ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (11/2)

Σήμερα 11/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Βλάσιος επίσκοπος Σεβαστείας
  • Αγία Θεοδώρα η Βασίλισσα
  • Άγιος Βλάσιος ο ιερομάρτυρας εξ Ακαρνανίας
  • Άγιοι Δυο παίδες
  • Άγιες Επτά Γυναίκες
  • Εύρεσις των τιμίων λειψάνων του Προφήτη Ζαχαρία πατέρα του Ιωάννη του Προδρόμου
  • Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας εκ Σερβίας
  • Ανάμνηση θαύματος της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Πάργα της Νικόπολης
  • Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
  • Άγιος Γαβριήλ ο βασιλέας
  • Όσιος Δημήτριος εκ Ρωσίας
  • Όσιος Κασσιανός εκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας

11.-Agios-Blasios

Δέν λεί­πουν καί σή­με­ρα οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες ἐ­κεῖ­νοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι πε­ρι­βάλ­λον­ται τήν ἱ­ε­ρω­συ­νη καί δι­α­κο­νοῦν στό ἱ­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ριο ὡς ἱ­ε­ρεῖς καί ἀρ­χι­ε­ρεῖς τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τό συ­νέ­βη καί μέ τόν ἅ­γιο Βλά­σιο.

Ὁ Βλά­σιος εἶ­χε σπου­δά­σει τήν ἰ­α­τρι­κή ἐ­πι­στή­μη κον­τά σέ ἀ­ξι­ό­λο­γους ἰα­τρούς τοῦ Δ΄ αἰ­ῶ­νος. Καί αὐ­τή ἡ σπου­δή τῆς Ἰ­α­τρι­κῆς τοῦ ἔ­δι­νε τή δυ­να­τό­τη­τα νά θαυ­μά­ζει στήν ἁρμονία τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τή σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως οἱ φυ­σι­κοί καί ἀ­στρο­νό­μοι τήν ἀνακαλύπτουν στή φύ­ση ἤ στούς μα­κρυ­νούς κό­σμους τῶν ἀ­στεριῶν καί τῶν γαλαξι­ῶν. Κι ἀ­φοῦ σπού­δα­σε τήν ἰ­α­τρι­κή, ἔ­θε­σε κα­τό­πιν τή μόρ­φω­ση, τίς γνώ­σεις καί τό χρό­νο του στή δι­ά­θε­ση τῶν ἀν­θρώ­πων καί δι­α­κο­νοῦ­σε τούς πά­σχον­τες, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Κύ­ριος τό­σο πο­λύ ἀ­γά­πη­σε.

Δέν εἶ­χε ὅ­μως μό­νο τή δι­α­κο­νί­α αὐ­τή, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φθα­νε πολ­λές φο­ρές μέ­χρι θυ­σι­ῶν. Ὡς Χρι­στια­νός βλα­στός ὁ Βλά­σιος, πού βλά­στη­σε μέ­σα στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πέ­δω­σε καρ­πούς πνευ­μα­τι­κούς πολ­λούς καί πα­ρου­σί­α­σε προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α εἵλ­κυ­ε τήν προ­σο­χή τῶν ἀν­θρώ­πων καί συγ­χρό­νως τόν ἔν­το­νο θαυ­μα­σμό ὅ­λων. Ἡ ἔκ­δη­λη ἀ­γά­πη του, ἡ σε­μνό­τα στήν ἐμ­φά­νι­σή του, ἡ οἰ­κο­δο­μη­τι­κή του ἀ­να­στρο­φή, ἡ τα­πεί­νω­ση καί ἡ εὐ­γέ­νεια τοῦ Βλα­σί­ου ἦ­ταν ἐκ­δή­λω­ση τῆς ἀ­να­γεν­νη­μέ­νης καί ἐ­νά­ρε­της ψυ­χῆς του.

