τα­χυ­δρό­μου ὁ ὅ­σιος Ζή­νων στήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή αὐ­λή. Τό βέ­βαι­ο εἶ­ναι ὅ­τι, ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Οὐά­λης, ὁ Ζή­νων «ἀ­πέ­θε­το τήν στρα­τι­ω­τι­κήν ζώ­νην» καί ἀ­πο­σύρ­θη­κε στά μέ­ρη γύ­ρω ἀ­πό τήν Ἀν­τι­ό­χεια γιά νά γί­νει μο­να­χός. Θέ­λη­σε τό ὑ­πό­λοι­πό της ζω­ῆς του νά τό πε­ρά­σει μα­κριά ἀπό τόν κό­σμο, μέ τέ­λεια ἀ­φο­σί­ω­ση στό Θε­ό, μέ προ­σευ­χή καί ἀ­σκή­ση. Δέν τόν εἶ­χε ἐ­πη­ρε­ά­σει οὔ­τε ἡ ἐμ­πι­στευ­τι­κή θέ­ση καί τό ἀ­ξί­ω­μα οὔ­τε ὁ πο­λύς πλοῦ­τος πού κληρονόμησε ἀ­πό τούς γο­νεῖς του. Ἀν­τί­θε­τα μά­λι­στα, ἐ­πει­δή ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἡ μό­νη ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ξί­α εἶ­ναι ὁ Θε­ός καί ὁ στε­νός σύν­δε­σμος μέ αὐ­τόν, θέ­λη­σε νά δο­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά σ’ αὐ­τόν. Γι’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ ἀ­παρ­νή­θη­κε τά πάν­τα, καί «πλοῦ­τον ὅ­τι μά­λι­στα πλεῖ­στον ἐν πα­τρί­δι κα­τα­λι­πῶν», ἔ­στρε­ψε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του στήν ἀ­πό­κτη­ση τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου πλού­του, τοῦ με­γά­λου θη­σαυ­ροῦ καί τοῦ πο­λύ­τι­μου μαρ­γα­ρί­τη. Δι­ά­λε­ξε λοι­πόν μί­α σπη­λιά πού ἦ­ταν πα­λαι­ός τά­φος καί ἐ­κεῖ μέ­σα ἀ­σκή­τευ­σε.

Μό­νος του περ­νοῦ­σε τίς ἡ­μέ­ρες του. Ὁ Θε­ός τοῦ ἦ­ταν ὑ­πε­ραρ­κε­τός, γιά νά γε­μί­ζει τήν ἡ­μέ­ρα του. Μέ τά φτε­ρά τοῦ νοῦ ἀ­νέ­βαι­νε ψη­λά στό θρό­νο τοῦ Κυ­ρί­ου καί ἐ­κεῖ δέν χόρ­ται­νε νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ καί νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει τόν ὕ­μνο τῶν ἀγ­γέ­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι «ἀ­κα­τα­παύ­στοις στό­μα­σιν, ἀ­σι­γή­τοις δο­ξο­λο­γί­αις» ὑ­μνοῦν τόν Θε­ό. Ἄλ­λω­στε ἡ ἐ­πί­γεια μέ­ρι­μνά του ἦ­ταν ἡ κά­θαρ­ση τῆς ψυ­χῆς καί ἡ ἄ­σκη­ση στίς ἀ­ρε­τές. Αὐ­τή δέ ἡ φρον­τί­δα γιά τήν κά­θαρ­ση μα­ζί μέ τή θεί­α ἐ­νό­ρα­ση, πού γιά τόν Ζή­νω­να ἦ­ταν συ­νε­χής, γέ­μι­ζε μέ οὐ­ρά­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα καί εὐ­τυ­χί­α τήν ψυ­χή του.

Γί αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό λό­γο, ἐ­πει­δή αἰ­σθα­νό­ταν τή θεί­α αὐ­τή μα­κα­ρι­ό­τη­τα, δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τά ἀλ­λά. Δέν εἶ­χε, γρά­φει ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος, οὔ­τε λυ­χνά­ρι, γιά νά τοῦ φέγ­γει τή νύ­χτα, οὔ­τε κι­βώ­τιο καί τρα­πέ­ζι, γιά νά το­πο­θε­τεῖ τά ἀ­το­μι­κά του εἴ­δη μί­α καί δέν εἶ­χε τί­πο­τα δι­κό του. Ἡ μό­νη του πε­ρι­ου­σί­α ἦ­ταν ἕ­να στρῶ­μα ἀ­πό ἄ­χυ­ρο στό ὁ­ποῖ­ο κά­πο­τε ἀ­νέ­παυ­ε τό τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο του σῶ­μα. Τίς ἄλ­λες ὧ­ρες ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε μέ τόν Θε­ό καί προ­σευ­χό­ταν γιά τή δι­κή του σω­τη­ρί­α καί τή σω­τη­ρί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦ­σαν ἀ­νά­με­σα σέ πει­ρα­σμούς καί αἱ­ρέ­σεις καί πλά­νες. Ἡ τρο­φή του ἦ­ταν τε­λεί­ως ἁ­πλή. Κά­ποι­ος γνώ­ρι­μός του τοῦ ἐ­φερ­νε κά­θε δυ­ό ­μέ­ρες λί­γο ψω­μί καί μ’ αὐ­τό τρε­φό­ταν. Τό νε­ρό τό κου­βα­λοῦ­σε ὁ ἴ­διος ἀ­πό πο­λύ μα­κριά.