Τόν ἀ­να­γεν­νη­μέ­νο λοι­πόν αὐ­τόν ἄν­θρω­πο, τόν ἰα­τρό μέ τήν τό­ση πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α θέ­λη­σε ὁ Θε­ός νά τι­μή­σει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γι’ αὐ­τό καί τόν κα­τέ­στη­σε καί ἰα­τρό τῶν ψυ­χῶν, τόν ἀ­νέ­δει­ξε ἱ­ε­ρέ­α καί στή συ­νέ­χεια ἐ­πί­σκο­πο Σε­βα­στείας. Ποι­ός ἔ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι τώ­ρα ὁ λύ­χνος πά­νω στή νέ­α λυ­χνί­α ἔ­λαμ­ψε πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τό ἅ­γιο παράδειγμά του καί τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Μέ τόν λό­γο του καί τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια, τά ὁ­ποῖ­α τε­λοῦ­σε, ἐρ­γα­ζό­ταν ἀ­πο­δο­τι­κά καί θε­ά­ρε­στα ὡς ἰα­τρός τῶν ψυ­χῶν γιά τή διακο­νί­α τῶν τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ. Ἦλ­θε ὅ­μως ἡ στιγ­μή νά τόν τι­μή­σει ὁ Θε­ός ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Μα­ζί μέ τό πρῶ­το στε­φά­νι τοῦ τίμι­ου καί κά­λου ἐρ­γά­τη του νά τοῦ δώ­σει καί τό δεύ­τε­ρο λαμ­πρό στε­φά­νι τοῦ ἱ­ε­ροῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Ἦ­ταν τό­τε βα­σι­λεύς τῆς Ἀ­να­το­λῆς ὁ Λι­κί­νιος (307 – 323), δι­ώ­κτης τῆς θρη­σκεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν πι­στῶν της. Τήν ἐ­πο­χή ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή ὁ ἔ­παρ­χος Ἀ­γρι­κό­λας ἀκολουθώντας τό πρό­σταγ­μα τοῦ κυ­ρί­ου του, γιά νά πα­ρα­λύ­σει κά­θε χρι­στι­α­νι­κή προ­σπά­θεια καί νά ἐ­ξον­τώ­σει τούς πι­στούς της Σε­βα­στεί­ας, συ­νέ­λα­βε τόν ἐ­πί­σκο­πο Βλά­σιο. Ἀ­πτό­η­τος ἐ­κεῖ­νος καί μέ τή συ­ναί­σθη­ση, ὅ­τι ὡς Χρι­στια­νός καί Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει κα­θῆ­κον «νά βα­στά­σει τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­νώ­πιον ἐ­θνῶν καί βα­σι­λέ­ων» (Πράξ. θ΄ 15), μέ θάρ­ρος ὁ­μο­λο­γη­τή μι­λᾶ στόν ἄρ­χον­τα γιά τόν Χρι­στό ὡς τόν μό­νο ἀ­λη­θι­νό καί ἀ­γα­θό Θε­ό. Καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει, ὅ­πως καί στίς ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις τῶν ὁμολο­γη­τῶν, τό μαρ­τύ­ριο. Καί πρῶ­τα τόν κτυ­ποῦν. Τόν κτυ­ποῦν σκλη­ρά καί ἀ­δυ­σώ­πη­τα. Στή συ­νέ­χεια τόν κρε­μοῦν ψη­λά καί μέ σι­δε­ρέ­νια νύ­χια ξύ­νουν καί ξε­σχί­ζουν τίς  σάρκες του. Ὥ­ρα πολ­λή δια­ρκεῖ τό μαρ­τύ­ριο. Καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος ὑ­πο­μέ­νει καρ­τε­ρι­κά, δι­ό­τι θε­ω­ρεῖ τό μαρ­τύ­ριο καί τόν θά­να­το γιά τόν Χρι­στό, νί­κη καί κέρ­δος. Δέν τε­λει­ώ­νει ὅ­μως ἐ­δῶ τό ὀ­δυ­νη­ρό μαρ­τύ­ριο. Δι­ό­τι στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τόν κλεί­νουν στή φυ­λα­κή, γιά νά συ­νε­χί­σουν ἀρ­γό­τε­ρα νέ­α μαρ­τύ­ρια.

Ἑ­πτά Χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­ες πα­ρα­κο­λού­θη­σαν τό μαρ­τύ­ριο τοῦ ἐ­πι­σκό­που, θαύ­μα­σαν τόν ἡ­ρω­ϊ­σμό του. Δέν μπό­ρε­σαν ὅ­μως νά κρα­τή­σουν τήν ἀ­γα­νά­κτη­σή τους γιά τή θη­ρι­ω­δί­α τοῦ ἄρ­χον­τα. Χω­ρίς νά φο­βη­θοῦν ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἐ­νώ­πιόν του καί τόν ἐ­λέγ­χουν μέ δρι­μύ­τη­τα γιά τά κα­κούρ­γα αἰ­σθή­μα­τά του. Ἦ­ταν ὅ­μως φυ­σι­κό αὐ­τή τους ἡ ἐνέργεια νά ἐ­ρε­θί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν Ἀ­γρι­κό­λα, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί δί­νει ἀ­μέ­σως ἐν­το­λή νά τίς  ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν ἐ­πί τό­που. Ἑ­πτά τί­μια κε­φά­λια θαρ­ρα­λέ­ων ὁ­μο­λο­γη­τρι­ῶν γυ­ναι­κῶν ἦταν σέ λί­γο πε­σμέ­να στή γῆ. Θαῦ­μα φρι­κτό! ἀ­να­φω­νεῖ ὁ ὑ­μνω­δός: «τήν Κε­φα­λήν πο­θοῦ­σαι, Χρι­στόν, καί ἐν αὐ­τῷ νυμ­φευ­θεῖ­σαι, ὑ­πέρ αὐ­τοῦ τάς  κε­φά­λας ἐ­να­πε­τμή­θη­σαν».

Δέν ἄρ­γη­σε ὅ­μως καί ὁ Βλά­σιος νά ἀ­κο­λου­θή­σει τήν ἰ­δί­α ὁ­δό. Τόν βγά­ζουν ἀ­πό τή φυ­λα­κή καί τόν ρί­χνουν στά νε­ρά τῆς λί­μνης Σε­βά­στειας, στήν ὁ­ποί­α τήν ἴ­δια πε­ρί­που ἐ­πο­χή εἶ­χαν μαρτυρήσει μέσα στό ψύχος οἱ τεσ­σα­ρά­κον­τα ἐ­κεῖ­νοι Χρι­στια­νοί στρα­τι­ῶ­τες μάρ­τυ­ρες. Ἀλ­λά ὁ Βλά­σιος δέν πνί­χτη­κε στή λί­μνη. Δι­α­σώ­θη­κε χω­ρίς νά πά­θει κα­νέ­να κα­κό. Δέν ἐ­πρό­κει­το ὅ­μως νά ζή­σει γιά πο­λύ. Δι­ό­τι ὁ Ἀ­γρι­κό­λας μέ μα­νί­α καί κα­κό­τη­τα δί­νει ἐν­το­λή νά ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν τόν ἐ­πί­σκο­πο καί μα­ζί του τά δυ­ό παι­διά, τά ὁ­ποῖ­α ὁ Βλά­σιος κα­τή­χη­σε στή φυ­λα­κή καί τά ἔ­κα­νε Χρι­στια­νούς. Ἐ­σφά­γη ὁ Ἐ­πί­σκο­πος γιά χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου του, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς ἀ­μνός ἄ­μω­μος θυ­σι­ά­σθη­κε γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τό λέ­ει καί ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: «Κριός ποι­μνί­ου κα­λῶς ἠ­γη­σά­με­νος δε­σμευ­θείς ἐ­σφά­γης, θυ­σί­α γε­νό­με­νος τῷ δι’ εὐ­σπλαγ­χνί­αν ὡς ἀρ­νί­ον σφα­γέν­τι καί χαί­ρων ἀ­νέ­δρα­μες πρός αὐ­τόν, πά­τερ Βλά­σι­ε».

Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο τε­λεί­ω­σε τήν ἐ­πί­γεια ζω­ή του ὁ ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Σε­βά­στειας, τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει πρός δό­ξαν Κυ­ρί­ου μέ τήν ἐ­πι­στή­μη του πρῶ­τα, μέ τήν ἀρχιερατι­κή του δι­α­κο­νί­α στή συ­νέ­χεια καί τε­λι­κῶς μέ τό ἱ­ε­ρό του μαρ­τύ­ριο. Καί ἐ­φό­σον τόν δό­ξα­σε στόν κό­σμο αὐ­τό, ὁ Κύ­ριος στόν οὐ­ρα­νό τόν δο­ξά­ζει πλέ­ον, ὅ­πως δο­ξά­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τή ζω­ή του τόν δο­ξά­ζει ἐ­πί τῆς γῆς. Ἐ­κεῖ­νος ἄλ­λω­στε δέν τό ὑ­πο­σχέ­θη­κε; «Τούς δο­ξά­ζον­τας μέ, δο­ξά­σω», εἶ­πε (Α΄ Βασ. β΄ 30).

Ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριον τοῦ Ἁ­γί­ου.

Μαρ­τύ­ρων σέ ὡ­ρά­ϊ­σμα, ἱ­ε­ρέ­ων τό κλέ­ος, γι­νώ­σκο­μεν πα­νόλ­βι­ε, Βλά­σι­ε Ἱ­ε­ράρ­χα·

ὡς θύ­μα γάρ προ­σή­νεγ­κας σε­αυ­τόν καί τέ­θυ­σαι τῷ διά σέ ὡς θυ­σί­αν ἑ­κου­σί­ως

ἐλ­θόν­τι ἀ­γα­θό­τη­τι ἀ­φρά­στῳ καί βου­λή­σει ἀρ­ρή­τῳ.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ·.

Καί τρό­πων μέ­το­χος καί θρό­νων δι­ά­δο­χος τῶν Ἀ­πο­στό­λων γε­νό­με­νος τήν πρᾶ­ξιν εὗ­ρες θε­ό­πνευ­στε,

εἰς θε­ω­ρί­ας ἐ­πί­βα­σιν· διά τοῦ­το τόν λό­γον τῆς ἀ­λη­θεί­ας ὀρ­θο­το­μῶν καί τῇ πί­στει ἐ­νή­θλη­σας μέ­χρις αἵ­μα­τος,

Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Βλά­σι­ε. Πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, σω­θῆ­ναι τάς  ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Δύο Παῖδες

Ἦταν συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες Ἑπτὰ Γυναῖκες

Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο Βλάσιο στὸ μαρτύριο, καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία πατέρα τοῦ Προδρόμου

Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος. Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυμα, μίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν Θεό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως λέει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος στὸ ἔργο του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουμε καὶ τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ πόσο ὅμως αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε).

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα

11.-Agia-Thedora

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, νωρὶς ὅμως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθμό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ μητέρα τῆς Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερμη προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ μεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της. Ἡ Θεοδώρα εἶχε πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ 830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, μετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ μὲ τὴν Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ ἦταν εἰκονομάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ μικρός. Ἀμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Δυστυχῶς ὅμως ἀργότερα, ὁ γιός της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια μὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε, νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της, στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια, τὴν μόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν μέσα στὴν κοσμικὴ ἀστάθεια καὶ ματαιότητα. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβία

Ἡ ἀ­γω­νι­ζο­μέ­νη Ὀρ­θο­δο­ξί­α στή γει­το­νι­κή μας ἡ­ρω­ι­κή χώ­ρα, τήν Σερ­βί­α, ἔ­χει νά ἐ­πι­δεί­ξει δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­γω­νι­στές τῆς πί­στε­ως καί μάρ­τυ­ρες μέ μαρ­τύ­ρια καί βασανιστή­ρια πού προ­κα­λοῦν τόν θαυ­μα­σμό καί τήν ἐν Κυ­ρί­ῳ καύ­χη­ση. Ἔ­χει νά ἐ­πι­δεί­ξει μάρ­τυ­ρες καί κα­τά τήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­ναι καί ὁ Γε­ώρ­γιος.

Στήν Κρά­το­βα τῆς Σερ­βί­ας γεν­νή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος καί ἀ­να­τρά­φη­κε μέ τά νά­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Δι­ό­τι εἶ­χε εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, τόν Δη­μή­τριο καί τήν Σάρ­ρα, μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τος τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λά καί τῶν ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ών τους ἀ­πέ­ναν­τι στό παι­δί τους. Μ’ αὐ­τήν τή συ­ναί­σθη­ση οἱ κα­λοί γο­νεῖς, ὅ­ταν ὁ Γε­ώρ­γιος ἦλ­θε σέ ἡ­λι­κί­α ἕ­ξι ἐ­τῶν, τόν παρέ­δω­σαν σέ ἕ­ναν ἱ­κα­νό καί εὐ­λα­βῆ δι­δά­σκα­λο, γιά νά δι­δα­χθεῖ «τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα, τά δυ­νά­με­να σο­φί­σαι εἰς σω­τη­ρί­αν» (Β΄ Τίμ. γ΄ 15). Κι ὅ­ταν ἡ μά­θη­ση αὐ­τή προ­χώ­ρη­σε, κα­τεύ­θυ­ναν τόν Γε­ώρ­γιο σέ ἕ­ναν ἔμ­πει­ρο χρυ­σο­χό­ο, γιά νά μά­θει ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον τήν τέ­χνη καί ἐ­ξα­σφα­λί­σει ἀ­πό αὐ­τήν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά νά ζή­σει.

Ὅ­ταν ὅ­μως, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ πα­τέ­ρας του Δη­μή­τριος πέ­θα­νε, ὁ Γε­ώρ­γιος φο­βή­θη­κε νά μεί­νει στήν πα­τρί­δα του χω­ρίς τήν πα­τρι­κή προ­στα­σί­α. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ἔκ­δη­λος ὁ φθόνος τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν, πού τόν ἔ­βλε­παν ὡ­ραῖ­ο στήν ὄ­ψη, ἔ­ξυ­πνο καί δρα­στή­ριο. Γι’ αὐ­τό καί μέ τή συγ­κα­τά­θε­ση τῆς μη­τέ­ρας του ἀ­να­χώ­ρη­σε καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στή Σό­φια τῆς Βουλ­γα­ρί­ας. Ἐ­δῶ εἶ­χε τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ νά γνω­ρί­σει καί νά συν­δε­θεῖ μέ τήν εὐ­σε­βῆ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως π. Πέ­τρου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν προ­σέ­λα­βε καί τόν ἀ­νέ­λα­βε σάν παιδί του. Ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο συ­νέ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται καί νά βελ­τι­ώ­νει τήν τέ­χνη του, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ἔ­μα­θε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες.

Ὅ­μως κι ἐ­δῶ δέν ἄρ­γη­σε νά πα­ρου­σια­σθεῖ ὁ πει­ρα­σμός. Οἱ Ὀ­θω­μα­νοί, πού τόν γνώ­ρι­σαν καί θαύ­μα­σαν τά πολ­λά του χα­ρί­σμα­τα, στρά­φη­καν μέ φθό­νο νά τόν κερ­δί­σουν. Χρη­σι­μο­ποί­η­σαν λοι­πόν ἕ­ναν δι­κό τους δι­δά­σκα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος πλη­σί­α­σε τόν νε­α­ρό χρυ­σο­χό­ο, τόν κο­λά­κευ­σε καί τοῦ ἔ­δω­σε χρυ­σά­φι, γιά νά τοῦ κα­τα­σκευά­σει ἕ­να κό­σμη­μα. Ἐκεῖ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νά τοῦ κά­νει καί τήν πρό­τα­ση: Ἔ­λα νά γί­νεις δι­κός μας, νά χα­ρεῖς πλού­τη, δό­ξα, με­γα­λεῖ­ο! Δι­δαγ­μέ­νος ὁ Γε­ώρ­γιος ἀ­πό τήν πα­τρί­δα του καί ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ π. Πέ­τρου, ἀ­πέ­κρου­σε τίς προ­τά­σεις καί τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦ Ὀ­θω­μα­νοῦ δι­δα­σκά­λου καί τόν ἀ­πο­γο­ή­τευ­σε.