Ὁ ὅ­σιος Ζή­νων ἦ­ταν καί βα­θύ­τα­τα τα­πει­νό­φρων. Πα­ρά τή μόρ­φω­σή του, τήν ἄ­σκη­ση καί τήν ἀ­ρε­τή του θε­ω­ροῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­νά­ξιο νά συμ­βου­λεύ­ει τούς ἄλ­λους, ἄν καί πολ­λοί ζη­τοῦ­σαν τή συμ­βου­λή του καί τή δι­δα­σκα­λί­α του. Ὁ ἴ­διος ἔ­σπευ­δε σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α νά ἀ­κού­σει συμ­βου­λή καί λό­γο Θε­οῦ. Κά­θε Κυ­ρια­κή συ­ναν­τοῦ­σε στόν ἱ­ε­ρό Να­ό τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἄλ­λους ἀ­σκη­τές. Συμ­με­τεῖ­χε στή θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄ­κου­γε τήν εὐ­αγ­γε­λι­κή δι­δα­σκα­λί­α. Κοι­νω­νοῦ­σε τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων καί πά­λι ἀ­πο­συ­ρό­ταν μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη εὐ­φρο­σύ­νη στό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο καί ἀ­πρό­σι­το ἐ­ρη­μη­τή­ριό του.

Αὐ­τό τό πε­νι­χρό ἐ­ρη­μη­τή­ριο μέ τήν ἄ­σκη­ση τοῦ ἁ­γί­ου ἀν­δρός καί τίς προ­σευ­χές του εἶ­χε γί­νει ἱ­ε­ρό καί τό­πος πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν κά­πο­τε οἱ Ἴ­σαυ­ροι ἐ­πι­τέ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί τήν ἐ­ρή­μω­σαν μέ λε­η­λα­σί­ες καί σφα­γές, τόν ὅ­σιο Ζή­νω­να δέν τόν πλη­σί­α­σαν. Δέν βρῆ­καν τό κρη­σφύ­γε­τό του, ἄν καί αὐ­τό βρι­σκό­ταν μπρο­στά τους. Σπά­ρα­ζε ἡ ψυ­χή τοῦ ὁ­σί­ου, ὅ­ταν ἔ­βλε­πε τίς φο­βε­ρές σφα­γές ἀ­θώ­ων ἀν­θρώ­πων. Γι’ αὐ­τό καί προ­σευ­χή­θη­κε θερ­μά στό Θε­ό νά ἀ­πο­μα­κρύ­νει τούς κα­τα­στρο­φεῖς. Καί πραγ­μα­τι­κά ἡ προ­σευ­χή του εἰ­σα­κούσθη­κε. Ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε τό θαῦ­μα Του.

Πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅ­σιος τα­κτο­ποί­η­σε τήν πε­ρι­ου­σί­α πού τοῦ εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει στήν πα­τρί­δα του, μιά καί αὐ­τό δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά γί­νει νω­ρί­τε­ρα. Ἀ­φοῦ μέ πολ­λή σο­φί­α καί σύ­νε­ση ἀ­πέ­δω­σε στούς κα­τά σάρ­κα ἀ­δελ­φούς του ὅ­σα τούς ἀ­νῆ­καν, ὁ ἴ­διος δέν θέ­λη­σε κα­θό­λου νά ἀγ­γί­ξει τά δι­κά του. Τά ἀ­νέ­θε­σε σέ ἔμ­πι­στο καί εὐ­σε­βῆ ἄν­θρω­πο, γιά νά τά δι­α­θέ­σει ὅ­που ὑ­πῆρ­χε πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη. Καί πά­λι ὅ­μως ἀ­πέ­μει­ναν πολ­λά. Τό­τε ὁ Ὅ­σιος κά­λε­σε κον­τά του τόν Ἀρ­χι­ε­ρέ­α τῆς πό­λε­ως Ἀ­λέ­ξαν­δρο, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ο­δώ­ρη­τος χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἀ­ρε­τῆς ἀρ­χέ­τυ­πον καί εὐ­σε­βεί­ας ἀ­γλά­ι­σμα. Σ’ αὐ­τόν πα­ρέ­δω­σε τά χρή­μα­τα, γιά νά γί­νει ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος αὐ­τό πού ὁ ἴ­διος ὁ Ὅ­σιος τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε: Τῶν­δε τῶν χρη­μά­των ἄ­ρι­στος οἰ­κο­νό­μος, κα­τά τόν θεῖ­ον αὐ­τά δι­α­νέ­μων σκο­πόν, ὡς ἐ­κεί­νῳ τῷ κρι­τῇ τάς εὐ­θύ­νας ὑ­φέ­ξων. Ἔ­τσι καί ἡ πε­ρι­ου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου πα­ρα­δό­θη­κε καί δι­α­τέ­θη­κε γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ὅ­πως καί ὁ ἴ­διος καί ἡ ζω­ή του ὁ­λό­κλη­ρη.