Τό­τε ὁ δι­δά­σκα­λος σο­φί­σθη­κε ἄλ­λο τέ­χνα­σμα. Ἔ­πει­σε τόν Τοῦρ­κο δι­κα­στή νά κα­λέ­σει τόν Γε­ώρ­γιο καί, μέ τήν πρό­φα­ση νά τοῦ ἀ­να­θέ­σει κά­ποι­α ἐρ­γα­σί­α σχε­τι­κή μέ τήν τέ­χνη του, νά τόν πεί­σει μέ τή συ­ζή­τη­ση νά γί­νει Μω­α­με­θα­νός. Ἡ κλή­ση ἔ­γι­νε καί ἡ συ­ζή­τη­ση ἄρ­χι­σε. Ὁ κρι­τής τόν ρώ­τη­σε ἀρ­χι­κά ποι­ά θε­ω­ρεῖ κα­λύ­τε­ρη θρη­σκεί­α καί για­τί. Ἀ­πό τήν πρώ­τη ἀ­κό­μη ἐ­ρώ­τη­ση ὁ Γε­ώρ­γιος ἀν­τι­λή­φθη­κε τόν σκο­πό καί ὑ­πο­ψι­ά­σθη­κε τή συ­νέ­χεια. Χά­ρη­κε ὅ­μως, δι­ό­τι τοῦ δι­νό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α νά ὁ­μο­λο­γή­σει τόν Χρι­στό καί νά μι­λή­σει γιά τήν πί­στη του. Καί κα­τά τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος θά δώ­σει «στό­μα καί σο­φί­αν, ἧ οὐ δυ­νή­σον­ται ἀν­τι­πεῖν οὐ­δέ ἀν­τι­στῆ­ναι πάν­τες οἱ ἀν­τι­κεί­με­νοι» (Λουκ. κα΄ 15), ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του καί εἶ­πε μέ σε­μνό­τη­τα καί ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια, ἀλ­λά καί ἀ­πο­δει­κτι­κό­τη­τα, ὅ­σα τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ὁ Κύ­ριος. Δέν δε­λε­ά­σθη­κε ἀ­κό­μη, ὅ­ταν ὁ κρι­τής, ἴ­σως καί ἀ­πό εἰλι­κρι­νή συμ­πά­θεια, τοῦ ἔ­κα­νε τήν πρό­τα­ση νά τόν πά­ρει στό σπί­τι του, νά τόν κά­νει παι­δί του καί μα­ζί μέ τόν κα­νο­νι­κό του γιό του νά κά­νει κι αὐ­τόν κλη­ρο­νό­μο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας του. Καί ὁ Γε­ώρ­γιος βρῆ­κε τήν εὐ­και­ρί­α. Με­τά τήν κα­τάλ­λη­λη κα­τή­χη­ση, πού τοῦ ἔ­κα­νε, τόν προ­κά­λε­σε: Ἐ­άν πράγ­μα­τι μέ ἀ­γα­πᾶς, ἄ­φη­σέ με νά ζή­σω ἐ­λεύ­θε­ρα ὡς Χρι­στια­νός ἤ, ἄν ὄ­χι, βα­σά­νι­σέ με. Δέν ἀρ­νοῦ­μαι τήν πί­στη μου. Καί κά­τι ἀ­κό­μη: ἄν μέ ἀ­γα­πᾶς, ἔ­λα καί σύ στόν Χρι­στό μας. Γί­νε καί ζῆ­σε Χρι­στια­νός!

Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τά τά θε­ώ­ρη­σε ὁ κρι­τής τολ­μη­ρή πρό­κλη­ση τοῦ Χρι­στια­νοῦ. Καί ἐ­νέ­δω­σε στίς φω­νές τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν πού βρίσκονταν ἐκεῖ μπροστά του. Καί πα­ρέ­δω­σε τόν Γεώρ­γιο στό πλῆ­θος νά κα­εῖ. Τό πλῆ­θος αὐ­τό με­θυ­σμέ­νο ἀ­πό τόν φα­να­τι­σμό του, ξε­κί­νη­σε γιά τόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Μπρο­στά ἕ­νας κή­ρυ­κας προ­κα­λοῦ­σε τούς Μωαμεθανούς: Ὅ­σοι εἶ­στε πι­στοί Μω­α­με­θα­νοί, φέ­ρε­τε ξύ­λα γρή­γο­ρα, νά κά­ψου­με αὐ­τόν πού πε­ρι­φρό­νη­σε τή θρη­σκεί­α μας! Τά ξύ­λα μα­ζεύ­θη­καν καί ἡ φω­τιά ἄ­να­ψε… Κι ἐ­νῶ οἱ Ὀ­θω­μα­νοί ἔ­βρι­ζαν, βλα­σφη­μοῦ­σαν, ὠ­ρύ­ον­ταν, ὁ πι­στός ἱ­ε­ρεύς, ὁ π.Πέ­τρος, δεύ­τε­ρος στορ­γι­κός πα­τέ­ρας τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, κα­τορ­θώ­νει νά τόν πλη­σί­α­σει καί τόν ἐν­θάρ­ρυ­νε. Θάρ­ρος, παι­δί μου. Θυ­μή­σου τούς Μάρ­τυ­ρες. Βλέ­πε στόν Οὐ­ρα­νό. Νά, ὁ Θε­ός σέ πε­ρι­μέ­νει…! Σέ λί­γο θά εἶ­σαι στήν ἀγ­κα­λιά του ἀ­σφα­λής καί θά ψάλ­λεις μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους… Ὁ αὐ­τό­πτης μάρ­τυς π. Πέ­τρος δι­έ­σω­σε κι αὐ­τήν τήν λε­πτο­μέ­ρεια, ὅ­πως τή ση­μει­ώ­νει ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: Ἐ­πει­δή τό σῶ­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος δέν καιγόταν, μά­ζε­ψαν καί ἀλ­λά πολ­λά ξύ­λα καί αὔ­ξη­σαν τή φω­τιά. Καί βλέ­πον­τας ὅ­τι καί πά­λι δέν καί­γε­ται, πῆ­ραν πολ­λά σώ­μα­τα νε­κρῶν ζώ­ων καί τά ἔ­ρι­ξαν μέ­σα στή φω­τιά, γιά νά μή γνω­ρί­ζε­ται τε­λι­κά ποι­ά εἶ­ναι τά ὀ­στά τοῦ Μάρ­τυ­ρος καί ποι­ά τῶν ζώ­ων. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­να ὅ­λα κά­η­καν, ἐ­νῶ τό μαρ­τυ­ρι­κό λεί­ψα­νο ἔ­μει­νε σῶ­ο.

Τε­λι­κῶς ὁ π. Πέ­τρος ζή­τη­σε τήν ἄ­δεια ἀ­πό τόν κρι­τή καί πῆ­ρε τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νο. Συγ­κέν­τρω­σε πολλούς ἱ­ε­ρεῖς καί πι­στούς καί κή­δευ­σαν καί ἐν­τα­φί­α­σαν τό σῶ­μα μέ τι­μές καί ὕμνους μάρ­τυ­ρος. 11 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1515.

Εἶ­χαν λοι­πόν καί τό­τε οἱ Σέρ­βοι Ὀρ­θό­δο­ξοι ἀ­δελ­φοί μας, ὅ­πως ἔ­χουν καί σή­με­ρα, τούς ἡ­ρω­ι­κούς ἁ­γί­ους Μάρ­τυ­ρές τους, πού ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν τήν πί­στη μας μέ­χρι θυ­σί­ας καί θα­νά­του. Αὐ­τοί οἱ Μάρ­τυ­ρες ἄς πρε­σβεύ­ουν στόν Κύ­ριο καί γιά τούς ση­με­ρι­νούς Ὀρ­θο­δό­ξους Σέρ­βους, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ τά ἴ­δια ἰ­δα­νι­κά ἀ­γω­νί­ζον­ται τόν σκλη­ρό ἀ­γώ­να προασπίσεως τῶν δι­καί­ων τους, τῶν ὁ­σί­ων καί ἱ­ε­ρῶν τους. Ἐκ­κλη­σί­α θρι­αμ­βεύ­ου­σα καί στρα­τευ­ομένη τούς συμ­πα­ρί­στα­ται καί συ­να­γω­νί­ζε­ται «ἐν ταῖς προ­σευ­χαῖς».

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάνας

Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ χωριὸ τῆς Ἀκαρνανίας, πιθανότατα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα, ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος του μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά του τὸ 1923.Στὶς ἐμφανίσεις του ἔλεγε: «Εἶμαι Ἀκαρνάν. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα» κ.ἄ. Σύμφωνα μὲ τὴν χρονολογία (1006), ποὺ βρέθηκε μέσα στὸν τάφο του, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου. Μόνασε σὰν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στὴν παλιὰ Κιάφα -Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς πειρατές, μαζὶ μὲ τοὺς πέντε συμμοναστές του, δυὸ Ἱερομόναχους καὶ τρεῖς μοναχούς, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Τὴ ζωή του, τὸν μαρτυρικό του θάνατο καὶ τὸν τάφο του, ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Βλάσιος σὲ πολλοὺς Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς κυρίως στὴν εὐσεβέστατη καὶ ἀείμνηστη Γερόντισα Εὐφροσύνη Σ. Κατσαρᾶ ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα, μὲ ὀφθαλμοφανεῖς ἐμφανίσεις του. Πρόσφατα ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δυὸ ἐμφανίσεις, μία σὲ ὅραμα στὸν εὐσεβέστατο ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Τσαταλιὸ τὴν 6-12-1978 καὶ μία ἄλλη σὲ εὐλαβέστατο μοναχὸ Ἁγιορείτη στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν 3-2-1980.

Ἀνάμνηση θαύματος ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Πάργα Νικοπόλεως (1603)

Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Βασιλεὺς (+ 1138)