Δέν ἔ­ζη­σε πολ­λά χρό­νια ἀ­πό τό­τε. Με­τά ἀ­πό ἀ­σκή­ση 40 πε­ρί­που ἐ­τῶν κοι­μή­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 10 Φε­βρου­α­ρί­ου τό 417 μ.Χ. καί ἄ­φη­σε φή­μη ὁ­σί­ου ἀ­σκη­τῆ σέ ὅ­λη τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α. «Οἵ­α τίς Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κης ἀ­πό τῶν σκαμ­μά­των ἀ­πῆ­ρεν, οὐ πα­ρά ἀν­θρώ­πων μό­νον, ἀλ­λά καί πα­ρά Ἀγ­γέ­λων τήν εὐ­φη­μί­αν δε­ξά­με­νος».

Τέ­τοι­ο Ἅ­γιο ἔ­χουν γιά προ­στά­τη καί βο­η­θό οἱ ἀ­γα­πη­τοί τα­χυ­δρο­μι­κοί. Αὐ­τόν κα­θέ­νας τους πρέ­πει νά μι­μη­θεῖ κα­τά τή δι­ε­ξα­γω­γή τοῦ κοι­νω­φε­λοῦς καί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἔρ­γου του. Εὐ­συ­νεί­δη­τοι, πρό­θυ­μοι καί ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κοί καί συγ­χρό­νως στα­θε­ροί στίς ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κές ἀρ­χές τους, στήν πί­στη καί τήν ἀ­ρε­τή. Ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος διά πρε­σβει­ῶν τοῦ ὁ­σί­ου θά τούς ἐ­νι­σχύ­ει στούς κα­θη­με­ρι­νούς κό­πους καί τίς τα­λαι­πω­ρί­ες.

Τῆς σφαλ­λο­μέ­νης εὐ­κλεί­ας, Ζή­νων μα­κά­ρι­ε, λι­πῶν τάς ἀ­πο­λαύ­σεις οὐ­ρα­νό­φρο­νι γνώ­μῃ, τοῖς λό­γοις τοῦ Σω­τῆ­ρος πί­στει θερ­μή ἠ­κο­λού­θη­σας, Ὅ­σι­ε, ἀγ­γε­λι­κήν πο­λι­τεί­αν ἐ­πί τῆς γῆς με­τά σώ­μα­τος ἐ­λό­με­νος.

Τρο­πά­ρια τοῦ μι­κροῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος α΄

Ἔ­πι­στο­λευς πέ­λων, Ζή­νων, τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, τῷ Βα­σι­λεῖ τῆς δό­ξης ἠ­κο­λού­θη­σας χαί­ρων

καί ἐ­πι­στο­λο­φό­ρων ὤ­φθης θερ­μός βο­η­θός θείῳω Πνεύ­μα­τι,

ἀγ­γε­λι­κῶς βι­ο­τεύ­σας ἐ­πί τῆς γῆς διά τοῦ­το εὐ­φη­μοῦ­μεν σε.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος γ΄

Θεί­ου Πνεύ­μα­τος λα­βῶν τήν χά­ριν, δί ἀ­σκή­σε­ως ἁ­γί­ας, Πά­τερ,

ζω­ῆς θεί­ας ὑ­πεμ­φαί­νεις τάς χά­ρι­τας, καί τοῦ Σω­τῆ­ρος θε­ρά­πων γε­νό­με­νος,

γραμ­μα­το­φό­ροις βρα­βεύ­εις τά κρείτ­το­να. Ζή­νων Ὅ­σι­ε,

Χρι­στόν τόν Θε­όν ἱ­κέ­τευ­ε δω­ρή­σα­σθαι ἡ­μῖν τό μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη